Όλα τα νέα στην ώρα τους
Lifestyle, Gossip, Celebrity News

Κύριε Γονίδη όλα καλά; – Ο «βασιλιάς των αναψυκτηρίων» Γιάννης Μπουρνέλης θυμάται τη χρυσή εποχή στο «Άκρον» με τους αστέρες

Από τη Σίσσυ Μενεγάτου

Είναι ο τελευταίος «βασιλιάς των αναψυκτηρίων». Ο Γιάννης Μπουρνέλης σηματοδότησε μια ολόκληρη εποχή με το «Άκρον» του, όπου στη Λένορμαν, στον Κολωνό, γίνονταν «μάχες» για να μπει ο κόσμος μέσα στο αναψυκτήριό του και με την τιμή μιας γρανίτας ή μιας πορτοκαλάδας ν’ απολαύσει όλες τις μεγάλες φίρμες επί σκηνής. Γι’ αυτήν τη χρυσή εποχή και τις μεγάλες του δόξες μίλησε στην «ΟΝ time» o Γιάννης Μπουρνέλης. Το φτωχόπαιδο που ονειρεύτηκε να γίνει ηθοποιός και τα κατάφερε -όπως και πολλά άλλα-, ενώ το «χρυσό» λαρύγγι του μιμήθηκε όλους τους σπουδαίους της εποχής που συνάντησε.

Για όλα μας μίλησε σ’ ένα μαγικό ταξίδι ψυχής, 40 χρόνων, στο σανίδι και στην πίστα, γεμάτο από σπάνιες αναμνήσεις μιας άλλης εποχής, για σπουδαία ονόματα του καλλιτεχνικού χώρου που γνώρισε, έπαιξε μαζί τους ή φιλοξένησε στο «Άκρον». Μας έκανε αποκαλύψεις με αφοπλιστική ειλικρίνεια για την προσωπική του ζωή, αλλά και για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις στο χώρο του θεάματος που -όπως υποστήριξε- δεν είναι «φαινόμενο» των σημερινών καιρών. Κι ακόμα δεν δίστασε να ξεσπάσει γεμάτος παράπονο καθώς σχεδόν όλοι και όλες που ευεργετήθηκαν από αυτόν τον ξέχασαν! Εκείνος όμως συνεχίζει να κάνει τις συναυλίες του, ενώ δίνει το «παρών» σε μουσικές φιλανθρωπικές εκδηλώσεις για τα ΚΑΠΗ.

 

Πού γεννηθήκατε και πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα στην Άντισσα της Μυτιλήνης και συγκεκριμένα στο χωριουδάκι Τζίθρα. Στην Άντισσα είχε μόνο δημοτικό σχολείο, οπότε πήγα Γυμνάσιο στο Πλωμάρι. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, όπως και των περισσοτέρων εκείνη την εποχή, μετά τον Πόλεμο του ’40. Όμως τότε -εγώ γεννήθηκα το 1942- περίσσευαν η αγάπη, η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη. Ο πατέρας μου ήταν τυροκόμος στην Άντισσα. Η μητέρα μου ήταν Σμυρνιά. Οι γονείς της είχαν φούρνο και ήταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση. Όμως με την Καταστροφή της Σμύρνης χάθηκαν όλα. Η γιαγιά μου κατάφερε να ξεφύγει και να έρθει στην Ελλάδα μαζί με τις έξι ανήλικες κόρες της, μία από τις οποίες ήταν η μητέρα μου. Ο παππούς μου δεν τα κατάφερε. Τα χέρια του έμειναν πάνω στην κουπαστή του καραβιού που του τα έκοψαν οι Τούρκοι όταν προσπάθησε να σκαρφαλώσει κι εκείνος για να σωθεί! Η γιαγιά μου με τις κόρες της όταν έφτασαν στην Ελλάδα δεν είχαν πού να μείνουν. Πήγαν στην Τζίθρα και έμειναν στο κελί του Αγίου Νικολάου, σαράντα τετραγωνικά μέτρα για εφτά άτομα και η τουαλέτα σε εξωτερικό χώρο. Μάλιστα ένα από τα τραγούδια μου που έγραψα τους στίχους και το ερμηνεύει ο Βασίλης Καρράς με τίτλο «Σμυρνέικο» το έχω αφιερώσει στη γιαγιά μου. «Τα μάτια της φεγγάρια μια νύχτα στ’ Αϊβαλί, στα χείλη της τραγούδια απ’ την Ανατολή, της Σμύρνης την πανσέληνο δεν χόρτασε η καλή, το δάκρυ της γιαγιάς μου μαρμάρωσε εκεί…». Τη μητέρα μου την έλεγαν Βασιλεία και τον πατέρα μου Αντώνη. Εμένα μαζί με τη μικρή αδελφούλα μου μας μεγάλωσε η θεία μου, η αδελφή του πατέρα μου που έμενε στην Άντισσα, γιατί για να πηγαίνουμε στο δημοτικό σχολείο έπρεπε να περπατάμε μία ώρα. Ήμασταν τρία αδέλφια. Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος, έπειτα η Νίκη, η οποία δυστυχώς έχει «φύγει» από τη ζωή, και η μικρότερη η Άννα που ζει στη Σταμάτα.

