Οι «κακοί» υδατάνθρακες που οδηγούν στην ανάπτυξη διαβήτη
Οι περισσότερες περιπτώσεις διαβήτη τύπου 2 συνδέονται με κακές διατροφικές επιλογές, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Tufts στη Βοστώνη συνέδεσαν την κακή διατροφή με 14 εκατομμύρια περιπτώσεις διαβήτη τύπου 2 -περίπου το 70% των νέων διαγνώσεων παγκοσμίως- το 2018.
Την μεγαλύτερη επίδραση φάνηκε να έχει η ανεπαρκής πρόσληψη δημητριακών ολικής αλέσεως, το πολύ επεξεργασμένο ρύζι και το σιτάρι και η υπερκατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι η κακή ποιότητα των υδατανθράκων είναι η κύρια αιτία ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 που συνδέεται με τη διατροφή παγκοσμίως και παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις ανά χώρα και με την πάροδο του χρόνου», δήλωσε ο συν-συγγραφέας της μελέτης Δρ. Dariush Mozaffarian, καθηγητής διατροφής στη Σχολή Επιστήμης και Πολιτικής της Διατροφής στο Πανεπιστήμιο Tufts.
«Αυτά τα νέα ευρήματα αποκαλύπτουν κρίσιμους τομείς για εθνική και παγκόσμια εστίαση στη βελτίωση της διατροφής και τη μείωση των καταστροφικών επιπτώσεων του διαβήτη», πρόσθεσε.
Στον διαβήτη τύπου 2, τα κύτταρα του σώματος γίνονται ανθεκτικά στην ινσουλίνη, την ορμόνη που είναι απαραίτητη για τη μετατροπή της τροφής σε καύσιμο για τη λειτουργία του σώματος.
Οι επιστήμονες εξέτασαν δεδομένα από το 1990 μέχρι το 2018, χρησιμοποιώντας ένα ερευνητικό μοντέλο διατροφικής πρόσληψης σε 184 χώρες που αναπτύχθηκε στο Tufts.
Σε όλες τις χώρες που μελετήθηκαν, παρατηρήθηκε αύξηση των περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2 κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού πλαισίου.
Η κακή διατροφή προκαλεί μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής επίπτωσης του διαβήτη τύπου 2 στους άνδρες έναντι των γυναικών, στους νεότερους έναντι των ηλικιωμένων και στους κατοίκους των πόλεων έναντι των κατοίκων της υπαίθρου, σύμφωνα με την έρευνα.
Άλλοι διατροφικοί παράγοντες, όπως η υπερβολική κατανάλωση φρουτοχυμών και η ανεπαρκής πρόσληψη μη αμυλούχων λαχανικών, ξηρών καρπών ή σπόρων, είχαν μικρότερο αντίκτυπο στις νέες περιπτώσεις της νόσου.
Οι ερευνητές εντόπισαν τον μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2 που συνδέονται με τη διατροφή στην Κεντρική Ασία και την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ειδικά στην Πολωνία και τη Ρωσία όπου οι άνθρωποι καταναλώνουν πολλά κόκκινα και επεξεργασμένα κρέατα και πατάτες.
Βρήκαν επίσης υψηλά ποσοστά στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, ειδικά στην Κολομβία και το Μεξικό. Αυτό αποδόθηκε στην υψηλή κατανάλωση ζαχαρούχων ποτών και επεξεργασμένου κρέατος, καθώς και στη χαμηλή πρόσληψη δημητριακών ολικής αλέσεως.
Η διατροφή είχε μικρότερη επίδραση στον διαβήτη τύπου 2 στη Νότια Ασία και την υποσαχάρια Αφρική. Ωστόσο, οι ερευνητές είδαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στον διαβήτη λόγω διατροφής μεταξύ 1990 και 2018 στην υποσαχάρια Αφρική.
Η Ινδία, η Νιγηρία και η Αιθιοπία είχαν τις λιγότερες περιπτώσεις διαβήτη τύπου 2 που σχετίζονται με ανθυγιεινή διατροφή μεταξύ των 30 πιο πυκνοκατοικημένων περιοχών που μελετήθηκαν.
«Αν αφεθεί ανεξέλεγκτος, ο διαβήτης τύπου 2 θα συνεχίσει να επηρεάζει την υγεία του πληθυσμού, την παραγωγικότητα και την οικονομία, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και να οδηγεί σε ανισότητες στον τομέα της υγείας παγκοσμίως», δήλωσε η συν-συγγραφέας Meghan O’Hearn, υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Tufts.