Όλα τα νέα στην ώρα τους
Lifestyle, Gossip, Celebrity News

Ο Μιχάλης Βιολάρης θυμάται τα φτωχικά χρόνια στην Κύπρο, τις νύχτες στις μπουάτ και τα… μαθήματα από τον Μπιθικώτση

Με… «Άσπρα Καράβια» μας ταξίδεψε στον υπέροχο κόσμο του Νέου Κύματος, έχοντας εδώ και 55 χρόνια γράψει τη δική του ξεχωριστή ιστορία στο χώρο του τραγουδιού που «χαϊδεύει» την ψυχή. Ο Μιχάλης Βιολάρης τα μόνα «Ριάλια» που αγάπησε ήταν αυτά που… μέτρησε στο χαρτί και έγιναν «σήμα κατατεθέν» του, μαζί με τα μεγάλα χαρακτηριστικά γυαλιά του που δεν τα αποχωρίστηκε ποτέ. «Χαλάλιν του» λοιπόν η αγάπη που έχει πάρει -και εισπράττει- από τον κόσμο, εντός και εκτός Ελλάδας. Για όλα μίλησε στην «ΟΝ time» σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του. Θυμήθηκε τα φτωχά αλλά ωραία παιδικά του χρόνια στην Κύπρο, τη μεγάλη… στροφή που έκανε στη ζωή του για το τραγούδι, τα «χρυσά χρόνια» που τον σημάδεψαν στις μπουάτ της Πλάκας, τους σπουδαίους δασκάλους του, αλλά και τις δυσκολίες της νύχτας. Παραδέχτηκε ότι ερωτεύθηκε -πάντα με σεβασμό- θαυμάστριες του και τον ερωτεύθηκαν, αλλά αυτό που επιθύμησε πιο πολύ στην προσωπική του ζωή έμεινε όνειρο ανεκπλήρωτο. Μας αποκάλυψε πως έφτασε πολύ κοντά στο γάμο ενώ μας μίλησε και για το παιδί που του λείπει τώρα περισσότερο από ποτέ.

 

Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα στην Αγία Βαρβάρα, ένα μικρό χωριουδάκι έξω από τη Λευκωσία. Πολύ δύσκολα και φτωχά χρόνια. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Ανδρέα και τη μητέρα μου Κατερίνα. Πολύτεκνη οικογένεια – τέσσερα παιδιά, εγώ, ο Βασίλης, η Λένια και ο Κώστας, με διαφορά δύο χρόνων ο ένας από τον άλλον. Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί, αλλά επειδή με δυσκολία τα έφερνε βόλτα για να μας ζήσει, παρέδιδε και μαθήματα βυζαντινής μουσικής. Αργότερα, όταν μετακομίσαμε στη Λάρνακα, ήταν ψάλτης στην εκκλησία του Σωτήρος και του Αγίου Λαζάρου. Έζησα μέσα στη μουσική, από την ώρα που γεννήθηκα. Το χωριουδάκι μας τότε δεν είχε ρεύμα. Θυμάμαι 7-8 χρόνων, έπιανα το γαϊδουράκι από ένα σχοινάκι και με πήγαινε -γιατί ήξερε το δρόμο- στη βρύση του χωριού, όπου γεμίζαμε νερό για το σπίτι. Με βοηθούσαν και γέμιζα τις κούζες μου -έτσι λέμε στην Κύπρο τις μεγάλες, χειροποίητες στάμνες που βάζαμε μέσα το νερό- τις φορτώναμε στο γαϊδουράκι κι ύστερα πάλι αυτό με γύριζε στο σπίτι. Τότε η Αγία Βαρβάρα είχε δύο-τρία λεωφορεία, τίποτα άλλο. Τώρα που πάω πολλές φορές στο σπίτι που γεννήθηκα, το οποίο έχει κηρυχθεί διατηρητέο και το αναπλάσαμε με την Πολεοδομία, έχει όλες τις ανέσεις. Είναι το ίδιο σαν να βρίσκομαι στο σπίτι μου στη Νέα Ερυθραία στην Αθήνα, όπου ζω μόνιμα.

