Μπριζίτ Μπαρντό: Το απόρθητο κάστρο της «Μπεμπέ»
Μια ζωή αφιερωμένη στα ζώα, μακριά από τον κόσμο, που αρνείται να κατανοήσει
Στα 90 χρόνια της, η εμβληματική σταρ Μπριζίτ Μπαρντό επιμένει να ζει στη βίλα «Madrague», το καταφύγιο που έγινε σύμβολο της ανυποχώρητης φύσης της.
Η απόλυτη θεότητα των δεκαετιών του ’50 και του ’60 επέλεξε πριν από δεκαετίες για μόνιμη κατοικία την Κυανή Ακτή. Εκεί απέκτησε το σπίτι που θα γινόταν συνυφασμένο με το μύθο της, το μελλοντικό της καταφύγιο μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και έναν κόσμο που άρεσε ολοένα και λιγότερο στην εμβληματική σταρ, η οποία γιόρτασε φέτος τα 90 χρόνια της.
Η Μπριζίτ Μπαρντό αγόρασε τη «Madrague» το 1958, κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος από τα γυρίσματα. Ο μοναδικός συμβολαιογράφος στο Σεν Τροπέ άνοιξε μάλιστα το γραφείο του Κυριακή, προκειμένου να κλείσει τη συμφωνία. Το σπίτι, κρυμμένο μέσα σε καλάμια, λεβάντες και πεύκα, σε έναν χωματόδρομο στο ένα άκρο του κόλπου Canoubiers -μακριά από τα πλήθη που σύντομα θα κατέλυαν στην Κυανή Ακτή- ανήκε σε μια ηλικιωμένη γυναίκα και βρισκόταν σε κακή κατάσταση, αφού έμοιαζε περισσότερο με παράγκα ψαρά παρά με εξοχικό.
Η Μπαρντό φρόντισε να συνδέσει το ακίνητο με νερό, φυσικό αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ έφερε μαζί της και τον τότε αρραβωνιαστικό της. Τα πρώτα χρόνια, οι μέρες της εκεί περνούσαν με συντροφιές, τσιγγάνικες φορεσιές και χορούς στην αμμουδιά, αντικατοπτρίζοντας το ανέμελο πνεύμα της εποχής.
Το 1973 ωστόσο, η σταρ αποσύρθηκε για πάντα από τον κινηματογράφο και η «Madrague» μεταμορφώθηκε στο φρούριό της. Έγινε επίσης το καταφύγιο για εκατοντάδες αδέσποτα κατοικίδια, στα οποία η σταρ αφιέρωσε τη μετέπειτα ζωή της, ασχολούμενη αποκλειστικά με την προστασία των ζώων. Άφησε το χρόνο να αλλάξει την εικόνα της χωρίς καμία προσπάθεια από την ίδια να τον ξεγελάσει, επιδεικνύοντας μοναδική αδιαφορία για τις συμβάσεις της ομορφιάς και της δημόσιας εικόνας.

Σήμερα, η 90χρονη Μπαρντό ζει πάντα στη «Madrague» με το σύζυγό της, Μπερνάρ ντ’ Ορμάλ, πρώην επιχειρηματία. Οι επισκέπτες είναι σπάνιοι, καθώς η κυρία του σπιτιού δεν επιθυμεί την παρουσία τους. Η «Madrague» είναι πλέον προστατευμένη από έναν τοίχο με άγρια βότανα και λουλούδια, που κρατούν μακριά τα αδιάκριτα βλέμματα.

Στην εξωτερική πλευρά της μάντρας υπάρχει μια μικρή γούρνα για αδέσποτους σκύλους, με νερό που ανανεώνεται συνεχώς, μια μικρή ένδειξη της μεγάλης της αγάπης για τα ζώα. Στο εσωτερικό, η επίπλωση είναι εκλεκτικά μποέμ και με κάποιον τρόπο «παγωμένη» στο χρόνο. Μια ντουζίνα σκύλοι και γάτες περιφέρονται στο κτήμα, ενώ στον κήπο, κάτω από ξύλινους σταυρούς, αναπαύονται τα ζωάκια της Μπαρντό που έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια.

