Ελένη Ουζουνίδου αποκλειστικά στην εφημερίδα OnTime: Ο Φιλιππίδης είναι από τους ανθρώπους που προκαλούν τον τρόμο
Έχει μια γλύκα και μια ευγένεια που σε μαγνητίζει. Είναι ένα φωτεινό, καλόκαρδο, ταλαντούχο πλάσμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Ελένη Ουζουνίδου έχει κάνει πολλά χιλιόμετρα στο θέατρο εδώ και είκοσι πέντε χρόνια με sold out παραστάσεις, ενώ και ως Περιστέρα στην τηλεοπτική σειρά «Ποιος Παπαδόπουλος;» στον ΑNT1 έχει κερδίσει τη λατρεία του κοινού.
Ο κόσμος τη θεωρεί τη φίλη της διπλανής πόρτας, καθώς είναι όλη ένα χαμόγελο και έχει μια καλή κουβέντα να τους πει. Σε μια συνέντευξη-ποταμό, μίλησε στην «ΟΝ time» για τα παιδικά της χρόνια στην Κομοτηνή, τους υπέροχους γονείς της και τους σπουδαίους δασκάλους της, που άνοιξαν τους ορίζοντές της, για την «Περιστέρα» και τη «Σίρλεϊ Βάλενταϊν», τις οποίες… απογειώνει με το ταμπεραμέντο της.
Κι ακόμα αναφέρθηκε στο ελληνικό #ΜeToo και τους ανθρώπους του χώρου που διέγραψε, στις συνεργασίες της με τον Δημήτρη Λιγνάδη και τον Πέτρο Φιλιππίδη, στις ανησυχίες της, στις μεγάλες «απώλειές» της και στους φόβους της. Επίσης, είναι ίσως από τις ελάχιστες φορές που μίλησε για το σύζυγό της, ο οποίος στέκει διακριτικά δίπλα της, και για τον έρωτα που άργησε μεν, αλλά ήρθε δυνατός και άλλαξε τη ζωή της.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Γεννήθηκα στην Κομοτηνή. Εκεί, στη Θράκη, ήταν λίγο φτωχικά και ταπεινά, αλλά όλα είχαν την αθωότητα και την αγνότητά τους. Οι γονείς μου, οι οποίοι είναι πλέον συνταξιούχοι δάσκαλοι, μας μεγάλωσαν, εμένα και τον αδελφό μου, με θαυμαστό τρόπο, ισάξια και ισότιμα. Πήραμε πολλή αγάπη και μεγαλώσαμε με πολύ παιχνίδι. Ήταν πολύ όμορφα τα παιδικά μου χρόνια. Πήρα πολύ καλή εκπαίδευση και στο δημοτικό, και στο γυμνάσιο, και στο λύκειο, είχα ανθρώπους που ενδιαφέρονταν πάρα πολύ, τους άρεσε που ήταν εκπαιδευτικοί. Έτσι, παρά το γεγονός ότι μεγάλωσα στην επαρχία, μου «άνοιξε» το μυαλό – και οι γονείς μου φυσικά μεγαλώσανε δύο παιδιά με πολύ ανοιχτό μυαλό. Κάναμε πολλές εκδηλώσεις στο σχολείο, είχαμε κάποιες φιλολόγους οι οποίες ήταν εξαιρετικές, πνευματικοί άνθρωποι, που τους άρεσε πολύ να κάνουμε δρώμενα. Μας έμαθαν ότι μπορούμε να ασχοληθούμε με τη μουσική, τη ζωγραφική, το θέατρο. Είχαμε τέτοιες δραστηριότητες και στο σχολείο. Με αυτό τον τρόπο άρχισαν σιγά σιγά να μου αρέσουν οι τέχνες και περισσότερο το θέατρο. Οι δάσκαλοί μας είχαν προχωρημένα μυαλά και κάναμε παραπάνω πράγματα, δηλαδή θυμάμαι τις δασκάλες μου, την κ. Νικολαΐδου και την κ. Σχοινά, που είχαν πάρει κείμενα από τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη και άλλους μεγάλους ποιητές μας, και σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου στήσαμε μια παράσταση. Στη Γ’ Γυμνασίου τραγουδούσαμε Μαρκόπουλο, απαγγέλλαμε Ελύτη, τέτοια σπουδαία πράγματα. Τότε κατάλαβα ότι έχω καλή φωνή και τραγουδάω ωραία, μου το έλεγαν κιόλας οι καθηγητές μου ότι έχω μια έντονη παρουσία σε όλα αυτά τα δρώμενα, σε παραστάσεις που ανεβάζαμε με Αριστοφάνη, οπότε άρχισε να μου αρέσει πολύ όλο αυτό και να καταλαβαίνω ότι οι τέχνες έχουν ενδιαφέρον.