 

Σας άρεσε να τραγουδάτε από μικρός;

Στο χωριό έμεινα μέχρι τη Β΄ Δημοτικού και το καφενείο δίπλα από το σπίτι μας είχε ένα μεγάλο ραδιόφωνο με μπαταρίες που πάντα ήταν ανοικτό. Άκουγα τα τραγούδια, τα μάθαινα πολύ εύκολα και τραγουδούσα συνεχώς. Αργότερα ο πατέρας μου μου πήρε ένα παιδικό ακορντεόν και έπαιζα «με το αυτί». Ήμουν τρισευτυχισμένος όταν έπαιζα με το ακορντεόν μου και τραγουδούσα. Ο πατέρας μου από πολύ νωρίς κατάλαβε ότι είχα κλίση στη μουσική. Όταν χρειάστηκε να πάει ο πατέρας μου στη Λάρνακα για να διδάξει βυζαντινή μουσική τον μετέπειτα Μητροπολίτη Κιτίου και αργότερα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, ο οποίος ήταν ο Μακάριος, και σπούδαζε στη Βοστώνη, όλη η οικογένεια μετακόμισε στη Λάρνακα. Έτσι, επειδή έφτιαξαν και τα οικονομικά της οικογένειας, στη Γ΄ Δημοτικού οι γονείς μου με έγραψαν στο Εθνικό Ωδείο Λάρνακας, που ήταν παράρτημα του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Ο πατέρας μου μου αγόρασε τότε πιάνο -άφησα το ακορντεόν στην άκρη γιατί ήταν πολύ βαρύ για ένα παιδάκι- κι άρχισα να μαθαίνω πιάνο. Ήμουν ένα ντροπαλό και μαζεμένο παιδί. Η μουσική ήταν η μεγάλη μου αγάπη από μικρή ηλικία.

 

Η μεγάλη αλλαγή στη ζωή σας έγινε όταν ήρθατε στην Αθήνα;

Ναι. Το 1962 ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω, καθώς εκείνη την εποχή δεν ήταν εύκολο για έναν Κύπριο να ζήσει μόνο από τη μουσική. Πήρα υποτροφία και ήρθα για να σπουδάσω στη Φιλοσοφική Αθηνών. Παράλληλα με το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ήθελα να ασχοληθώ και με τη μεγάλη μου αγάπη, τη μουσική, οπότε συνέχισα και στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Αργότερα όμως επειδή έπρεπε να διαβάζω για να μη χάσω την υποτροφία, αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τη μουσική και το τραγούδι. Τελείωσα τις σπουδές μου, και ως φιλόλογος διορίστηκα το 1980 στη Λιβαδειά, αλλά μετά από λίγο καιρό κατάφερα να μεταφερθώ στο υπουργείο Παιδείας γιατί τραγουδούσα και ήθελα να είμαι στην Αθήνα. Έμεινα όμως μόνο έναν χρόνο. Ήδη στο τελευταίο έτος του Πανεπιστημίου, το 1967, έτυχε να με πάει ένας φίλος σκηνοθέτης, ο Αντώνης Αντωνίου, στην Πλάκα, στην μπουάτ «Παράγκα» που τραγουδούσε η Καίτη Χωματά. Εκεί, τους τραγούδησα, τους άρεσα, με προσέλαβαν και έπαιρνα 100 δραχμές κάθε βράδυ. Εκεί λοιπόν με άκουσε ο Γιάννης Σπανός και με έβαλε να τραγουδήσω μαζί με την Καίτη Χωματά στην «Α’ Ανθολογία» το «Άσπρα Καράβια». Αυτό το τραγούδι ήταν για μένα το «διαβατήριο» για να ξεκινήσω επαγγελματική καριέρα στο τραγούδι, καθώς μου άνοιξε το δρόμο το 1968 για τον πρώτο μου μεγάλο δίσκο στη δισκογραφική εταιρεία «LYRA». Έτσι έμεινα στην Ελλάδα.