Mε την Τζένη Βάνου.

 

Δουλεύατε από μικρός;

Ναι. Οι γονείς μου ήθελαν να με κάνουν μαραγκό γιατί ασχολιόμουν με χειρωνακτικές εργασίες. Εγώ όμως ήθελα να γίνω ναυτικός. Μου άρεσε πολύ η θάλασσα. Ήθελα να κάνω μακρινά ταξίδια και να γνωρίσω τον κόσμο. Έκανα όνειρα για τα μέρη που θα πήγαινα. Από μικρό παιδί οργίαζε η φαντασία μου. Ήμουν ονειροπόλος. Κι είχα πολύ χιούμορ. Πείραζα τους πάντες. Δεν άφηνα κανέναν στην ησυχία του.

 

Εκείνο το παιδάκι λοιπόν μεγαλώνει στην ύπαιθρο με δυσκολίες, αλλά ονειρεύεται…

Ναι, μεγάλωσα στο μεϊντάνι (αλάνα). Ήθελα να είμαι πάντα ο αρχηγός. Ήμουν πολύ άτακτος. Ανέβαινα σε δένδρα, σκότωνα τα φίδια. Είχαμε πάρα πολλά φίδια στο χωριό. Τα έπιανα με τα χέρια μου. Ήμουν ατρόμητος. Εμείς κάναμε μπάνιο και μάθαμε κολύμπι σ’ έναν ποταμό στο χωριό μου, τον «Βούλγαρο», κι εκεί είχε νεροφίδες τις οποίες πνίγαμε. Μάλιστα, μια φορά ήμουν κοντά 10 χρόνων και το θυμάμαι, μια οχιά μού χίμηξε, φοβήθηκα αλλά κατάφερα να την φέρω βόλτα πριν καταφέρει να με δαγκώσει. Ήμουν αγωνιστής και δυνατό παιδί. Επίσης έπαιζα θέατρο, στο μοναδικό καφενείο του χωριού, και ιδιαίτερα Καραγκιόζη που μου άρεσε πολύ. Κι από μικρός κατάλαβα ότι ήμουν μίμος. Μου άρεσε να μιμούμαι τους άλλους, αρχικά φωνές των χωριανών μου. Στο Πλωμάρι είδα για πρώτη φορά μια ελληνική ταινία, τη γνωστή πλέον «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», κι από τότε μου «καρφώθηκε» η ιδέα να γίνω ηθοποιός. Την είδα την ταινία αυτή κοντά 15 φορές κι άρχισα να μιμούμαι τον Αυλωνίτη και τον Φωτόπουλο. Κι ύστερα τον Ευθυμίου, τον Βέγγο κι άλλους ηθοποιούς της εποχής, αλλά και πολιτικούς.

Mε τη Βίκυ Μοσχολιού.

 

Κι ύστερα; Πότε ήρθατε στην Αθήνα;

Ήμουν περίπου 17 χρόνων όταν ήρθαμε στην Αθήνα και μείναμε στον Περισσό. Ο πατέρας μου δούλευε τότε στις οικοδομές και με έπαιρνε μαζί του. Έχω σηκώσει πηλοφόρι κι έχω φτιάξει μωσαϊκά ουκ ολίγα.

 

Και πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;

Μπορεί να δούλευα στην οικοδομή, αλλά πλέον ήθελα να γίνω ηθοποιός. Δεν ήθελα πια να γίνω ναυτικός. Έδωσα εξετάσεις ως εξαιρετικό ταλέντο. Κι έκανα κι έναν γάμο στα 17 μου χρόνια. Έχω μια κόρη, την Ελένη μου, που είναι διευθύντρια στο Πανεπιστήμιο της Μυτιλήνης. Ο γάμος αυτός κράτησε μόνο ενάμιση χρόνο γιατί ήθελα να γίνω ηθοποιός.