Τελικά πού περάσατε δίνοντας Πανελλήνιες;
Σε κάτι εντελώς άσχετο με την τέχνη. Σε μια Σχολή Διατροφής στη Θεσσαλονίκη. Αυτή η σχολή που είχα περάσει θα μπορούσε να είναι το «διαβατήριο» απ’ όπου θα έδινα εξετάσεις για να μπω μετά στην Ιατρική. Εγώ όμως, αν θα γινόμουν επιστήμων, ήθελα να γίνω αστροφυσικός, αυτό με ενδιέφερε πάρα πολύ. Ταυτόχρονα, όμως, μπήκα σε μια θεατρική ομάδα όπου και κατάλαβα ότι το θέατρο είναι αυτό που με καλύπτει πάρα πολύ. Έτσι πήρα το θάρρος και έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Η πρώτη φορά που πατήσατε στο θεατρικό σανίδι ως επαγγελματίας πότε ήταν; Τι θυμάστε από αυτή την παράσταση;
Το 1997 τελείωσα το καλοκαίρι τη σχολή και το φθινόπωρο ξεκίνησα πρόβες με το έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Όπως σας αρέσει» -παίχτηκε το 1998- σε σκηνοθεσία του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος Βασίλη Παπαβασιλείου, του μεγάλου αυτού θεατράνθρωπου. Ήταν αυτό που λένε πως η πρώτη αγάπη είναι η πιο δυνατή και δεν ξεχνιέται. Είναι κάτι που δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ! Το θέμα της ελευθερίας μας το δίδαξε μέσα στην παράσταση ο κ. Παπαβασιλείου, να μη φοβόμαστε τα κενά, να μη φοβόμαστε τις ρωγμές μας, να μη φοβόμαστε και παράλληλα να σεβόμαστε. Μας είπε ότι σε αυτές τις ρωγμές, σε αυτά τα κενά, βρίσκεται η ποίηση και η τέχνη. Μας τόνισε ότι το θέατρο είναι ένας τόπος ελευθερίας, έβαλε τη φαντασία μας να δουλέψει, και το δάσος του Άρντεν ήταν φτιαγμένο από χαρτιά υγείας σε αυτή την παράσταση. Ήταν ένας μαγικός τόπος. Κι εγώ βρισκόμουν στον παράδεισό μου, στο όνειρό μου. Ό,τι είχα ονειρευτεί για το θέατρο, το ζούσα κι ήταν πάρα πολύ δυνατό αυτό το συναίσθημα. Ήταν συγκλονιστικό.
Δείχνετε χαμηλών τόνων αλλά, όσο μιλάμε, καταλαβαίνω ότι τελικά είστε χείμαρρος…
Δεν είμαι καθόλου χαμηλών τόνων. Όλοι όσοι με ξέρουν με χαρακτηρίζουν πληθωρική και αρκετά έντονη. Άλλωστε, είμαι Θρακιώτισσα και είμαι δυνατών τόνων (γέλια).
