Θεσσαλονίκη: Έφυγε από τη ζωή ο επιζών του Ολοκαυτώματος Μοσέ Αελιόν
Ο επιζών του Ολοκαυτώματος Μοσέ Αελιόν, με καταγωγή από την Θεσσαλονίκη, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 97 ετών. Για τα γεγονότα που στιγμάτισαν την ζωή του έλεγε: «η ανθρωπότητα πρέπει να ξέρει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί πάλι οπουδήποτε, γι’ αυτό και θα πρέπει να είναι αποφασισμένη να το αποφύγει με όλη της τη δύναμη, με κάθε τρόπο».
Έφυγε, σήμερα το πρωί, από τη ζωή, σε ηλικία 97 ετών, ο Θεσσαλονικιός (στην καταγωγή) επιζών του Ολοκαυτώματος Μοσέ Αελιόν, ο οποίος ζούσε με την οικογένειά του μόνιμα στο Ισραήλ και ως την τελευταία του πνοή μαχόταν ώστε να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη του Ολοκαυτώματος προκειμένου να μην βιώσει ξανά η ανθρωπότητα μια τέτοια τραγωδία.
«Από χρόνια πιστεύω ότι είναι ουσιώδες να μην ξεχασθεί από την ανθρώπινη συνείδηση ποτέ τι συνέβη κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Γι’ αυτό αποφάσισα, όπως και πολλοί άλλοι διασωθέντες, να διηγούμαι, όσο ζω, όσα βίωσα», έλεγε, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει πριν από χρόνια στο ΑΜΠΕ, ο Μοσέ Αελιόν, ο οποίος μετά τη θηριωδία των στρατοπέδων -κολαστηρίων του Γ’ Ράιχ, ξεκίνησε μια νέα ζωή στο Ισραήλ.
Στην Ελλάδα επέστρεψε για επίσκεψη μόλις το 1987, ενώ στο μεταξύ διάστημα ήταν ιδιαίτερα απρόθυμος να μιλήσει για το Ολοκαύτωμα ακόμα και στον στενό οικογενειακό του κύκλο. Όταν, όμως, αποφάσισε τελικά να «σπάσει» το φράγμα της σιωπής, έδινε καθημερινές μάχες να μην σκεπάσει η σκόνη της λήθης τη μνήμη.
Το 2013 είχε έρθει στη γενέτειρά του, Θεσσαλονίκη, προκειμένου να βροντοφωνάξει «ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ» μαζί με όλους όσοι είχαν πάρει μέρος σε εκείνη την πρώτη πορεία μνήμης στην πόλη για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Επέστρεψε το 2018 δίνοντας και πάλι το «παρών» στο ετήσιο αυτό ραντεβού μνήμης, με βαθιά πίστη πως «η ανθρωπότητα πρέπει να ξέρει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί πάλι οπουδήποτε, γι’ αυτό και θα πρέπει να είναι αποφασισμένη να το αποφύγει με όλη της τη δύναμη, με κάθε τρόπο».
Πάντα στο πλευρό του είχε την κόρη του Ραχήλ, η οποία γνωστοποίησε, σήμερα το πρωί, την είδηση του θανάτου του, με ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η κόλασή του στο Άουσβιτς
Ο Μοσέ Αελιόν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη την 25η Φεβρουαρίου 1925. Οι γονείς του, Ελί και Ραχήλ, και ο ίδιος μαζί με την κατά ενάμιση χρόνο μικρότερη αδελφή του Νίνα κατοικούσαν σε ένα σοκάκι της Θεσσαλονίκης, στο σπίτι του παππού του. Ήταν άγουρο παιδί ακόμα, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη και ο φόβος άρχισε να κυριεύει την οικογένειά του καθώς είχαν ακούσει, από την αρχή του πολέμου, ότι οι Ναζί κακομεταχειρίζονταν τους Εβραίους τόσο στη Γερμανία όσο και στις περιοχές που κυρίευαν.
Τον Ιούλιο του 1942, όταν οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους Εβραίους άνδρες της Θεσσαλονίκης (18-45 ετών) στην πλατεία Ελευθερίας, ο Μοσέ Αελιόν ήταν …τυχερός, αφού ήταν μισό χρόνο μακριά από το κατώφλι των 18 χρόνων. «Έπειτα από 2-3 ώρες αρχίσαμε να ακούμε ότι οι Γερμανοί τους έδερναν, δεν τους άφηναν να πιουν νερό, τους έκαναν «ασκήσεις»». Καταλάβαμε ότι κάτι νέο συμβαίνει. Και πραγματικά, έπειτα από μερικές μέρες, κάλεσαν πολλούς απ’ αυτούς και τους πήραν σε καταναγκαστικά έργα σε διάφορα μέρη της Ελλάδα», έλεγε και θυμόταν πως από τότε και για τους επόμενους δυο μήνες, οι εχθρικές προς τους Εβραίους ενέργειες διαδέχονταν η μία την άλλη. «Όρισαν πέντε περιοχές στην πόλη στις οποίες επιτρέπονταν να κατοικούν οι Εβραίοι (γκέτο), μας υποχρέωσαν να ράψουμε στο αριστερό μέρος των ρούχων μας ένα κίτρινο αστέρι, μας διέταξαν να σημαδέψουμε τα σπίτια και τα καταστήματά μας, απαγόρευσαν στους Εβραίους μαθητές να πάνε στα σχολεία, ανακοίνωσαν ότι θα μεταφέρουν τους Εβραίους στην Πολωνία…».
Στις 15 Μαρτίου του 1943 έφευγε το πρώτο τρένο θανάτου για τα στρατόπεδα των Ναζί. Ο Μοσέ Αελιόν και η οικογένειά του έμελλε να κάνουν το μακρύ ταξίδι τον επόμενο μήνα- ένα ταξίδι, κάθε λεπτό του οποίου ήταν πάντα ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη του. «Έξι μέρες και έξι νύχτες ήμασταν κλεισμένοι μέσα στα βαγόνια, ώσπου φτάσαμε στον τελικό προορισμό. Η κατάσταση στα βαγόνια ήταν πολύ δύσκολη: στο βαγόνι μας ήμασταν περισσότεροι από 80 άνθρωποι. Το μόνο φως έμπαινε από δύο μικρά παράθυρα στις δύο άκρες του βαγονιού. Για αποχωρητήριο χρησίμευε ένα βαρέλι κομμένο στα δυο, δεν γινόταν διανομή φαγητού, κάθε 2-3 μέρες σταματούσε το τρένο σε κάποιον απομονωμένο σταθμό και μας άφηναν να κατεβούμε και να γεμίζουμε νερό. Τότε άδειαζαν το βαρέλι… Αν κάποιος πέθαινε, τον άφηναν έξω από το βαγόνι και υποχρέωναν την οικογένειά του να συνεχίσει το ταξίδι. Όλα αυτά δεν ήταν καλοί οιωνοί αλλά ελπίζαμε πως σύντομα θα περάσουν».