Η σταρ, άλλωστε, έχει παραδεχτεί πως αγάπησε τα κατοικίδιά της περισσότερο από τους ανθρώπους της ζωής της. Η «Μπεμπέ» ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη γνώμη των άλλων, είτε όταν προκαλούσε τα χρηστά ήθη με την όλο σεξουαλικότητα εμφάνιση της νεότητας της, ούτε όμως και κατόπιν, με τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις της. Είχε περιγράψει στην αυτοβιογραφία της πως όταν ήταν έγκυος στο γιο της, μια εγκυμοσύνη που η ίδια δεν ήθελε, αισθανόταν πως είχε μέσα της έναν καρκινικό όγκο που μεγάλωνε.

Δεν έκρυψε ποτέ την υποστήριξή της στον Ζαν Μαρί Λε Πέν, αρχηγό του ακροδεξιού κόμματος Εθνικού Μετώπου, μια θέση την οποία κληρονόμησε και η κόρη του, Μαρίν. Στην πρώτη της συνέντευξη έπειτα από δέκα χρόνια, τον περασμένο Μάιο, η Μπαρντό για ακόμη μία φορά έδειξε ότι δεν την ενδιαφέρει καθόλου να είναι συντονισμένη με το πνεύμα της εποχής: απέρριψε ξανά το κίνημα του MeToo, τόνισε πως δεν ήταν φεμινίστρια ποτέ, γιατί πάντα αγαπούσε τους άντρες, και δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο 21ος αιώνας δεν είναι καθόλου του γούστου της. Μια εμβληματική μορφή που παραμένει πιστή στον εαυτό της, αψηφώντας τις επιταγές της εποχής.
Μπριζίτ Μπαρντό: Σύμβολο του σεξ
Η πορεία της Μπριζίτ Μπαρντό είναι πολύ πιο σύνθετη από την εικόνα της ως σειρήνα των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Γεννημένη ως Μπριζίτ Αν-Μαρί Μπαρντό στις 28 Σεπτεμβρίου 1934 στο Παρίσι, η πρώιμη ζωή της διέφερε αρκετά από την επαναστατική περσόνα που αργότερα ενσάρκωσε. Μεγάλωσε σε μια αυστηρή, καθολική οικογένεια της ανώτερης μεσαίας τάξης. Ο πατέρας της, Λουί Μπαρντό, ήταν βιομήχανος και η μητέρα της, Αν-Μαρί Μισέλ, προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια. Από νεαρή ηλικία, η Μπριζίτ έδειξε κλίση στις τέχνες. Την προσέλκυε ιδιαίτερα ο χορός και έγινε δεκτή στο περίβλεπτο Ωδείο του Παρισιού στην ηλικία των 13 ετών, όπου σπούδασε μπαλέτο για τρία χρόνια. Αυτή η αυστηρή κλασική εκπαίδευση της ενστάλαξε τέτοια πειθαρχία και χάρη που αργότερα θα καθόριζαν τη φυσική της παρουσία στην οθόνη, ακόμα κι αν επέλεξε μια πιο αντισυμβατική πορεία.
Η εντυπωσιακή ομορφιά της έγινε αντιληπτή νωρίς. Στα 15 της, έκανε μόντελινγκ για το περιοδικό «Elle», το οποίο τράβηξε την προσοχή ενός νεαρού σκηνοθέτη, του Ροζέ Βαντίμ. Αυτή η συνάντηση ήταν κομβική. Ο Βαντίμ θα γινόταν αργότερα ο πρώτος της σύζυγος και ο σκηνοθέτης της ταινίας που την εκτόξευσε στη διεθνή φήμη.
