Αναστάσιος: Ο Αρχιεπίσκοπος των… πάντων
Ένας φωτισμένος επίσκοπος που έφερε την ανάσταση στην Εκκλησία της Αλβανίας
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος δεν είχε ανάγκη προβολής ούτε ιδιαίτερων συστάσεων. Μιλούν άλλοι γι’ αυτόν σε παγκόσμιο επίπεδο και κυρίως για το έργο του. Η φήμη του έχει εξαπλωθεί πέραν του ορθοδόξου χριστιανικού κόσμου και ο ίδιος δικαίως συγκαταλέγεται στις δέκα πιο ισχυρές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής μας.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που οι αναφορές στην προσωπικότητα του μακαριότατου διανθίζονται από χαρακτηρισμούς όπως «ευρυμαθέστατος», «ανήσυχο και ευρύ πνεύμα», «φωτισμένος επίσκοπος», «σύγχρονος διαφωτιστής», «συναρπαστικός αφηγητής», «έξοχος ομιλητής», «ήρεμος και μελίρρυτος συνομιλητής», «άγιος άνθρωπος». Γι’ αυτό και έχει προταθεί από την Ακαδημία Αθηνών και από πολλές διεθνείς προσωπικότητες για το Νόμπελ Ειρήνης, ενώ είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Για την αιώνια ειρήνη
Γεννημένος σε μια θρησκευόμενη οικογένεια στον Πειραιά, στις 4 Νοεμβρίου 1929, ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ως νέος, έδειξε ενδιαφέρον για την επιστήμη, η οπτική του όμως άλλαξε έπειτα από τέσσερα χρόνια ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα, που έφερε φόβο, καταστροφή και τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, συνειδητοποίησε ότι ο μόνος τρόπος για να κατανοηθεί η δυστυχία ήταν να εργαστεί για την αιώνια ειρήνη, το είδος της ειρήνης που μπορεί να προέλθει μόνο από τον Ιησού Χριστό. Έχει αφιερώσει τη ζωή και την καριέρα του στην εκπλήρωση της εντολής του Χριστού.
Όταν ο Αναστάσιος χειροτονήθηκε, πήγε στην Αφρική. «Το ίδιο βράδυ της ημέρας που χειροτονήθηκα ιερέας, τον Μάιο του 1964, πέταξα στην Ουγκάντα, την οποία σκεφτόμουν τόσο συχνά και με τέτοια λαχτάρα. Είχα σκεφτεί ότι η Αφρική θα ήταν το σπίτι μου για το υπόλοιπο της ζωής μου. Αλλά η ελονοσία έβαλε τέλος στο όνειρο εκείνο… Ήταν η πρώτη μου εμπειρία του να είμαι κοντά στο θάνατο. Θυμάμαι τη φράση που σχηματίστηκε στο μυαλό μου όταν σκέφτηκα ότι θα πεθάνω: “Κύριέ μου, ξέρεις ότι προσπάθησα να σε αγαπώ”. Kοιμήθηκα και την επόμενη μέρα ένιωθα καλά! Υπήρξε μια δεύτερη επίθεση, όταν πήγα στη Γενεύη για να παρακολουθήσω ένα ιεραποστολικό συνέδριο. Ευτυχώς, οι γιατροί εκεί ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν την ασθένεια και ήξεραν πώς να την αντιμετωπίσουν. Όταν ήμουν αρκετά καλά ώστε να φύγω από το νοσοκομείο, είπαν ότι πρέπει να ξεχάσω την επιστροφή μου στην Αφρική» έχει αποκαλύψει ο ίδιος.
Ο Αρχιεπίσκοπος επέστρεψε στις σπουδές του, αλλά δεν ξέχασε την Αφρική. Με υποτροφία, συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, από το 1965 έως το 1969. Ειδικεύτηκε στην ιστορία της θρησκείας, αλλά επίσης σπούδασε εθνολογία, ιεραποστολική, σε συνδυασμό με αφρικανικές σπουδές.
Το 1969, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κάλεσε τον Αναστάσιο να δεχτεί μια θέση στην Επιτροπή για την Παγκόσμια Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό ως «γραμματέας έρευνας και σχέσεων με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες». Αργότερα έγινε ο πρώτος ορθόδοξος συντονιστής της Επιτροπής (1984- 91) που προήδρευσε της Παγκόσμιας Διάσκεψης για την Ιεραποστολή στο Σαν Αντόνιο (1989).
Ο δρόμος για την Αλβανία
Τον Ιανουάριο του 1991, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε την επανεγκαθίδρυση της Εκκλησίας της Αλβανίας. Δύο μήνες μετά τα 61α γενέθλιά του, ο Αναστάσιος έλαβε ένα τηλεφώνημα από το Πατριαρχείο με το ερώτημα εάν θα πήγαινε στην Αλβανία ώστε να εξακριβώσει εάν είχε απομείνει κάτι από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αρχικά, δεν επρόκειτο για μόνιμη αποστολή, παρά μόνο για να διαπιστώσει εάν και πώς η τοπική Εκκλησία θα μπορούσε να αναβιώσει.
