Συμφωνία Ε.Ε – Γερμανίας για την εξαίρεση των e-fuels από την απαγόρευση του 2035
Η Γερμανία και το μπλοκ των χωρών που αντιτέθηκαν στην πλήρη απαγόρευση διάθεσης των αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2035 και εφεξής, ζητώντας την εξαίρεση των αυτοκινήτων που θα κινούνται με e-fuels από την καθολική απαγόρευση, απέσπασαν τελικά την συγκατάθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση, με την τελευταία να αναλαμβάνει να δρομολογήσει τις νομοθετικές διαδικασίες που θα καταστήσουν εφικτό το συγκεκριμένο αίτημα.
Υπενθυμίζεται ότι η Γερμανία εξέφρασε τις ενστάσεις της για τα σχεδιαζόμενα της Ε.Ε. και τον στόχο του 2035 την τελευταία στιγμή, λίγο πριν την τελική υπογραφή και έγκριση της σχετικής νομοθεσίας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ζητώντας με την στήριξη ακόμα έξι χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ιταλία, να εξαιρεθούν τα e-fuels και όσα αυτοκίνητα κινούνται με το συγκεκριμένο, κλιματικό ουδέτερο καύσιμο από την απαγόρευση.
Το επόμενο βήμα είναι πλέον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δημιουργήσει το νομικό πλαίσιο το οποίο θα επιτρέπει στα οχήματα που κινούνται με e-fuels να διατίθενται ελεύθερα και μετά το 2035. Μάλιστα όπως έχει γνωστό η νέα νομοθεσία θα πάρει την μορφή μιας κατ΄εξουσιοδότηση πράξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ουσιαστικά ένα νομοσχέδιο με αυξημένη νομική ισχύ το οποίο είναι δύσκολο να απορριφθεί από τα κράτη-μέλη και τα νομοθετικά όργανα. Ακόμα και αν απορριφθεί όμως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρεται να δεσμεύτηκε έναντι της Γερμανίας να ακολουθήσει «διαφορετική νομική οδό» προκειμένου η διάθεση των αυτοκινήτων με e-fuels να επιτραπεί και μετά το 2035.
Βέβαια, όλων των παραπάνω θα προηγηθεί η τελική έγκριση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που θα απαγορεύει τη διάθεση των αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης και συμβατικά καύσιμα από το 2035, από τους αρμόδιους υπουργούς των κρατών-μελών, και αφού συμβεί αυτό στη συνέχεια, θα ακολουθήσει η αναζήτηση της κατάλληλης τεχνολογικής και νομοθετικής φόρμουλας που θα επιτρέψει την εξαίρεση των e-fuels από τον παραπάνω «κανόνα».
Σε ό,τι αφορά για τα e-fuels αυτά καθ΄αυτά, πρόκειται για καύσιμα τα οποία παράγονται με την απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και το συνδυασμό του υδρογόνο, μέσω ηλεκτρόλυσης η οποία συντελείται φυσικά ή μάλλον κατά προτίμηση από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, προκειμένου το παραγόμενο καύσιμο να πάρει τον τίτλο του κλιματικά ουδέτερου.
Σε κάθε περίπτωση, στη διαδικασία παραγωγής του συγκεκριμένου είδους καυσίμων δεν εμπλέκονται ορυκτά καύσιμα ενώ αν και κατά την καύση των e-fuels εκλύεται διοξείδιο του άνθρακα ουσιαστικά αυτό αντισταθμίζεται από την ανάγκη απορρόφησης του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, για την παραγωγή του.
Να σημειωθεί βέβαια ότι ήδη υπάρχουν ενστάσεις από το περιβαλλοντικό lobby που υποστηρίζει ότι αφενός το συγκεκριμένο είδος καυσίμου απαιτεί τεράστια ποσά ενέργειας για να παραχθεί ενώ, η εξαίρεση του από την απαγόρευση του 2035 διαιωνίζει ουσιαστικά τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. Μια τρίτη ένσταση αφορά την τεχνολογία καθώς τα e-fuels είναι απολύτως συμβατά με τους σύγχρονους κινητήρες εσωτερικής καύσης κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξουν οι απαραίτητες τεχνολογικές δικλείδες ασφαλείας ούτως ώστε να μην υπάρξει το «παραθυράκι» που θα επιτρέψει την υποκατάσταση των e-fuels με συμβατικά καύσιμα με διάφορες αφορμές.
Οι ευνοημένοι
Η νέα αυτή τροπή αναμένεται να επηρεάσει ελάχιστα τα σχέδια των mainstream αυτοκινητοβιομηχανιών για την ηλεκτροκίνηση, ωστόσο αυτό δεν ισχύει για τους κατασκευαστές που δραστηριοποιούνται στην κορυφή της προϊοντικής πυραμίδας.
«Αντιμετωπίζουμε τα e-fuels ως μια χρήσιμη προσθήκη στις υφιστάμενες τεχνολογίες για κινητήρες εσωτερικής καύσης και για ειδικές εφαρμογές όπως τα οχήματα έκτακτης ανάγκης ή τα περιορισμένης παραγωγής αυτοκίνητα όπως η Porsche 911», αναφέρει ο όμιλος VW σε σχετική ανακοίνωση, αναφορικά με την νέα εξέλιξη.
Να σημειωθεί ότι η Porsche διαθέτει ήδη μονάδα παραγωγής e-fuels στην Χιλή η οποία βρίσκεται σε διαδικασία πειραματικής παραγωγής.
Αντιστοίχως ο επικεφαλής της Ferrari, Benedetto Vigna καλωσόρισε την εξέλιξη, σημειώνοντας ότι «θα δώσει περισσότερη ελευθερία στους κατασκευαστές σε όρους παραγωγής».