Η υποκριτική καριέρα της Μπαρντό ξεκίνησε το 1952, αλλά ήταν η ταινία του Βαντίμ το 1956 «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», που την έκανε παγκόσμιο φαινόμενο. Σε αυτή την ταινία, ο χαρακτήρας της Μπαρντό, η Ζιλιέτ, ενσάρκωνε ένα νέο είδος θηλυκής σεξουαλικότητας – απελευθερωμένη, φυσική και ανεπιτήδευτα αισθησιακή. Αυτή η απεικόνιση, σε συνδυασμό με τα εμβληματικά ξανθά μαλλιά της, τα σαρκώδη χείλη και το ατημέλητο στιλ της (ιδιαίτερα τα μπικίνι), αμφισβήτησε τις συντηρητικές νόρμες της εποχής και προκάλεσε τόσο θαυμασμό όσο και οργή. Έγινε το απόλυτο «γατάκι του σεξ» και ένα σύμβολο απελευθέρωσης για πολλές γυναίκες.
Η επιτυχία της δεν περιορίστηκε μόνο στη Γαλλία. Απέκτησε γρήγορα τεράστια δημοτικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως ένα είδος αντι-Μέριλιν Μονρόε, προσφέροντας μια πιο ωμή και επαναστατική γοητεία. Πρωταγωνίστησε σε πάνω από 40 ταινίες, συνεργαζόμενη με αναγνωρισμένους σκηνοθέτες, όπως ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ («Η περιφρόνηση») και ο Λουί Μαλ («Βίβα Μαρία!»). Παρά την τεράστια φήμη της, συχνά εξέφραζε δυσφορία με τη συνεχή παρακολούθηση και τις απαιτήσεις της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Ακτιβίστρια για μια ζωή
Όπως αναφέρθηκε, η Μπαρντό αποσύρθηκε από την υποκριτική το 1973, στην ηλικία των 39 ετών. Αυτή η απόφαση σηματοδότησε μια βαθιά αλλαγή στο σκοπό της ζωής της. Αποσύρθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα φώτα της δημοσιότητας, επιλέγοντας αντ’ αυτού να αφοσιωθεί ολόψυχα στον ακτιβισμό για τα δικαιώματα των ζώων.
Το 1986, ίδρυσε το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό για την Ευημερία και την Προστασία των Ζώων, πουλώντας πολλά από τα προσωπικά της αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων κοσμημάτων και αναμνηστικών ταινιών, για να το χρηματοδοτήσει. Ο ακτιβισμός της υπήρξε ασυμβίβαστος και συχνά αμφιλεγόμενος. Έχει εκστρατεύσει με πάθος κατά του κυνηγιού φώκιας, των ταυρομαχιών, του εμπορίου γούνας και της κατανάλωσης κρέατος αλόγου, μεταξύ πολλών άλλων. Οι άμεσες και συχνά προκλητικές δηλώσεις της την οδήγησαν κάποιες φορές σε νομικά προβλήματα, καθώς έχει αντιμετωπίσει πρόστιμα για υποκίνηση σε φυλετικό μίσος, λόγω της ανοιχτής κριτικής της σε ορισμένες πολιτισμικές πρακτικές που σχετίζονται με την ευημερία των ζώων.
Η αφοσίωσή της στα ζώα είναι αναμφισβήτητη. Ζει σαν ερημίτης στη «Madrague», περιτριγυρισμένη από διασωθέντα ζώα, και συνεχίζει να είναι μια δυναμική συνήγορος των δικαιωμάτων τους, ακόμη και στα 90 χρόνια της. Η μεταμόρφωσή της από μια λαμπερή κινηματογραφική σειρήνα σε μια μαχητική σταυροφόρο των δικαιωμάτων των ζώων είναι μια από τις πιο αξιοσημείωτες αλλαγές πορείας στην ιστορία των διασημοτήτων.