Νιώθετε ότι ήσασταν τυχερή ή το παλέψατε πολύ όταν στα είκοσι επτά σας χρόνια ήρθατε στην Αθήνα;
Ήμουνα πάρα πολύ τυχερή γιατί οι σκηνοθέτες που με είχαν γνωρίσει από το ΚΘΒΕ με πήρανε στις δουλειές τους. Στη συνέχεια είχα την τύχη να γνωρίσω το σπουδαίο Κώστα Τσιάνο, ο οποίος με το που με συνάντησε είπε: «Εγώ αυτή θα την κάνω πρωταγωνίστρια». Μετά βρέθηκε στο δρόμο μου ο αγαπημένος μου Σταμάτης Κραουνάκης, που κι αυτός είπε το ίδιο, και τελικά με κάνανε πρωταγωνίστρια. Ύστερα άρχισα να κάνω μονολόγους με τον αγαπημένο μου δάσκαλο και πολλές φορές σκηνοθέτη μου Θοδωρή Γκόνη. Ήμουν τυχερή, γιατί είδε ένα μονόλογο που κάναμε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος από το Θέατρο του Νέου Κόσμου και αποφάσισε να με πάρει σε μια σπουδαία παράσταση δική του, τον «Κοινό Λόγο». Μετά κάναμε το μονόλογο «Σταματία, το γένος Αργυροπούλου», που παίχτηκε τρία χρόνια και ήταν sold out. Επίσης, ήμουν για δύο χρόνια με την Μπέττυ Αρβανίτη στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, όπου με σύστησε ο άλλος δάσκαλός μου, ο Πέτρος Μάρκαρης. Λατρεμένη μου, η Μπέττυ Αρβανίτη. Τι πλάσμα είναι αυτό! Ήμασταν στο θίασό της και δεν αισθανθήκαμε ποτέ ότι έχουμε να κάνουμε με μια θιασάρχη. Είναι φίλη μας. Σπουδαίος άνθρωπος. Κι έτσι, η τύχη ήταν με το μέρος μου.
Αφοσιωθήκατε στο θέατρο και η τηλεόραση ήρθε πολύ αργότερα στη ζωή σας. Ανάμεσα σε όσα κάνετε τηλεοπτικά, τη μεγάλη αναγνωρισιμότητα την κερδίσατε με τη γλυκιά Περιστέρα, την οποία παίζετε στη σειρά «Ποιος Παπαδόπουλος;» στον ANT1.
Μα είναι σαν τσουρεκάκι, δεν είναι; Είναι η κλασική Ελληνίδα μανούλα -με αυτή την επιμέλεια που έχει κάνει η Κατερίνα Παπανικολάου στις ενδυματολογικές επιλογές-, αυτή η παλαιού τύπου γλυκιά μανούλα, κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον ως ρόλος.
Δανείζομαι την πολύ γλυκιά λέξη «τσουρεκάκι», με την οποία παρομοιάσατε την Περιστέρα, και θέλω να σας ρωτήσω αν με αυτό το φιζίκ, ως μια μεσογειακή πληθωρική γυναίκα, νιώθετε ότι χάσατε ρόλους. Ότι περιοριστήκατε.
Όχι, τα έχω κάνει όλα: ενζενί, ενζενί κομίκ, ντάμες… Κάνω πράγματα που άλλες ηθοποιοί μπορεί να μη θέλουν να τα κάνουν, επειδή είναι λίγο περίεργες ηρωίδες (γέλια). Με παίρνει τηλέφωνο η μαμά μου και μου λέει: «Παιδάκι μου, πότε θα γίνετε πλούσιοι κι εσείς σε αυτό το σίριαλ, για να βγάλεις αυτά τα κουρέλια από πάνω σου;» (γέλια). Η μαμά είναι κοκέτα και με είχε συνηθίσει για δύο χρόνια στο «Πέτα τη φριτέζα» με τις σκουλαρικάρες μου, με τα κουστουμάκια μου τα ωραία, οπότε τώρα παραξενεύεται.