 

Ποια ήταν η πρώτη φορά που ξεκινήσατε το «ταξίδι» σας στον καλλιτεχνικό χώρο;

Με βοήθησε και τον ευγνωμονώ ο Λάμπρος Ζούνης, ο πατέρας της Πέμυς Ζούνη. Οργάνωνε τα «Μουσικά Πρωινά» στην Τερψιθέα στον Πειραιά, όπου κάθε Κυριακή εμφανιζόμουν ως μίμος, μαζί με τον Χάρρυ Κλυνν και τον Μάκη Πάντα. Επίσης ο Λάμπρος Ζούνης έκανε εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα και με έπαιρνε πάντα μαζί του. Στην αρχή πήρα προσωρινή άδεια επαγγέλματος και μετά σπούδασα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Εμένα με τράβηξαν οι παραστάσεις που κάναμε σε θερινούς κινηματογράφους παίρνοντας ως πρώτο όνομα έναν τραγουδιστή. Τότε πηγαίναμε και στη «Στοά του Χόλυγουντ», στην πλατεία Κάνιγγος. Ήταν ένα καφενείο, από όπου περνούσαν όλοι οι αιθουσάρχες που αγόραζαν ταινίες και οι ηθοποιοί, καθώς στους έξι ορόφους της πολυκατοικίας ήταν όλες οι κινηματογραφικές εταιρείες. Όλοι οι τότε γνωστοί ηθοποιοί από εκεί περνούσαν. Ανδρέας Μπάρκουλης, Νίκος Κούρκουλος, Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.ά. Όλοι και όλες έπιναν πρώτα έναν καφέ εκεί και μετά ανέβαιναν στα γραφεία των κινηματογραφιστών.

Mε τον Γιάννη Πουλόπουλο.

 

Ποια ήταν τα πιο εμπορικά ονόματα τότε που γινόταν χαμός;

Ο Νίκος Ξανθόπουλος και η Αλίκη Βουγιουκλάκη.

 

Απ’ αυτή την εμπειρία σας στους θερινούς κινηματογράφους, όπου το πρόγραμμα είχε τα πάντα -θεατρικά κωμικά σκετς, μιμήσεις, ζογκλέρ, μπαλέτα, τραγούδι-, σας μπήκε η ιδέα ν’ ανοίξετε το αναψυκτήριο «Άκρον», που σφράγισε επί είκοσι χρόνια μια ολόκληρη εποχή;

Ναι, θέλησα να δημιουργήσω έναν μόνιμο λαϊκό χώρο διασκέδασης όλης της οικογένειας. Όχι πρώτος εγώ εκεί, αλλά ένας εξαίρετος επιχειρηματίας ο Ξενοφώντας Βουγάς, που άνοιξε τότε το αναψυκτήριο στην πλατεία Δαβάκη, στο Αιγάλεω. Εγώ αργότερα το εμπλούτισα με ξένες ατραξιόν και μπαλέτα που χόρευαν στη «Νεράιδα», που τότε ήταν το πρώτο μαγαζί στην αθηναϊκή νύχτα. Το αναψυκτήριον «Άκρον» το ξεκίνησα τον Μάιο του 1975 με τον Γιώργο Κοινούση, ο οποίος τότε ήταν στις μεγάλες του δόξες, και το κράτησα μέχρι το 1995.

 

Από το αναψυκτήριον «Άκρον» πέρασαν οι μεγαλύτερες φίρμες του ελληνικού τραγουδιού. Έγινε όνειρο ζωής για εσάς;

Ακριβώς. Από εκεί πέρασαν οι μεγαλύτερες φίρμες του ελληνικού τραγουδιού ή τραγουδιστές που μόλις εμφανίστηκαν εκεί έγιναν φίρμες, γιατί γινόταν χαμός στο «Άκρον». Λαοθάλασσα! Για να κάνουν γνωστά τα τραγούδια τους, οι λαϊκοί ερμηνευτές θα έπρεπε να περάσουν από τα αναψυκτήρια για να τα ακούσει ο κόσμος και να γίνουν σουξέ. Από το «Άκρον» ξεκίνησαν ο Γιώργος Σαλαμπάσης -εκεί πρωτοέγινε επιτυχία το «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;»-, ο Θέμης Αδαμαντίδης, ο Σταμάτης Γονίδης, η Άντζελα Δημητρίου, ο Λευτέρης Πανταζής και πολλοί άλλοι και άλλες. Ο σπουδαίος Γρηγόρης Μπιθικώτσης, μεγάλη φίρμα τότε, όταν πέρασε από το «Άκρον» είπε στο μικρόφωνο στον κόσμο που τον χειροκροτούσε: «Τα χειροκροτήματα της γρανίτας που εισπράττω από εσάς, είναι χειροκροτήματα καρδιάς κι αγάπης. Τα χειροκροτήματα που παίρνω στο νυχτερινό κέντρο, είναι χειροκροτήματα μέθης!». Εκεί ερχόντουσαν άνθρωποι του μεροκάματου. Βιοπαλαιστές. Μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων και ιδιαίτερα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σνομπάρανε. Δεν μπορεί όμως να σνομπάρεις ένα κέντρο απ’ όπου πέρασαν τα μεγαλύτερα ονόματα.

