Οργάνωση… άλλου επιπέδου διακατείχε μία συμμορία, μία εγκληματική οργάνωση 37 μελών, εκ των οποίων οι 25 έπεσαν στα χέρια των Αρχών κατά τη διάρκεια επιχείρησης την περασμένη Τρίτη (27/11). Η οργάνωση είχε στήσει τρία τηλεφωνικά κέντρα μέσω των οποίων είχε διαπράξει πάνω από 600 απάτες, οι οποίες απέφεραν το ποσό, των σχεδόν τριών εκατομμυρίων ευρώ!
Την επιχείρηση έφερε εις πέρας η Ασφάλεια Αθηνών της Διεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Αττικής. Σχηματίστηκε δικογραφία κατά περίπτωση για τα 37 άτομα, για τα εξής αδικήματα: διεύθυνση και συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση απάτες και απάτες με υπολογιστή, μέσω της παράνομης πρόσβασης σε ηλεκτρονικά τραπεζικά δεδομένα, παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής, πλαστογραφία και πλαστογραφία πιστοποιητικού, αντιποίηση, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, παράβαση της νομοθεσίας για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, περί εξαρτησιογόνων ουσιών και περί όπλων.
Η οργάνωση είχε στήσει τρία τηλεφωνικά κέντρα – αρχηγεία στο Ζευγολατιό, στα Εξαμίλια και στο Άργος, ωστόσο δρούσε χωρίς περιορισμό σε όλη την Ελλάδα! Με τρεις διαφορετικές μεθόδους διαπιστώθηκαν 656 διαφορετικές απάτες που απέφεραν το ποσό των 2.955.804 ευρώ, από τον Οκτώβριο του 2022 μέχρι και σήμερα.
Τα τηλεφωνικά κέντρα και οι τρεις μέθοδοι
Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, με ορμητήριο τα τρία τηλεφωνικά κέντρα πραγματοποιούσαν απάτες, είτε πουλώντας δήθεν οχήματα αρπάζοντας προκαταβολές, είτε προφασιζόμενοι πως ήταν λογιστές ή εφοριακοί που ενημέρωναν τους πολίτες πως δήθεν δικαιούνταν λ.χ. επιστροφή φόρου, είτε «χτυπώντας» μικρές επιχειρήσεις ζητώντας από τους ιδιοκτήτες τους, τάχα ν’ αναβαθμίσουν την ταμειακή μηχανή τους.
Μεθοδολογία 1η
Αφορούσε την ανάρτηση σε διαδικτυακές πλατφόρμες εικονικές αγγελίες, που αφορούσαν την πώληση αυτοκινήτων και αγροτικών μηχανημάτων, σε πολύ χαμηλή και δελεάζουσα τιμή, για να προσελκύσουν έτσι το ενδιαφέρον πληθώρας υποψηφίων αγοραστών, ζητώντας προκαταβολή από τους ενδιαφερόμενους αγοραστές προκειμένου να έρθουν σε συμφωνία.
Μεθοδολογία 2η
Αφορούσε τηλεφωνικές κλήσεις από τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενοι υπαλλήλους δημοσίων φορέων προς πολίτες με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων. Με το πρόσχημα να παραλάβουν το χρηματικό ποσό άμεσα, τα υποψήφια θύματα καθοδηγούνταν από τα μέλη της οργάνωσης σε ενέργειες για την απόσπαση των χρηματικών τους ποσών.