Δηλαδή, δεν πιστεύετε ότι το πληθωρικό σας στιλ σας στερεί ρόλους;
Είμαι μια κανονική γυναίκα. Άλλωστε και η τηλεόραση παχαίνει. Απλώς, δεν είμαι «κόκαλο». Ξέρετε, πλέον έχουν ξεπεραστεί αυτά τα πράγματα. Κάποια στιγμή μίλησα με τον Κλέωνα Φυσέκη, που ήταν ενδυματολόγος και στο «Πέτα τη φριτέζα» και στο «Παρουσιάστε», και πριν γνωριστούμε μου είπε: «Medium-large φοράς;». Και του είπα: «Όχι, έχω πάει large-extra large». Και μου λέει: «Τι ωραία!». Του απαντάω: «Ορίστε;». «Ε, μα τι, θα είστε όλες ίδιες; Επιτέλους, να βάλω κι ένα large-extra large, βρε παιδί μου» μου τόνισε. Τώρα βλέπω ότι το «κόκαλο» έχει ξεπεραστεί. Δεν είναι και υγιές.
Όταν σας έδωσαν και διαβάσατε για πρώτη φορά τα κείμενα, πιστέψατε ότι ο ρόλος της Περιστέρας Παπαδοπούλου-Αραμπαντζή θα αγγίξει τον κόσμο; Γιατί ο κόσμος τη λατρεύει.
Ναι, γιατί έχει την αθωότητά της. Είναι από πολύ λαϊκά στρώματα βγαλμένη, ένα κορίτσι το οποίο μεγάλωσε μέσα στις λαϊκές αγορές και βοηθούσε τον πατέρα της που πουλούσε μελιτζάνες. Έχει αυτή την αγνότητα ενός λαϊκού ανθρώπου, είναι σαν να βγαίνει από τη δεκαετία του ’60 κι έχει και την ένταση, και τα πάντα. Όταν διάβασα τα κείμενα ξετρελάθηκα, αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα τελειοποιηθεί, ότι θα γίνει ακόμα καλύτερη από τις εικόνες που μου έρχονταν εμένα στο μυαλό, χάρη στην έμπνευση του σκηνοθέτη μας Βασίλη Μυριανθόπουλου, που διαχειρίζεται κάθε επεισόδιο σαν να είναι μια παλιά ελληνική ταινία. Τι κέφι έχει αυτός ο άνθρωπος! Θαυμαστό!
Έχετε κάποια κοινά στοιχεία με την Περιστέρα; Πλέκετε, μαγειρεύετε;
Πλέκω κι εγώ με το βελονάκι, όταν έχω χρόνο. Τώρα δεν προλαβαίνω να κάνω τίποτα. Μόνο τρέχω. Έχω πολλά κοινά με τον «Θου Βου», το σπουδαίο Θανάση Βέγγο που διαρκώς έτρεχε στις ταινίες του (γέλια).
Και ο τηλεοπτικός σύζυγός σας, ο Γιάννης Παπαδόπουλος (Γιάννης Δρακόπουλος), είναι φοβερός τύπος, παρόλο που κάνει και τις… γλυκές απατεωνιές του. Δεν είστε πολύ ανεκτική μαζί του;
Είναι καλός. Γλυκούλης. Είναι πιστός στην Περιστέρα, παρόλο που εκείνη του βγάζει το λάδι, είναι ονειροπόλος, είναι τεμπελάκος, θα ήθελε να μη δουλεύει, να βγάζει πολλά χρήματα. Και δεν είμαι καθόλου ανεκτική. Τον δέρνω, τον χτυπάω συνέχεια, τον έρημο τον Γιάννη, του ρίχνω φάπες, χαστούκια. Πέφτει παντόφλα (γέλια).
Τι σας λέει ο κόσμος που σας αγαπάει και σας σταματάει στο δρόμο;
Το πιο ωραίο είναι αυτό: «Τι κάνετε, κυρία Παπαδοπούλου; Ξέρετε, κι εμένα με λένε Παπαδόπουλο» (γέλια). Μου έχει μείνει αυτό. Όλος ο κόσμος μού λέει πολύ γλυκά, όμορφα πράγματα.