 

Η μεγάλη αναγνωρισιμότητα σας ήρθε όταν γράψατε τα δικά σας τραγούδια, το «Χαλάλιν σου» και «Τα ριάλια», και τραγουδούσατε στις μπουάτ της Πλάκας;

Στις μπουάτ τότε δεν υπήρχε καν μαρκίζα με το όνομα του τραγουδιστή. Ήταν μικροί χώροι -μπουάτ σημαίνει κουτί- όπου χωρούσαν εξήντα – εβδομήντα άτομα και ο ερμηνευτής τραγουδούσε παίζοντας κιθάρα ή πιάνο. Δεν υπήρχε μαρκίζα, αλλά ήξερε ο κόσμος ότι π.χ. στον «Σκορπιό» τραγουδούσε ο Κώστας Χατζής, στην «Παράγκα» η Καίτη Χωματά, στο «Τετράδιο» ο Γιώργος Ζωγράφος, οι αδελφοί Τζαβάρα κ.ά. Στην αρχή εγώ τραγουδούσα κάθε Δευτέρα κι έπαιρνα 100 δραχμές. Άρεσα και μου έδωσαν και την Πέμπτη, οπότε πήγα στις 200 δραχμές, ώσπου κατέληξα να τραγουδάω όλη τη εβδομάδα. Έτσι άρχισα να γίνομαι γνωστός.

Εκείνο το διάστημα, στη δεκαετία του ’60, πώς ήταν ο κόσμος στις μπουάτ; Είχε όλο αυτόν το ρομαντισμό, τη μαγεία του Νέου Κύματος που αρέσει ακόμα και σήμερα;

Ναι. Η μπουάτ ήταν ένας χώρος που για να επιβιώσεις έπρεπε να τραγουδάς ωραία, αλλά διαφορετικά τραγούδια, από Βασίλη Τσιτσάνη μέχρι Μάνο Χατζιδάκι και Γιάννη Σπανό. Εγώ όταν κάθισα στο πιάνο να παίξω στην μπουάτ, για να με ακούσουν αλλά και μετέπειτα που έκανα πρόγραμμα, το πρώτο τραγούδι που ερμήνευα ήταν ένα λαϊκό τραγούδι του Γρηγόρη Μπιθικώτση «Μακάρι να ’χα δυο καρδιές» και το δεύτερο ένα λαϊκό του Άκη Πάνου. Στην αρχή μιμούμουν τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο και γνώρισα αργότερα όταν δουλέψαμε μαζί.

 

Τι θυμάστε από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση;

Με τον Γρηγόρη ταιριάζαμε σαν χαρακτήρες. Ήταν ταπεινός, είχε ήθος, κοινωνική καλλιέργεια. Δεν είχε ακαδημαϊκή παιδεία, καθώς δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό σχολείο, αλλά είχε κοινωνική παιδεία η οποία τον ξεχώριζε από πολλούς καλλιτέχνες. Ντυνόταν πολύ ωραία και μάθαινε εύκολα, διότι ήταν έτσι ο χαρακτήρας του. Ήθελε να μαθαίνει πράγματα, όμως τα εξέφραζε μ’ ένα δικό του λεξιλόγιο και μου άρεσε πάρα πολύ αυτός ο τρόπος αφήγησης του Μπιθικώτση. Κι επειδή ταιριάζαμε, με έπαιρνε τηλέφωνο και πήγαινα στο Χαλάνδρι που έμενε και καθόμασταν και μιλάγαμε. Μετά συναντιόμασταν και στην «Columbia» όταν περίμενε τον Θεοδωράκη κι εγώ ήμουν στη «LYRA». Ήταν μια υπέροχη εποχή που μου άρεσε ν’ ακούω τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στην ομιλία του και στα τραγούδια του. Κι εκείνος το κατάλαβε ότι ήταν το πρότυπό μου και μου έκανε διάφορα μαθήματα. Ήταν σπουδαίος δάσκαλος. Σε μάθαινε πράγματα με τον τρόπο του. Κατάλαβε αμέσως ότι έχω έφεση στην καλή μουσική και θέλησε να με βοηθήσει. Μου έλεγε πώς να κρατάω την αναπνοή μου όταν τραγουδάω ή πώς να παίρνω ανάσες, και μου άρεσε αυτό. Θυμάμαι, έτυχε να είμαστε μαζί σ’ ένα τεράστιο πολυτελέστατο πλοίο που έκανε κρουαζιέρες στην Καραϊβική και κάθε βράδυ από τη Ν. Υόρκη που φεύγαμε και πηγαίναμε στο Μαϊάμι, διασκεδάζαμε Έλληνες και Ελλαδίτες απόδημους, ο καθένας με τα δικά του τραγούδια. Εκεί είχα την ευκαιρία να πίνω καφέ με την οικογένεια του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Έμαθα πολλά πράγματα από τον Γρηγόρη και τον ευγνωμονώ.