Ο Αναστάσιος εξηγεί: «Μόνο αργότερα ρωτήθηκα από τις αρχές του Πατριαρχείου εάν θα ήμουν πρόθυμος να αποδεχτώ την εκλογή σε Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας. Έπειτα από μια περίοδο περισυλλογής και προσευχής, ήμουν ανοιχτός, υπό τρεις όρους: Ότι θα έπρεπε να είναι σαφές πως αυτή ήταν η επιθυμία των ορθοδόξων στην Αλβανία. Ότι αυτή ήταν η επιθυμία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ότι οι αλβανικές αρχές θα αποδέχονταν αυτή την απόφαση. Διαφορετικά, η κατάσταση της Εκκλησίας θα ήταν μόνο πιο δύσκολη. Η απάντησή μου ήταν πολύ λιγότερο από “ναι”! Ήμουν σαν τον Ιωνά που έψαχνε για μονοπάτι διαφυγής! Αλλά μέσα στην προσευχή μου έλεγα: “Γενηθήτω το θέλημά σου”».
«Οι oρθόδοξοι πράγματι με πίεζαν να μείνω. Πώς θα μπορούσα να τους αρνηθώ; Πώς θα μπορούσα να πω ότι είχα ένα διαφορετικό σχέδιο για το υπόλοιπο της ζωής μου; Προσεύχονταν για μένα κάθε μέρα. Το να παραμείνω στην Αλβανία θα σήμαινε ότι θα έβαζα στην άκρη όλες τις ιδέες που είχα για το τι θα έκανα με το υπόλοιπο της ζωής μου. Είχα στο νου μια ειρηνική συνταξιοδότηση στην Ελλάδα, δίνοντας διαλέξεις στο πανεπιστήμιο και γράφοντας βιβλία» προσθέτει και συνεχίζει: «Ήταν σημαντικό για μένα όχι μόνο να μάθω αλβανικά, αλλά να φροντίσω ώστε κάθε φορά που λέω κάτι, να το λέω όχι μόνο με έναν τρόπο που μπορεί να γίνει κατανοητό, αλλά να το λέω καλά».
Το φιλόδοξο σχέδιό του
«Η ανοικοδόμηση εκκλησιών συχνά συνεπάγεται περισσότερο από ένα απλό κτίριο για τη λατρεία. Όταν χτίζουμε ή αποκαθιστούμε μια εκκλησία ή ένα μοναστήρι, συχνά πρέπει επίσης να ξαναφτιάξουμε το δρόμο. Με όλα τα κατασκευαστικά της έργα, η Εκκλησία έχει καταστεί ένας σημαντικός παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη της Αλβανίας. Είμαστε ένας από τους πιο σοβαρούς επενδυτές της Αλβανίας και δημιουργός θέσεων εργασίας» έχει δηλώσει.
Το πιο φιλόδοξο σχέδιο του Αναστάσιου, το οποίο θεωρεί ως το επιστέγασμα της αποστολής του στην Αλβανία, ήταν να ξαναχτίσει έναν ορθόδοξο καθεδρικό ναό στα Τίρανα για να αντικαταστήσει αυτόν που κατεδαφίστηκε από την κομμουνιστική κυβέρνηση. Το όνομα που επέλεξε για το ναό ενσαρκώνει ό,τι κατάφερε να επιτύχει για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αλβανία και τον αλβανικό λαό: την ανάσταση!
Ο επίσημος τίτλος του ήταν Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, αλλά μερικές φορές ο Αναστάσιος αποκαλείτο «Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάντων». «Είμαι Αρχιεπίσκοπος όλων. Για εμάς, κάθε άνθρωπος είναι αδελφός ή αδελφή. Η Εκκλησία δεν υπάρχει μόνο για τον εαυτό της. Είναι για όλους τους ανθρώπους» είχε πει ο ίδιος.
Ο Αρχιεπίσκοπος ανακάλυψε αμέσως μετά την άφιξή του στην Αλβανία, το 1992, ότι ο ρόλος του δεν ήταν απλώς να ηγηθεί της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκεί. «Θα πρέπει να λάβετε υπόψη ότι η Αλβανία είχε πολύ μικρή εμπειρία του να είναι μια ανεξάρτητη χώρα και ακόμη λιγότερη εμπειρία της ελευθερίας». Κατά την κομμουνιστική εποχή, από το1945 έως το 1990, η Αλβανία έγινε η μόνη χώρα στον κόσμο που απαγόρευσε κάθε θρησκευτική πρακτική. Και μόνο αν έκανε κανείς το σημείο του σταυρού μπορούσε να οδηγηθεί στη φυλακή. Κάθε εκκλησία, τζαμί και συναγωγή καταστράφηκαν ή υπέστησαν μετατροπές με σκοπό την κοσμική χρήση, καθώς οι Αλβανοί, οι οποίοι τώρα αριθμούν 3.000.000, ήταν απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο.