Mε τον Μανώλη Αγγελόπουλο στο «Άκρον».

Άρα, όπως μου τα λέτε, δεχτήκατε πόλεμο από τα ΜΜΕ της τότε εποχής;

Μεγάλο πόλεμο! Αλλά αντέξαμε χάρη στην αγάπη του κόσμου. Εμείς καταφέρναμε ο κόσμος να φεύγει χαρούμενος και να έχει τα λεφτά του στην τσέπη του, έχοντας δει σπουδαίες φίρμες, π.χ. τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, και εκπρόσωποι των τότε ΜΜΕ, μας κατηγορούσαν. Η γρανίτα είχε πενήντα-εξήντα δραχμές, ενώ τότε ένα μπουκάλι ουίσκι στη «Νεράιδα» κόστιζε 100 χιλιάδες δραχμές. Πώς να πάει ο βιοπαλαιστής; Στο «Άκρον» όμως ερχόταν μαζί με την οικογένειά του κι απολάμβανε τραγούδι και θέαμα.

 

Μια και μου είπατε για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, πώς ήταν;

Απλός άνθρωπος. Γνήσιος και αληθινός. Πολύ προικισμένος τραγουδιστής. Και ο Στράτος Διονυσίου ήταν το κάτι άλλο. Ένας εκπληκτικός τραγουδιστής. Άφησε ιστορία στο «Άκρον». Τότε ο Διονυσίου είχε βγάλει την επιτυχία του «Εγώ να δεις». Όταν τον είχαμε στο «Άκρον» γινόταν χαμός. Δύο χιλιάδες άτομα μέσα, δύο χιλιάδες έξω να περιμένουν. Μια άλλη φορά θυμάμαι ήταν της Παναγίας, είχε φύγει ο κόσμος και δεν είχαμε γεμίσει. Μου λέει ο Μανώλης Αγγελόπουλος: «Τι μέρα είναι σήμερα και δεν έχουμε κόσμο;». «Της Παναγίας», του απαντάω. «Μόνο Αυτή μπορεί να με συναγωνιστεί», μου είπε γελώντας, γιατί είχε πολύ χιούμορ. Επίσης μια σπουδαία ερμηνεύτρια και υπέροχος άνθρωπος που πέρασε από το «Άκρον» -και έγινε χαμός- είναι και η Ελένη Βιτάλη. Την αγαπώ πάρα πολύ. Όπως και τον Γιάννη Πάριο, με τον οποίο «σπάσαν» τα ταμεία, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, τα Παιδιά από την Πάτρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Κώστα Βενετσάνο. Ποιον και ποια να πρωτοθυμηθώ!

Mε τους Νίκο Ξανθόπουλο Άντζελα Δημητρίου Γιάννη Πετρόπουλο, Πασχάλη και Άγγελο Διονυσίου στο «Άκρον».

Ζήσατε φοβερές δόξες με 2.000 άτομα κάθε φορά.

Το «Άκρον» χωρούσε 1.800 καθήμενους και άλλοι 200 ήταν όρθιοι στους διαδρόμους, κι άλλοι τόσοι περίμεναν έξω στην ουρά. Όταν είχαμε τις μεγάλες φίρμες, η Τροχαία δρομολογούσε τη Λένορμαν να είναι μόνο κάθοδος και άλλαζαν δρομολόγιο και τα λεωφορεία, γιατί δεν μπορούσαν να περάσουν από το πλήθος που περίμενε και έκανε ουρές.

 

Σηκώνατε πάντα το τηλέφωνο, ακόμα κι όταν ήσασταν στις μεγάλες δόξες σας;

Ναι, πάντα. Ξέρεις μου αρέσει να σηκώνω το τηλέφωνο και να μιλάω σε όλους, ενώ οι σημερινοί καλλιτέχνες -ένα μεγάλο ποσοστό- έχουν καβαλήσει καλάμι. Κι είναι τόσο μεγάλο που δεν υπάρχει μέτρο που να μπορεί να μετρήσει το καλάμι που έχουν καβαλήσει οι σημερινοί καλλιτέχνες.