Το πιο σημαντικό που μάθατε από αυτόν, τι είναι;

Έμαθα να είμαι ταπεινός όπως εκείνος, αλλά και ο Οδυσσέας Ελύτης που γνώρισα αργότερα, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Ρίτσος. που μιλήσαμε αρκετές φορές και είδα το μέγεθος των ανθρώπων αυτών και την απλότητά τους κι όχι μόνο. Δηλαδή, αν άξιζες, σου έδιναν μια ώθηση από το περίσσευμα της προσωπικότητάς τους και σε βοηθούσαν να προχωρήσεις. Λάτρεψα αυτή την «οικογένεια» των ανθρώπων οι οποίοι ήταν για μένα τα ινδάλματά μου στο πανεπιστήμιο. Θυμάμαι όταν είδα τον Ελύτη για πρώτη φορά το 1970 είχε στεγνώσει το στόμα μου, γιατί με κάλεσε να ερμηνεύσω ένα τραγούδι από τα «Ρω του Έρωτα» που είχαμε κάνει με τον Λίνο Κόκκοτο και τη Ρένα Κουμιώτη. Έτσι όσο κράτησε η δημιουργία του δίσκου «Το Θαλασσινό Τριφύλλι» είχα την ευτυχία και τη χαρά να τον γνωρίσω και να πάρω σπουδαία μαθήματα ζωής. Για εμένα ήταν το «μεταπτυχιακό» μου αυτές οι γνωριμίες. Και το πιο ωραίο και σπουδαίο για μένα ήταν η γνωριμία μου με τον Γιάννη Ρίτσο. Τον γνώρισα στην πρεμιέρα του «Άξιον Εστί», το 1964, στο «REX – Κοτοπούλη», δευτεροετής φοιτητής στη Φιλοσοφική τότε. Ντρεπόμουν να πάω να του μιλήσω. Ένιωθα δέος. Τελικά γνωριστήκαμε και όταν άρχισα να κάνω τα πρώτα τραγούδια μου και έτυχε να συναντηθούμε, μου λέει «Βιολάρης; Είστε ο γιος του γνωστού τραγουδιστή; (γέλια). Του απάντησα ‘‘ευχαριστώ, κύριε Ρίτσο, για το κομπλιμέντο αλλά είμαι ο ίδιος’’». Συγκινήθηκα, σχεδόν δάκρυσα.