Πώς νιώσατε με αυτή την απότομη δημοσιότητα που μπήκε στη ζωή σας; Φοβηθήκατε, είναι κάτι που πιστεύετε ότι μπορεί και να σας αλλάξει;
Όχι. Από την πρώτη στιγμή, εδώ και επτά-οκτώ χρόνια που άρχισα να παίζω στην τηλεόραση -και κάθε χρόνο από τότε με κανένα διάλειμμα σχεδόν- δεν έχει αλλάξει τίποτα. Μάλιστα ξεχνιέμαι. Με κοιτάει κάποιος έντονα και δεν πάει το μυαλό μου, αλλά το ωραίο είναι ότι πολλές φορές με κοιτάνε και χαμογελάνε, και μετά ντρέπονται που μου χαμογέλασαν, κι εγώ τους λέω «δεν πειράζει που μου χαμογελάσατε». Μετά μου μιλάνε, κι είναι τόσο γλυκό όλο αυτό.
Παίζετε, μέχρι και αύριο, τον κωμικό μονόλογο του Γουίλι Ράσελ «Σίρλεϊ Βάλενταϊν» στο Θέατρο Νέου Κόσμου. Υποδύεστε μια γυναίκα που κάνει την επανάστασή της και κυνηγάει τα όνειρά της.
Ναι, και είπαμε με τον Μίλτο Σωτηριάδη, που διαχειρίζεται το Θέατρο Νέου Κόσμου, να το ανεβάσουμε για λίγες παραστάσεις, γιατί έχω πολύωρα γυρίσματα, με σκηνοθέτη το λατρεμένο μου Βασίλη Μαυρογεωργίου, σε μετάφραση της Νικολέτας Κοτσαηλίδου που, εκτός από πολύ καλή ηθοποιός, είναι και υπέροχη μεταφράστρια. Μάλιστα, αυτή μας πρότεινε το έργο, το οποίο «έντυσε» μοναδικά με τις μουσικές ο Νίκος Κυπουργός. Πήγε πάρα πολύ καλά -τελειώνουμε αύριο-, αλλά θα το επαναλάβουμε και την επόμενη χειμερινή σεζόν. Είναι υπέροχο έργο, μου αρέσει αυτό το βρετανικό χιούμορ.
Από την κουβέντα μας διαπιστώνω ότι είστε ένας πολύ ευγενής άνθρωπος. Είστε πάντα έτσι; Και πώς αντιδράτε στην αγένεια;
Προσπαθώ να είμαι ευγενής. Τα προηγούμενα χρόνια λίγο σφιγγόμουν και δεν έλεγα τίποτα. Τώρα το ανοίγω το στόμα μου, δεν αντέχω. Εξαγριώνομαι. Είναι μεγάλη μάστιγα η αγένεια. Το καταλαβαίνω ότι δεν ζούμε σε εύκολες εποχές, έχουμε περάσει τα τελευταία χρόνια πολύ σκληρά πράγματα -και σε αυτή την πόλη και σε αυτή τη χώρα-, οπότε υπάρχει ένας εκνευρισμός, μια ένταση, αλλά πιστεύω ότι είναι λάθος ο δρόμος αυτός. Πρέπει να προσπαθούμε να είμαστε ευγενικοί και μετά να γίνουμε επί της ουσίας ευγενικοί. Αλλιώς, τι νόημα έχει η ζωή, αν δεν τη βιώνεις μαζί με άλλους ανθρώπους; Είμαστε εδώ πέρα μαζί και καλό είναι να ζήσουμε χαρούμενοι όλοι. Σε όλους αξίζει και έχουν το δικαίωμα να είναι χαρούμενοι.
Τόσα χρόνια έχετε αντιμετωπίσει αγενείς συμπεριφορές από σκηνοθέτες ή γενικότερα από ανθρώπους του χώρου;
Μου έχει συμβεί, αλλά είναι μόνο το 1%, πάρα πολύ μικρό το ποσοστό. Δεν τους θέλω αυτούς τους ανθρώπους, τους διαγράφω εντελώς από τη μνήμη μου. Είναι σαν να μην υπάρχουν και δεν ξανασυνεργάζομαι.