Όταν έφτασε ο Αναστάσιος, βρήκε 1.600 κατεστραμμένες εκκλησίες και μόνο 22 ηλικιωμένους ιερείς εν ζωή, από τους 440 που υπηρετούσαν στην Αλβανία πριν από τον κομμουνισμό. Όπως έχει πει, έβλεπε την απελπισία στα πρόσωπα των Αλβανών: «Σκέφτηκα: Ποιος θα βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους; Ποιος θα τους δώσει ελπίδα; Είπα στον εαυτό μου: Αν έχεις πίστη, μείνε και αγωνίσου. Αν δεν έχεις, πήγαινε σπίτι». Έτσι, έμεινε. Στη δεκαετία που ακολούθησε, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος πάλεψε για να ξεπεραστούν αιώνες εθνικής και θρησκευτικής εχθρότητας, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα Εκκλησία για το έθνος.
Ο ίδιος έχει τονίσει: «Περίπου 150 νέες εκκλησίες (μεγάλες σε μέγεθος και μικρές) έχουν ανεγερθεί, 60 εκκλησίες και μοναστήρια, που ορίστηκαν ως πολιτιστικά μνημεία, έχουν ανακαινιστεί και αποκατασταθεί και οι 160 εκκλησίες έχουν επισκευαστεί. Περισσότερα από 70 κτίρια αγοράστηκαν, χτίστηκαν και ανακατασκευάστηκαν για να φιλοξενήσουν παιδικούς σταθμούς, σχολεία, κέντρα νεότητας, κέντρα υγείας, μητροπολιτικές έδρες, σπίτια φιλοξενίας, εργαστήρια, συσσίτια κ.λπ. Συνολικά, υπήρξαν περισσότερα από 460 κατασκευαστικά έργα».
Γυναίκες στην ιερατική σχολή
Το εκπαιδευτικό έργο με στόχο την προετοιμασία ανδρών και γυναικών για τη διακονία στην Εκκλησία κατέστη μόνιμη μέριμνα. «Όπως θα έχετε παρατηρήσει, δεν υπάρχουν μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες στην ιερατική σχολή, ίσως το ένα τρίτο των εγγραφών. Κάποτε η αποστολή των γυναικών ήταν κατά κύριο λόγο στο σπίτι, αλλά τώρα συμμετέχουν στο δημόσιο βίο και η Εκκλησία πρέπει να αξιοποιήσει τα χαρίσματά τους. Οι γυναίκες επιτελούν μια άλλη μορφή εκκλησιαστικής διακονίας. Θα είχαμε επιτύχει πολύ λιγότερα χωρίς αυτές» έχει υπογραμμίσει.
Τα προβλήματα υγείας
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος νοσηλεύονταν στην Εντατική του «Ευαγγελισμού», καθώς αντιμετώιζε πολλά προβλήματα υγείας, για τα οποία έχει πει: «Εγώ δεν κληρονόμησα, δεν παρέλαβα ένα θρόνο, αλλά ένα σταυρό. Ήμουν σε μια χαράδρα και κατόπιν ο Θεός έδειχνε ένα μονοπάτι και ανεβαίναμε πάλι σε ένα ξέφωτο. Και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτό. Αυτό που με στήριζε είναι η αίσθηση ότι δεν έκανα κάτι για τον εαυτό μου, αλλά είχα μια αποστολή. Στη ζωή την ανθρώπινη δεν πηγαίνουν όλα ομαλά. Η πορεία μας είναι σαν τα δικά μας τα βουνά, τον Παρνασσό, που έχουν χαράδρες, κορυφές, ξέφωτα. Αυτή είναι η ζωή μας και αυτή είναι η ομορφιά. Να ξέρει κανείς ότι κάθε μέρα αντιμετωπίζεις το τέλος και να λες “Θεέ μου, στα χέρια σου είμαι” και να συνεχίζεις. Έτσι καταλαβαίνεις και τους άλλους. Αλίμονο στους ανθρώπους που δεν έχουν πονέσει, δεν έχουν περάσει δυσκολίες. Είναι σκληροί, γιατί μόνο ο πόνος μάς κάνει να καταλαβαίνουμε τους άλλους και να είμαστε πιο ώριμοι. Αλλά οι αρρώστιες δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Είναι άλλες δυσκολίες που έρχονται από το στενό περιβάλλον, που μπορεί να σε οδηγήσουν σε κάμψη και απογοήτευση. Από εκεί που περιμένεις μια βοήθεια, δεν έρχεται, έρχεται το αντίθετο ή από εκεί που έχεις βοηθήσει τόσο πολύ, έρχεται η αγνωμοσύνη. Όλα αυτά κουράζουν, αλλά πιστεύω ότι και ωριμάζουν τους ανθρώπους. Μας δείχνουν ότι πρέπει να είμαστε ελεύθεροι από την απαίτηση ευγνωμοσύνης απέναντι στον άλλο. Να προσφέρουμε την ευχαριστία μας, αλλά να μην έχουμε την απαίτηση να μας δίνουν ευγνωμοσύνη. Η ελευθερία από την πικρία, από την αγανάκτηση, από το παράπονο είναι πολύ ουσιαστικές μορφές ελευθερίας».
Όλα τα viral video εδώ.