 

Πώς κατάφερε αυτό το συνεσταλμένο αγόρι να βγει στη σκηνή; Σας απελευθέρωσε το τραγούδι;

Πάντα ήμουν και είμαι χαμηλών τόνων. Το τραγούδι το λατρεύω. Ευτυχώς η σκηνή έχει το καλό όταν σβήνουν τα φώτα και μένουν μόνο οι προβολείς να νομίζεις ότι είσαι μόνος σου ενώ από κάτω είναι πάρα πολλά άτομα. Εγώ συνήθισα στους μικρούς χώρους, στις μπουάτ. Όταν είναι μια μεγάλη πίστα ή σάλα, δεν μου αρέσει και τόσο, γιατί βλέπω τον πολύ κόσμο και δεν συγκεντρώνομαι. Ευτυχώς με τον καιρό και την εμπειρία καταφέρνω και ξεπερνάω το άγχος μου. Αλλά και πάλι νιώθω άβολα. Θυμάμαι όταν πήγα στη Νέα Υόρκη και τραγούδησα στο Carnegie Hall, ήταν για μένα το πιο δύσκολο που είχα αντιμετωπίσει στις αρχές της καριέρας μου. Το σκεφτόμουν μήνες πώς θα βγω μπροστά σε τόσο πολύ κόσμο στη σκηνή αυτή που πριν από μερικές μέρες είχανε τραγουδήσει ο Φρανκ Σινάτρα κι άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες. Πραγματικά τρέμανε τα πόδια μου. Ευτυχώς με το χειροκρότημα και την αγάπη του κόσμου, των ομογενών μας, πήρα θάρρος. Σκεφτόμουν ότι τραγουδάω σε μια μπουάτ κι όχι μπροστά σε εκατοντάδες άτομα -γιατί ήταν γεμάτο αυτό το μεγάλο θέατρο- κι έτσι τα κατάφερα. Πάντα αυτό κάνω στις συναυλίες μου. Με τον καιρό συνήθισα.

 

 

Υπήρξαν «Σειρήνες» που σας προκάλεσαν να αλλάξετε δρόμο για να πάτε σε κάτι πιο λαϊκό, ας το πούμε, πιο εμπορικό;

Ασφαλώς και υπήρξαν «Σειρήνες», και μάλιστα προσπάθησαν να με επηρεάσουν πολλές φορές. Γνώρισα σπουδαίους μουσικούς σε αυτή τη δουλειά, όπως τους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, Μανώλη Καραντίνη -με τον οποίο διατηρούμε φιλική σχέση- και τον Σπύρο Ιωαννίδη, που ήταν καθαρά στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, όταν όμως με κάλεσαν να πάω σε χώρους μπουζουκιών, και μάλιστα με πάρα πολλά λεφτά – διπλάσια απ’ ό,τι έπαιρνα στις μπουάτ που δούλευα- αρνήθηκα. Το σκέφτηκα καλά και είπα: «Όχι. Θα μείνω με το 5%». Δηλαδή ανακάλυψα ότι η «ομάδα»’ η δική μας (Γιώργος Ζωγράφος, Καίτη Χωματά, Πόπη Αστεριάδη, Ρένα Κουμιώτη από το Νέο Κύμα, νεότερος ο Τάκης Κωνσταντακόπουλος και ακόμα πιο νέα η Ανδριάννα Κόλλια) απευθύνεται στο 5% του κοινού, αλλά μου είναι αρκετό.

 

Δουλέψατε όμως κάποια στιγμή και σε μπουζούκια με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως ο Στράτος Διονυσίου και ο Πάνος Γαβαλάς.

Δεν θήτευσα στα μπουζούκια. Απλώς, πολύ μετά όταν τελείωσε η δικτατορία και έκλεισαν οι μπουάτ, αποφάσισα για να μπορέσω να ζήσω, να πάω για κάποιο διάστημα να δουλέψω με τον Στράτο Διονυσίου και τον Πάνο Γαβαλά σε νυχτερινά μαγαζιά, αλλά εμένα δεν ήταν αυτός ο χώρος μου. Επίσης και με τον Νίκο Ξανθόπουλο -που είμαστε πολύ καλοί φίλοι και με βοήθησε- κάναμε συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

 

Το μετανιώσατε που διαλέξατε και μείνατε σταθερός σε αυτή την πορεία σας;