Μεθοδολογία 3η
Αφορούσε τηλεφωνικές κλήσεις από τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενοι υπαλλήλους του συνεργαζόμενου λογιστικού γραφείου των υποψήφιων θυμάτων, οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες ή εργαζόμενοι περίπτερων και μίνι-μάρκετ και με πρόφαση ότι πρέπει να αναβαθμίσουν το σύστημα της ταμειακής μηχανής, έπειθαν τους τελευταίους να εκδίδουν προπληρωμένες κάρτες και να ανακοινώνουν στα μέλη της οργάνωσης τον κωδικό τους.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, συνελήφθησαν 25 φερόμενα μέλη της οργάνωσης, ενώ βρέθηκαν και κατασχέθηκαν πλήθος τραπεζικών καρτών, τραπεζικών βιβλιαρίων, ηλεκτρονικών συσκευών και τηλεφωνικών συνδέσεων, οπλισμός, πιστόλι φωτοβολίδων, tazer, πλήθος οχημάτων, χρηματικό ποσό και ποσότητες ναρκωτικών ουσιών. Άπαντες οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών.
Πως άρπαζαν τα χρήματα
Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, όταν στηνόταν η εκάστοτε κομπίνα από τα τηλεφωνικά κέντρα, προχωρούσε η διαδικασία της περισυλλογής των χρημάτων μέσω των money mules:
«Όταν κάποιο χρηματικό ποσό κατατίθενται από παθόντα, απορροφάται από τον αρχικό λογαριασμό μέλους της οργάνωσης άμεσα, είτε με μεταφορά σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό μέσω e-banking και την άμεση ανάληψη του ποσού, είτε ομοίως σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό μέσω e-banking και εν συνεχεία τα προερχόμενα από την εγκληματική τους δραστηριότητα έσοδα μεταφέρονται άμεσα σε έτερους τραπεζικούς λογαριασμούς. Επίσης, αρκετές φορές πραγματοποιούσαν άμεσες αγορές μέσω των τραπεζικών λογαριασμών στο διαδίκτυο, «εξαργυρώνοντας» τα χρήματα σε προϊόντα αξίας για πιθανή μεταπώληση.
Η ανεύρεση και εν συνεχεία η στρατολόγηση των δικαιούχων τραπεζικών λογαριασμών γινόταν τόσο από ανώτερα όσο και από κατώτερα σε ιεραρχία μέλη της οργάνωσης, τα οποία αναζητούσαν άτομα που είχαν οικονομική ανάγκη (χρήστες ναρκωτικών ουσιών, άτομα εθισμένα στο τζόγο, επαίτες κ.α.), οι οποίοι παραχωρούσαν τα τραπεζικά στοιχεία τους (money mules), αφού στηρίζονται στις χρηματικές τραπεζικές μεταφορές μέσω των λογαριασμών αυτών, οι οποίες καταγράφονται και είναι ανιχνεύσιμες κατόπιν άρσης του τραπεζικού απορρήτου. Τα άτομα αυτά λαμβάνοντας από 300 έως 500 ευρώ από την οργάνωση, παρέδιδαν τραπεζικά δεδομένα, κάρτες και την ταυτοποιημένη στην τράπεζά τους τηλεφωνική σύνδεση – συσκευή κινητής τηλεφωνίας στην οποία ελάμβαναν τους κωδικούς μιας χρήσης (OTPs) στα μέλη της οργάνωσης. Ακολούθως, τους καθοδηγούσαν να δηλώσουν ψευδώς ότι εκλάπησαν, αφού ολοκληρώνονταν η απάτη και η ανάληψη χρημάτων».
Αξίζει να σημειωθεί πως τα στελέχη της οργάνωσης κατείχαν τα λεγόμενα «πακιστανικά τηλέφωνα» προκειμένου να αποφεύγουν την πιθανή παρακολούθηση, ενώ για να «ξεπλένουν» τα χρήματα προχωρούσαν στην αγορά πολυτελών αυτοκινήτων, ενώ κάποια μέλη έφτασαν στο σημείο να χτίσουν και σπίτια. Από ένα σημείο και έπειτα πάντως τα τηλεφωνικά κέντρα έφτασαν στο σημείο να δουλεύουν… μόνα τους, με τους στρατολογημένους να επιτυγχάνουν στόχους δίχως την άμεση μεσολάβηση ή υπόδειξη των αρχηγών τους.