 

Εσείς δεν καβαλήσατε ποτέ καλάμι; Κάποτε γινόταν χαμός. Δεν ξεφύγατε;

Η δόξα και το χρήμα χαλάνε τον άνθρωπο. Λίγο ή πολύ φεύγει από τα μέτρα της λογικής και πετάει… Κάποια στιγμή εγώ, επί 20 συναπτά έτη που είχα το Αναψυκτήριο «Άκρον» στην οδό Λένορμαν 125, στον Κολωνό, απ’ όπου πέρασε όλη η «αφρόκρεμα» του ελληνικού τραγουδιού, για πολύ λίγο το «καβάλησα» το καλάμι, αλλά συνήλθα. Πώς; Είχα πάρει πριν από 35 χρόνια ένα πολύ ακριβό αυτοκίνητο. Ίσως τότε να ήταν και από τα ελάχιστα ή και το μοναδικό στην Αθήνα. Όπως λοιπόν οδηγώ, σταματώ στο φανάρι και μου φωνάζει ένας φορτηγατζής: «Γιαννάκη, τα κονομήσαμε βλέπω». Ντράπηκα, συνήλθα και από τότε δεν έκανα επίδειξη. Κατέβηκα από το καλάμι.

Τη δεκαετία του ’80 στο αναψυκτήριο «Άκρον» όπου δεν έπεφτε καρφίτσα.

Τότε πέρασε από εσάς και το «παιδί του λαού» ο Νίκος Ξανθόπουλος. Τι θυμάστε;

Πολλές φορές πέρασε ο Νίκος Ξανθόπουλος από το «Άκρον». Μεγάλη φίρμα τότε. Θυμάμαι είχε τα περισσότερα λουλούδια -γιατί είχαμε και πανέρια με λουλούδια- από τους πιο μεγάλους τραγουδιστές. Ήταν απλός, όπως τον βλέπουμε στις ασπρόμαυρες ταινίες του. Έπαιζε τον εαυτό του. Το «παιδί του λαού». Θυμάμαι ένα περιστατικό που συνέβη στο Λονδίνο στο «Αlbert Hall», όταν πήγε να τραγουδήσει και είχε 7.000 θεατές μέσα στο θέατρο και περίμεναν άλλοι τόσοι και παραπάνω απέξω. Ήταν μαζί με τον Μιχάλη Βιολάρη. Κατέβηκε ο υποδιευθυντής του «Alber Hall» και είπε στον Βιολάρη: «Παρακαλώ, πείτε στον σταρ να ετοιμαστεί να βγει». Τη προηγούμενη μέρα φιλοξενούσαν τον Φρανκ Σινάτρα. Του λέει ο Βιολάρης «είναι έτοιμος ο σταρ». Και δείχνει τον Ξανθόπουλο. Του απαντάει εκείνος «με κοροϊδεύετε;». Θύμωσε πολύ ο υποδιευθυντής και πήγε στον διευθυντή λέγοντας: «Με κοροϊδεύουν. Γιατί κρύβουν τον σταρ;». «Αυτός είναι ο σταρ», του λέει ξανά ο Βιολάρης. «Ε, τότε να ντυθεί» του είπε. Αλλά ο Νίκος Ξανθόπουλος ήταν ανένδοτος. Έβγαινε πολύ απλός. Με μια γραβάτα, χωρίς κάλτσες και τα πουκάμισα του τα έσκιζαν οι θαυμάστριές του. Όταν παίξαμε με τον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μαρινέλλα σ’ ένα άλλο θέατρο του Λονδίνου, μου έλεγε ο Ξανθόπουλος: «Καλά που έχουμε τη Μαρινέλλα που τραγουδάει, γιατί εμείς ούτε να μας φτύσουνε δεν είμαστε!». O Νίκος Ξανθόπουλος δεν πίστευε ότι τραγουδάει καλά. Δεν πίστεψε ποτέ ότι ήταν καλός τραγουδιστής, ότι έχει ωραία φωνή. Κι όμως ήταν πολύ καλός. Τρελαινόταν ο κόσμος. Κι εμένα μου άρεσε, όπως και σε εκατομμύρια κόσμο. Τραγουδούσε με την ψυχή του.

Όταν δουλεύαμε στα «Δειλινά» στη στάση Καλλιφρονά, εκεί τραγουδούσε μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού. Για να μπούμε μέσα στην αίθουσα που τραγουδούσαν υπήρχε ένας διάδρομος όπου δεν μπορούσες να περπατήσεις γιατί ήταν γεμάτος από τυριά, γάλατα, τενεκέδες με λάδι, σακούλες με τραχανά κι ένα σωρό καλούδια. Του τα έφερνε ο απλός κόσμος σαν πεσκέσι γιατί νόμιζαν ότι ο Νίκος Ξανθόπουλος ήταν πράγματι το «παιδί του λαού», ο πάμφτωχος που πεινάει! Κι ο Ξανθόπουλος τα έπαιρνε με αγάπη και τα μοίραζε στους φτωχούς. Πολύ καλό παιδί. Από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στο χώρο μας. Με υποστήριξε. Σπουδαίος φίλος. Με έπαιρνε πάντα μαζί του γιατί με θεωρούσε πολύ μεγάλο καλλιτέχνη.