Όχι. Το να γίνω πιο γνωστός ή πιο πλούσιος δεν μου έλεγε ποτέ τίποτα. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας μου και με βάση αυτόν πορεύτηκα και δεν το έχω μετανιώσει στο ελάχιστο. Έφτασα σε αυτή τη μεγάλη ηλικία που είμαι σήμερα και είμαι ευτυχής, γιατί έχω γνωρίσει τραγουδώντας σχεδόν σε όλες τις χώρες που βρίσκονται απόδημοι Έλληνες και έχω κάνει καλούς φίλους. Θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, αλλά δεν χρειάζεται γιατί χάνεις κάτι από τη ζωή σου. Δηλαδή, πολλοί τραγουδιστές έχουν χάσει τον αυθορμητισμό τους, γιατί χρειαζόντουσαν πιο πολλή δόξα, πιο πολύ χρήμα, πιο πολύ χειροκρότημα, κι αυτό το πολύ χειροκρότημα πολλές φορές κάνει τους καλλιτέχνες -και το έχω δει αυτό- να καβαλήσουν το «καλάμι».

 

Εσείς δεν καβαλήσατε ποτέ «καλάμι»; Δεν νιώσατε ότι κάπου ξεφύγατε;

Ασφαλώς. Γιατί δεν το αντέχει όλο αυτό ένα νέο παιδί το οποίο έρχεται από ένα χωριό και μπαίνει μέσα σε όλα τα ΜΜΕ της τότε εποχής, κάνει εξώφυλλα και συνεντεύξεις, οπότε ξέφυγα. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ σε τόσο μικρή ηλικία που ήμουν αυτή όλη τη λαοφιλία. Δεν είναι εύκολο. Όμως συνήλθα γρήγορα. Είπα «εμένα δεν μου πάνε αυτά», τις ταμπέλες, δεν τις ήθελα ποτέ. Βρήκα γρήγορα την ισορροπία μου.

 

Έχετε βγάλει λεφτά από το τραγούδι;

Έζησα και ζω αξιοπρεπώς. Δεν ήταν ο σκοπός μου να βγάλω λεφτά. Ερχόντουσαν μόνα τους με τον τρόπο που τα διαχειριζόμουν εγώ, με χαμηλούς τόνους και αξιοπρέπεια.

 

Περάσατε μια χρυσή εποχή δόξας με το Νέο Κύμα, αλλά και μετά με πολλές θαυμάστριες. Θυμάστε κάτι ακραίο που σας συνέβη;

Οι εκδηλώσεις λατρείας ήταν πολλές από τις θαυμάστριες. Τότε, δεν υπήρχε τόση προσέγγιση για να απομυθοποιηθεί ο καλλιτέχνης όπως τώρα με τα social media. Τότε ό,τι γινόταν συνέβαινε στο μαγαζί που τραγουδούσα. Εκεί λοιπόν, κάποιες θαυμάστριες υπερέβαιναν τα όρια και αναγκαζόσουν να φύγεις μ’ έναν τρόπο χωρίς να προσβάλεις καμία ή, αν δεν υπερέβαινε τα εσκαμμένα και ήταν μια προσέγγιση που την ενέκρινες κι εσύ -γιατί κακά τα ψέματα ο τραγουδιστής και ο ηθοποιός είναι άνθρωπος-, προχωρούσες ανάλογα.

 

Άρα μου λέτε ότι σας προσέγγισαν κάποιες κυρίες ερωτικά;

Είναι φυσικό όταν είσαι 25-30 χρόνων και έχεις προβολή, να συμβαίνει κάτι. Αυτό συμβαίνει σχεδόν σε όλους τους καλλιτέχνες. Συνέβη και σε μένα αλλά δεν του έδωσα αυτή την «ένταση» που έπρεπε να δώσω για να γίνω όνομα ή να παίξω στις εφημερίδες της τότε εποχής.