Σεξουαλική παρενόχληση έχετε δεχτεί;
Όχι.
Πώς βλέπετε αυτό το μεγάλο «κύμα» του ελληνικού #ΜeToo που ξέσπασε εδώ και αρκετό καιρό; Περιμένατε να συμβαίνουν τέτοιες σεξουαλικές κακοποιητικές συμπεριφορές στον καλλιτεχνικό χώρο;
Δεν είναι μόνο σεξουαλικές, είναι και σωματική βία, τα ακούσαμε όλα! Και τους περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους τούς γνωρίζω. Έχω συνεργαστεί μαζί τους. Όχι, δεν περίμενα ότι θα ακούσω τέτοια πράγματα. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ.
Έχετε δουλέψει με τον Δημήτρη Λιγνάδη και τον Πέτρο Φιλιππίδη.
Ναι. Ήταν τυπικές, καλές συνεργασίες. Πολύ παλιά δούλεψα με τον Λιγνάδη και με τον Φιλιππίδη το 2014 ήταν η πρώτη φορά και το 2020 κάναμε πρόβες στο «Zoom» για ένα έργο που τελικά δεν έγινε. Αλλά ειδικά ο Πέτρος Φιλιππίδης είναι ιδιότροπος πολύ. Είναι τελειομανής, έντονος, από τους ανθρώπους που προκαλούν τον τρόμο στους γύρω τους, δηλαδή λες: «Αχ, να είναι τέλειο αυτό, μη θυμώσει!». Καταλάβαινα, δηλαδή, ότι σφιγγόμουν πολλές φορές, πιεζόμουν, εγώ θέλω πιο ήρεμους ανθρώπους για να συνεργάζομαι. Αυτή την πλευρά -αυτά για τα οποία καταδικάστηκε- δεν τη γνώρισα εγώ καθόλου, δεν ήξερα ότι υπάρχει. Δεν έχει συμβεί κάτι μπροστά μου, πέρα από κάτι θυμούς, κάτι ξεσπάσματα, κυρίως σε μικρότερους συναδέλφους, αλλά μέχρι εκεί.
Πιστεύετε ότι το #ΜeToo, όλο αυτό που έγινε με τις αποκαλύψεις και τα δικαστήρια, πλήγωσε το θέατρο ή το βοήθησε;
Είναι πολύ λίγοι αυτοί οι άνθρωποι που έχουν τέτοιου είδους κακές συμπεριφορές ανάμεσα σε τόσους χιλιάδες ηθοποιούς, σκηνοθέτες, μουσικούς κ.λπ. Ίσα ίσα, ενωθήκαμε πάρα πολύ μεταξύ μας, υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλο, είμαστε πολύ ευγενικοί. Κι ακόμα κι όταν εκνευριζόμαστε, έχουμε το νου μας να μην πιέζουμε κανέναν, γιατί είναι μια δύσκολη δουλειά αυτή, πολύωρη, απαιτητική. Κουράζεσαι σωματικά, ψυχικά και πνευματικά, και πολλές φορές μπορεί να κλατάρεις και να πεις μία κουβέντα παραπάνω, αλλά τώρα προσέχουν, όλα γίνονται με αγάπη. Δεν νομίζω ότι το πλήγωσε το θέατρο. Γίνεται ένα ξεκαθάρισμα.
Έχετε πει ότι το νιώθατε, πως η μεγάλη επιτυχία θα σας χτυπούσε την πόρτα λίγο πριν από τα σαράντα. Δηλαδή, είχατε διαίσθηση ότι θα αποκτήσετε σε αυτή την ηλικία μεγάλη δημοσιότητα;
Ναι, κάπως το είχα οργανώσει στο μυαλό μου και έλεγα ότι είναι μια πολύ ωραία ηλικία στα 39-40 μου χρόνια να γίνει όλο αυτό. Κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι τότε θα γίνει ένα «μπαμ».
Κι όχι μόνο έγινε, αλλά ήταν και διπλό «μπαμ», γιατί παράλληλα σας… χτύπησε την πόρτα και ο έρωτας.