 

Μια άλλη καλή σας φίλη ήταν η Ρίτα Σακελλαρίου που πέρασε από το «Άκρον».

Η Ρίτα μου. Πολλές φορές τραγούδησε στο «Άκρον». Είχε πολύ χιούμορ. Τότε τραγουδούσε την επιτυχία της «Είναι γάτα είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα» κι έβγαινα εγώ επί σκηνής με μια γραβάτα κοντά στα είκοσι μέτρα και της έκανα πλάκα. Μου έλεγε: «Πήγαινε μέσα γιατί θα κατουρηθώ από τα γέλια». Ωραίος άνθρωπος. Πηγαίος. Εκείνη όμως που ξεπερνούσε τους πάντες σε καλοσύνη ήταν η Τζένη Βάνου. Η Τζενούλα μου η αγαπημένη. Σπουδαία τραγουδίστρια κι ένα κομμάτι μάλαμα. Ψυχούλα. Όταν ερχόταν, μας έφερνε δώρα σε όλους και φανουρόπιτα.

 

Παίξατε και με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στον κινηματογράφο και ήσασταν και φίλοι. Τι θυμάστε από εκείνη;

Η Αλίκη ήθελε πολύ να με βλέπει να μιμούμαι τον Νίκο Σταυρίδη. Όπου μια μέρα στο «Κορίτσι του Λούνα Παρκ» που εκείνη είχε νωρίτερα γύρισμα από εμένα, είπε στον τότε παραγωγό μας τον Κώστα Καραγιάννη: «Αν δεν έρθει το Μπουρενελάκι να μου κάνει τον Σταυρίδη, εγώ δεν ξεκινάω το γύρισμα». Ήρθαν με βρήκαν και μου είπαν: «Έλα να κάνεις τον Σταυρίδη στην Αλίκη, γιατί αλλιώς δεν θα τελειώσουμε το γύρισμα». Η Αλίκη σε ανθρώπους που δεν γνώριζε ήταν σταρ. Στους φίλους της ήταν η Αλίκη. Ήταν το «ποντικάκι». Το κορίτσι της φτωχογειτονιάς. Αυτό που έπαιζε στις ταινίες της.

Στην περίφημη «Νεράιδα» με τον Τόλη Βοσκόπουλο και τον κομφερασιέ Άγγελο Αγγελάκη.

Τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ τον είχατε γνωρίσει;

Βεβαίως. Ο Δημήτρης ήταν πιο προσιτός από την Αλίκη. Αυτός όμως που ήταν πιο προσιτός απ’ όλους ήταν ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Τότε τα κορίτσια παραληρούσαν γι’ αυτόν, εξ ου και βγήκε το σλόγκαν «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης». Όμως αυτός ήταν πολύ απλός και καταδεκτικός. Χωρίς να του μιλήσεις σου μίλαγε αυτός. «Γεια σας ο Μπάρκουλης είμαι. Δεν με γνωρίσατε;».

 

Είστε σαράντα χρόνια στο θέατρο. Εδώ και λίγο καιρό έχει προκληθεί σάλος με τις καταγγελίες περί σεξουαλικών παρενοχλήσεων και κακοποιήσεων. Μάλιστα, κάποιοι έχουν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη. Τότε υπήρχαν τέτοιες περιπτώσεις;

Ναι. Υπήρχαν. Αν είχαν βγει στο φως, τότε κάποιοι από τον καλλιτεχνικό χώρο θα ήταν φυλακή. Μάλιστα ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τώρα. Βέβαια, το έχει και το επάγγελμα. Έρχεσαι κάποια στιγμή, εσύ που δεν το θέλεις αλλά είσαι λίγο προκλητική για να με εντυπωσιάσεις και να σε πάρω στη δουλειά. Πράγμα που σημαίνει ότι αφήνεις να εννοηθεί ότι κάτι θέλεις.

