Η κρίση της Victoria’s Secret: Ένα παραμύθι που τελειώνει;
Η κρίση της Victoria’s Secret: Ένα παραμύθι που τελειώνει; Από την κορυφή στην πτώση: Η πορεία ενός θρύλου
Η κρίση της Victoria’s Secret: Ένα παραμύθι που τελειώνει; Η Victoria’s Secret, που γεννήθηκε το 1977 από τους Ρόι και Γκέι Ρέιμοντ, καθιερώθηκε ως συνώνυμο των πιο σέξι εσωρούχων, με διαφάνειες και «κοψίματα» που απογείωναν τη λίμπιντο. Η ιστορία της ξεκίνησε με ένα κερδοφόρο κατάστημα, που σύντομα ακολούθησαν άλλα τέσσερα.
Η κρίση της Victoria’s Secret: Ένα παραμύθι που τελειώνει;
Το 1982, ο Λεξ Βέρνερ εξαγόρασε την εταιρεία και την μετέτρεψε σε κολοσσό, επεκτείνοντάς την σε XXL αμερικανικά πολυκαταστήματα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με 350 καταστήματα και πωλήσεις άνω του 1 δισ. δολαρίων, αναδείχθηκε η Νο1 φίρμα λιανικής πώλησης εσωρούχων στις ΗΠΑ. Το διάστημα 1995-2018, τα θρυλικά ντεφιλέ της και το λανσάρισμα του «miracle bra» την καθιέρωσαν ως χρυσωρυχείο, οδηγώντας σε επέκταση στον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ακόμα και τον Μάιο του 2020, με 1.070 μαγαζιά, παρέμενε στην κορυφή της αμερικανικής αγοράς.
Η Victoria’s Secret δεν ήταν απλώς μια εταιρεία εσωρούχων, αλλά ένας μύθος που «γέννησε» ολόκληρη στρατιά κορυφαίων μοντέλων, τα οποία αποτέλεσαν role models για τις νεότερες γενιές. Ονόματα όπως η Ζιζέλ, η Αντριάνα Λίμα, η Αλεσάντρα Αμπρόσιο, οι αδελφές Τζίτζι και Μπέλα Χαντίντ, η Κάιλι Τζένερ, αλλά και η πρώτη Ελληνίδα «άγγελος», Ανθή Φακιδάρη, συνδέθηκαν άρρηκτα με τη φίρμα.
Ωστόσο, η λάμψη άρχισε να ξεθωριάζει όταν ξέσπασαν σκάνδαλα σεξουαλικής παρενόχλησης υπαλλήλων, τα οποία την πήγαν χρόνια πίσω. Μετά από μια πενταετή περίοδο ανάκαμψης, το 2024 φάνηκε να είναι μια χρονιά-ορόσημο με τη θριαμβευτική της επάνοδο και μια νέα καμπάνια με τα περισσότερα «αγγελάκια». Όμως, η κρίση δεν άργησε να χτυπήσει ξανά, αυτή τη φορά όχι από κάποιο «ροζ» σκάνδαλο.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: η μετοχή της Victoria’s Secret βιώνει μια κατακόρυφη πτώση, με μέσο όρο -43,8% από την αρχή του 2025. Παράλληλα, μια αυστραλιανή εταιρεία διεκδικεί μετ’ επιτάσεως την εξαγορά της, θέτοντας εν αμφιβόλω την ίδια την ύπαρξή της.
Εδώ και τρία χρόνια, οι επικεφαλής της φίρμας βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με τον ακτιβιστή μέτοχο Μπρετ Μπλάντι σχετικά με τη στρατηγική ανάπτυξης και την αύξηση των αποδόσεων. Πλέον όμως, βρίσκονται σε αμυντική θέση απέναντί του. Η φίρμα ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προστατευτεί από οποιονδήποτε επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την πτώση της μετοχής, αγοράζοντας μετοχές σε τιμές που δεν αντανακλούν την πραγματική τους αξία.
Για να αποτρέψει την απόκτηση ελέγχου από τον Μπλάντι, ο οποίος ήδη από τον Φεβρουάριο είχε δείξει τάσεις ενεργούς εμπλοκής στη στρατηγική της, η διοίκηση εφάρμοσε τον μηχανισμό του «δηλητηριώδους χαπιού» (poison pill). Αυτό το μέτρο ενεργοποιείται εάν κάποιος αποκτήσει το 15% ή περισσότερο των κοινών μετοχών που κυκλοφορούν. Ο Μπλάντι έχει ήδη αυξήσει τη συμμετοχή του στο 13% από τον Μάρτιο, καθιστώντας τον δεύτερο μεγαλύτερο μέτοχο μετά την BlackRock Fund Advisors (14%). Η επικεφαλής της εταιρείας, Ντόνα Τζέιμς, δήλωσε πως το σχέδιο δικαιωμάτων αποσκοπεί στην «προστασία των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των μετόχων».
Την ίδια στιγμή, η εταιρεία βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα σοβαρό περιστατικό κυβερνοασφάλειας, που οδήγησε στην απενεργοποίηση της επίσημης ιστοσελίδας της στις ΗΠΑ. Η πλατφόρμα ηλεκτρονικών αγορών αντικαταστάθηκε από μια μαύρη οθόνη με ανακοίνωση για το περιστατικό. Μια τόσο εκτεταμένη διακοπή λειτουργίας, που παγώνει τις ηλεκτρονικές πωλήσεις (οι οποίες το 2024 απέφεραν 2 δισ. δολάρια, περίπου το ένα τρίτο των συνολικών εσόδων), μπορεί να αποβεί μοιραία. Σύμφωνα με ειδικούς, οι κυβερνοεπιθέσεις γίνονται πιο σύνθετες χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη, με τους χάκερ να έχουν πλέον το προβάδισμα. Οι λιανέμποροι στις ΗΠΑ αποτελούν πλέον συχνούς στόχους οργανωμένων κυβερνοεγκληματικών ομάδων, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Marks & Spencer στην Αγγλία, με απώλειες που άγγιξαν τα 300 εκατ. λίρες.