Αργότερα ήρθε ο έρωτας.
Και του ανοίξατε. Δεν τον φοβηθήκατε.
Φυσικά και του άνοιξα. Τι να φοβηθώ από τον έρωτα; Μόνο τον έρωτα δεν πρέπει να φοβόμαστε (γέλια).
Αυτό το κομμάτι σας το κρατάτε πολύ προσωπικό. Κάνατε κι έναν κλειστό μυστικό γάμο στο ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στη Νυμφαία, στην Κομοτηνή.
Ήταν ένα μικρός, σεμνός γάμος με τριάντα καλεσμένους, γνωστοί και φίλοι μας που έτυχε να είναι εκείνο το καλοκαίρι στην Κομοτηνή. Απλώς, του συζύγου μου δεν του αρέσει η δημοσιότητα, να βγαίνει φωτογραφίες, έχει έναν τελείως διαφορετικό τρόπο ζωής. Από το 2016 ήμασταν μαζί και το καλοκαίρι του 2019 παντρευτήκαμε.
Τι είναι αυτό που έχει ο σύζυγός σας που σας συμπληρώνει και είναι το πρώτο πράγμα που αγαπάτε και διακρίνατε επάνω του;
Είναι ένας πάρα πολύ γλυκός άνθρωπος. Κι αλλάζει συνέχεια, γίνεται όλο και καλύτερος. Τον θαυμάζω πάρα πολύ, έχει ένα πάρα πολύ έξυπνο μυαλό, είναι πολύ ευαίσθητος, τρυφερό πλάσμα. Αλλά είναι και η πεθερά μου πολύ καλή γυναίκα. Έχει χιούμορ και γελάμε πολύ μαζί. Είναι ένας άγιος άνθρωπος. Τον έμαθε να αγαπάει τις γυναίκες. Είμαι πολύ τυχερή.
Ο σύζυγός σας σας παρακολουθεί στη σειρά;
Ανελλιπώς. Είναι πάρα πολύ περήφανος για μένα. Αν καμιά φορά γράψουν κάτι στο Facebook για κάποια δουλειά όπου συμμετέχω, σχολιάζει και με υποστηρίζει. Μην τυχόν και πουν κακή κουβέντα (γέλια). Με αγαπάει πάρα πολύ.
Έχετε ισορροπήσει και στην επαγγελματική και στην προσωπική σας ζωή.
Ναι, νιώθω πολύ καλά. Ευτυχία. Όμως, όσο περνάει ο καιρός, κουράζομαι από τα πολύωρα γυρίσματα -πολλές φορές και πάνω από δεκαέξι ώρες δουλειάς- και τα Σαββατοκύριακα με τις παραστάσεις και τις πρόβες μετά τα γυρίσματα και μεταμεσονύχτιες μέχρι τις τέσσερις το πρωί, έχω εξαντληθεί και θέλω λίγο να χαλαρώσω το επαγγελματικό κομμάτι, το καλοκαίρι σκοπεύω να ηρεμήσω λίγο. Κι αυτό για να μπορέσω να δω και τον άντρα μου, που τώρα τον βλέπω ελάχιστα, και να πάμε ένα ταξίδι.
Τα όνειρα που κάνατε όταν φτάσατε στην Αθήνα τα αγγίξατε; Είστε ικανοποιημένη;
Και με το παραπάνω.
Νιώθω ότι είστε ένας τυχερός άνθρωπος, καθώς η ζωή σάς έχει φερθεί πολύ όμορφα. Αναρωτιέμαι, μεγάλες «απώλειες» είχατε στη ζωή σας, για τις οποίες να κλάψατε πολύ;
Πάρα πολλές. «Έχασα» την κολλητή μου φίλη από τη Δραματική Σχολή, τον κολλητό μου φίλο, την ξαδέλφη μου και συγκάτοικό μου στη Θεσσαλονίκη – μη σας πω για την περσινή χρονιά που ήταν δραματική. «Έφυγε» ο άντρας της ξαδέλφης μου, η πρώτη μου ξαδέλφη, η κολλητή φίλη της μαμάς μου, που την είχα σαν θεία μου. Πολλοί θάνατοι και έχω κλάψει πολύ.