 

Με αυτό που λέτε με «τσιγκλάτε» να σας ρωτήσω. Ήσασταν από τους πιο ισχυρούς επιχειρηματίες τότε. Το εκμεταλλευτήκατε;

Όταν έβλεπα κάποια, καταλάβαινα ότι ναι μεν μπορεί να έκανε ορισμένες κινήσεις προκλητικές, να με προκαλούσε με τη στάση της ή ακόμα και με τα λόγια της, αλλά το έκανε για να μπορέσει να δουλέψει. Οπότε δεν προσπάθησα να το εκμεταλλευτώ. Το καταλάβαινα και δεν προχωρούσα. Δεν έφτασα ποτέ στο σημείο να κάνω κάτι χωρίς να το θέλει κάποια κοπέλα. Σεβόμουν και τον εαυτό μου και εκείνη. Όμως υπήρχαν αρκετοί που το εκμεταλλεύονταν. Τώρα αμέσως μετά την Μπεκατώρου άλλαξαν τα πράγματα, και πολύ καλά κάνουν και βγαίνουν οι κοπέλες και το λένε. Τότε ντρεπόντουσαν να το πουν όταν συνέβαινε κάτι.

 

Τι ρόλο έπαιξε ο έρωτας στη ζωή σας;

Πολύ σημαντικό ρόλο. Γιατί εγώ είχα αποφασίσει να μην παντρευτώ ξανά, αλλά όταν γνώρισα τη Χρύσα μου άλλαξα γνώμη. Όταν την γνώρισα ήταν μια κούκλα, φοιτήτρια στο Οικονομικό της Νομικής. Γοητεύτηκα και την παντρεύτηκα. Η Χρύσα είναι κουμπάρα με τη Σεμίνα Διγενή. Έχει βαφτίσει την κόρη της, την Κίρκη. Έκαναν παρέα με τη Μαγδαληνή, τη μητέρα της Σεμίνας. Έτυχε να πάρω τηλέφωνο και μου είπε: «Είμαι με τη φίλη μου τη Νότα και την κόρη της τη Χρύσα». «Πόσων χρόνων είναι η κόρη της;» της είπα. «Δεκαεννιά χρόνων», μου απάντησε. «Έρχομαι αμέσως» και έγινα… πύραυλος. Έτσι την γνώρισα και μετά τις πήγα στου «Καλαμπόκα», το νυχτερινό κέντρο που δούλευα. Τότε είπα: «Από εδώ η αρραβωνιαστικιά μου». Εγώ όλη την ώρα αρραβωνιαζόμουν. Όμως με τη Χρύσα ερωτοχτυπήθηκα, αν και έχουμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Την παντρεύτηκα και είμαστε μαζί κι ευτυχισμένοι εδώ και 35 χρόνια. Δεν κάναμε παιδιά. Όχι ότι δεν θέλαμε. Δεν έτυχε. Είμαστε τα δυο μας με την πολυαγαπημένη μου Χρύσω, η οποία δυστυχώς εδώ κι έξι μήνες έπαθε στα 55 της χρόνιο αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Και ξέρεις από τι; Από τον τρόμο που της προκάλεσαν εισπρακτικές εταιρείες, οι οποίες υποτίθεται ότι είναι ενημερωτικές. Έχουμε πάρει εδώ και χρόνια ένα δάνειο, και την ενοχλούσαν συνεχώς στο τηλέφωνο. Η Χρύσω μου δεν άντεξε στην πίεση και το άγχος. Νόμος υπάρχει, αλλά δεν τηρείται. Θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη προστασία από το κράτος. Είναι απαράδεκτο αυτό που συμβαίνει.

 

Βλέπω ότι ανεβάζετε κάποια βιντεάκια σας στα social σας και μιλάτε για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα, αλλά κι εσείς ως συνταξιούχος. Με τέτοια πορεία δεν βγάλατε πολλά χρήματα;

Όχι, πολλά χρήματα δεν έβγαλα. Κι από την άλλη, τα χάλαγα τα χρήματά μου. Ήμουν σπάταλος. Έκανα λάθη. Όμως δεν έμεναν και πολλά χρήματα ως κέρδος. Κι αυτό γιατί οι τραγουδιστές έπαιρναν πολύ περισσότερα χρήματα -τα διπλά θα έλεγα- στα αναψυκτήρια παρά στα νυχτερινά κέντρα που τραγουδούσαν. Ξόδεψα πολλά λεφτά για το «Άκρον». Αγαπούσα τον κόσμο. Ήξερα ότι είχε ανάγκη από αυτήν τη διασκέδαση. Δεν είχαμε είσοδο και αυτό που πλήρωνες ήταν για να πάρεις μια γρανίτα, ένα αναψυκτικό, ένα παγωτό και μαζί με την οικογένειά σου και να ακούσεις τον Μπιθικώτση, τον Πάριο, τον Διονυσίου, τον Αγγελόπουλο, τη Βιτάλη, την Αλεξίου, τη Σακελλαρίου και άλλους πολλούς. Όλους και όλες που, εκείνη την εποχή, ήταν τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού. Το γλέντι του λαού τότε ήταν το αναψυκτήριο. Τώρα δεν χτυπάει το τηλέφωνο. Τότε δεν σταματούσε να χτυπάει από τους καλλιτέχνες που ήθελαν δουλειά στο «Άκρον».

 

Μου είπατε ότι τώρα δεν χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν σας θυμούνται;

Όχι, κι αυτό είναι το μεγάλο παράπονό μου. Κι επιπλέον βγαίνουν στις τηλεοράσεις και ξεχνούν τα χειροκροτήματα της αγάπης που εισέπραξαν στο «Άκρον». Είναι κρίμα! Οι περισσότεροι έχουν… απώλεια μνήμης ή επιλεκτική μνήμη. Δεν αναφέρουν ότι ο Γιάννης Μπουρνέλης γέμιζε το λεκανοπέδιο Αττικής με τις φωτογραφίες τους, τις αφίσες τους. Πού είσαι, κύριε Γονίδη, που περίμενες τότε τρεις-τέσσερις ώρες να σου μιλήσω και τώρα βγαίνεις στις τηλεοράσεις και δεν λες ότι ξεκίνησες από το «Άκρον»; Και δεν είναι ο μόνος. Πολλοί είναι οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες που εκεί πρωτοχειροκροτήθηκαν χάρη στον Γιάννη Μπουρνέλη. Αυτό ήθελα και θέλω να εισπράξω: Την αγάπη σας. Δεν θέλω κάτι άλλο από εσάς.

 

Τουλάχιστον στα δύσκολα όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τους βοηθήσατε, τους προβάλατε, τους δώσατε γερά μεροκάματα και πέρασαν μέρες δόξας στο «Άκρον», σας στάθηκαν;

Όχι. Δυστυχώς. Και βγαίνουν στις εκπομπές και δεν αναφέρουν ούτε καν το όνομά μου. Ούτε ένα τηλέφωνο να μη με παίρνουν; Εκτός από τον Βασίλη Καρρά και τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, τα Παιδιά από την Πάτρα, τα παιδιά του Στράτου Διονυσίου, αυτοί και δυο-τρεις άλλοι μόνο με παίρνουν τηλέφωνο. Κάθε βράδυ μαζί ήμασταν και με ξέχασαν. Να πω και για μια μεγάλη τραγουδίστρια σήμερα που δεν την ήθελε τότε γνωστός τραγουδιστής στο «Άκρον» κι έκανα αγώνα για να την βάλω αλλά με ξέχασε. Εκείνη ξέρει ποια είναι.

 

Ξέρω όμως ότι ακόμα εσείς είστε δραστήριος και οργανώνετε συναυλίες. Πηγαίνετε και αφιλοκερδώς σε γηροκομεία.

Ναι. Μου συμπαραστέκονται ο δήμαρχος Βόλου Αχιλλέας Μπέος, ο πρώην δήμαρχος Τρικολώνων Γιώργος Μπαρούτσας και ο φίλος μου ο Θανάσης (δεν θέλει να πω το επίθετό του). Θέλω να συνεχίσω να οργανώνω παραστάσεις. Λατρεύω αυτό που κάνω. Και πηγαίνω αφιλοκερδώς σε όλα τα ΚΑΠΗ του λεκανοπεδίου Αττικής και μαζί μου έρχονται -πάντα αφιλοκερδώς- πολλοί αξιόλογοι καλλιτέχνες. Έχω ζωή μέσα μου. Μου είπε ένας γιατρός δεν έχει σημασία πόσων χρόνων είσαι, αλλά πόσο αισθάνεσαι.

 

Νιώθετε ότι έχετε πάρει αγάπη από τον κόσμο;

Πολλή αγάπη και συνεχώς. Δεν σταμάτησαν να με αγαπάνε. Εάν έρθεις ένα πρωινό μαζί μου, θα συγκινηθείς με τα λόγια του κόσμου.

 

Τι θέλετε από εδώ και πέρα;

Πάνω απ’ όλα υγεία. Θέλω να ξαναβρεί την αγάπη ο κόσμος και να μη γίνονται όλα αυτά τα φρικτά πράγματα που βλέπουμε στις ειδήσεις. Θέλω έναν καλύτερο κόσμο. Θέλω μια ζεστή, ρομαντική, ευαίσθητη κοινωνία. Όχι ζούγκλα, όπως είμαστε τώρα.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΝ ΤΙΜΕ Σαββατοκύριακο στις 28/5

Google News icon
Ακολουθήστε την ontime24 στο Google News!