Νιώθω όμως ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, δεν είστε ο άνθρωπος που θα περάσει κατάθλιψη. Μου βγάζετε έναν άνθρωπο πολύ φωτεινό.
Φωτεινή είμαι, αλλά έχω κι εγώ τις μαύρες μου. Επειδή είμαι εκδηλωτικός άνθρωπος, θα κλάψω, θα πονέσω, θα χτυπηθώ και ό,τι κρατώ μετά μού βγαίνει σε δερματικό, πέρα από το ότι πρήζομαι και φουσκώνω. Παλιά το έριχνα στο φαγητό, τώρα το αντίθετο, αλλά μου βγαίνουν εκζέματα, παθαίνω αναφυλακτικά σοκ.
Τι φοβάστε περισσότερο;
Το μέλλον. Δεν μου φαίνεται φωτεινό, αλλά λίγο σκοτεινό. Ειδικά τα τελευταία χρόνια είναι ξαφνικά σαν να ζούμε πια στο δυστοπικό μέλλον, αυτό που φανταζόμαστε ως μέλλον να είναι τώρα το παρόν μας. Σε αυτή την πόλη, σε αυτή τη χώρα, με φοβίζουν όλες αυτές οι καταστάσεις που ζούμε, που φοβόμαστε να διασχίσουμε την Πειραιώς, που δεν ξέρουμε αν θα είμαστε μάρτυρες σε ένα ξαφνικό ξέσπασμα βίας ενός ανθρώπου που έχει χάσει το σπίτι του, που δεν έχει χρήματα για να βάλει πετρέλαιο να ζεσταθεί, να φάει, να ζήσει τα παιδιά του, το ότι ό,τι είναι δημόσιο και των πολλών κάπως αγνοείται και αρχίζουμε και κλεινόμαστε κι εμείς οι ίδιοι, δεν θέλουμε τους άλλους ανθρώπους. Όλα αυτά, και ο νεοσυντηρητισμός που βλέπω να έρχεται, με φοβίζουν. Όμως αντιστέκομαι σε αυτό το σκοτεινό πράγμα που φαίνεται να έρχεται. Έχει έρθει δηλαδή, αλλά φοβάμαι να μην ολοκληρωθεί. Ενώνω τη φωνή μου με των άλλων ανθρώπων, κατεβαίνω στις πορείες και λέω «θα παλέψω», γιατί πρέπει να το φτιάξουμε σίγουρα καλύτερο το σχέδιο. Να μη γίνουμε σαν κάτι άλλες χώρες που βλέπουμε, που είναι η παρακμή τόσο μεγάλη και που η έλλειψη πνευματικότητας, και ποίησης, και τέχνης, έχει κάνει τους ανθρώπους να είναι πρωτόγονοι, σχεδόν ζώα. Γιατί από αυτό πάσχουμε. Από έλλειψη πνευματικότητας. Βλέπω σκοτάδι. Δεν βλέπω φως. Αλλά επειδή ηθοποιός σημαίνει φως, δηλαδή φωτίζω, προσπαθώ λοιπόν κι εγώ να το φωτίσω αυτό το πρόβλημα και επί σκηνής και εκτός σκηνής. Δεν είμαι όμως πολύ αισιόδοξη.
Ο χρόνος που περνάει σας αγχώνει;
Όχι, καθόλου. Προς το παρόν είμαι μια χαρά, αλλά δεν θέλω να κάνω μπότοξ και υαλουρονικά. Δεν μου αρέσουν κιόλας. Δεν μου αρέσει και το αποτέλεσμα που βλέπω σε άλλες γυναίκες. Λέω, λοιπόν, ότι θα τις αγαπάω τις ρυτίδες μου όταν έρθουν…
Συνέντευξη: Σίσσυ Μενεγάτου
Δημοσιεύτηκε στην έντυπη OnTime στις 10/4