 

Σας έτυχε ποτέ να ερωτευθείτε μια θαυμάστριά σας;

Ναι έτυχε, αλλά πολύ κοντά φτάσαμε με ορισμένες κυρίες που μου ταίριαζαν και ταίριαζα εγώ σε εκείνες. Ήταν πολύ δυνατές στο μυαλό, γιατί εμένα μου άρεσε να έχω αντίπαλο, κι όχι μια κούκλα. Μου άρεσε να κάθομαι έξιη μήνες να πολεμάω να κατακτήσω μια κυρία. Δεν ήθελα αυτό το εύκολο «φύγαμε, πάμε και τελειώσαμε», δεν μου άρεσε ποτέ.

 

Δεν το τολμήσατε να παντρευτείτε ή δεν έτυχε;

Όλες οι ενέργειές μου αποσκοπούσαν στο να γίνει ένας γάμος και ν’ αποκτήσω παιδιά. Ήθελα πολύ να κάνω οικογένεια. Όταν όμως λόγω της δουλειάς σου φεύγεις από την Ελλάδα και λείπεις ένα – δυο μήνες, μέχρι και έξι μήνες, κι όλο αυτό γίνεται για να κάνεις κάτι στη ζωή σου, και να μην χρειαστεί μετά τα πενήντα σου να δουλεύεις σε χώρους που δεν πρέπει και να είσαι υποχείριο του κάθε επιχειρηματία, αναβάλλεις λίγο το όνειρό σου. Εγώ είπα ότι μετά τα πενήντα μου χρόνια θα κάνω ό,τι θέλω.

 

Και τι έγινε;

Κατάφερα στα πενήντα μου -και λίγο πιο πριν- να κάνω αυτό που θέλω, γιατί δεν με «διέταζε» κανείς να κάνω κάτι που δεν ήθελα, ενώ βλέπω κάποιους συναδέλφους που μου λένε σε μεγάλη ηλικία «πάμε για το μεροκάματο». Έτσι έκανα τα ταξίδια και τις εμφανίσεις μου, με αποτέλεσμα να έρχεται σε δεύτερη μοίρα η δημιουργία οικογένειας.

 

Φτάσατε ποτέ στα πρόθυρα γάμου;

Βεβαίως και έφτασα. Θα ήταν αφύσικο αν δεν έφτανα. Είχα αρραβωνιαστεί, αλλά αυτό το πράγμα δεν αφορούσε κανέναν. Δεν ήθελα να βγάζω προς τα έξω την προσωπική μου ζωή. Ούτε το δώσαμε σε κάποιον δημοσιογράφο ως είδηση ότι ήρθαν οι γονείς της κοπέλας από την Κύπρο και αρραβωνιαστήκαμε.

 

Και γιατί δεν πήγατε παρακάτω;

Δεν ξέρω. Μπορεί να ήταν οι δικές μου αρχές πιο αυστηρές ή έφταιξαν τα πολλά ταξίδια μου ανά τον κόσμο λόγω δουλειάς, μπορεί η ανασφάλεια που έχει ένας τραγουδιστής με το οικονομικό θέμα της δουλειάς ή κι όλα μαζί.

 

Σας λείπει σήμερα ένα παιδί;

Βεβαίως. Το βιώνω κάθε μέρα ότι μου λείπει.

 

Τώρα είστε μόνος ή υπάρχει η σύντροφος;

Υπάρχει και είμαι ευτυχής.

 

Είστε στο χώρο του τραγουδιού 55 χρόνια. Στο χώρο αυτόν υπάρχουν πάθη. Συναντήσατε ανθρώπους δίπλα σας που να έχουν πάθη, είτε αυτό λέγεται ναρκωτικά είτε αλκοολισμός ή τζόγος κ.ά.;

Βεβαίως. Και υπάρχουν ακόμα ή κάποιοι έχουν «φύγει» από τα πάθη τους.

 

Πώς τα αντιμετωπίσατε; Κάποια στιγμή ίσως σε κάτι ενδώσατε κι εσείς;

Ήθελα να κάνω κουμάντο στη ζωή μου εγώ προσωπικά -χωρίς να είναι εγωιστικό αυτό που λέω- κι όχι το τσιγάρο. Όταν πήγα στρατιώτης, κάπνιζαν οι άλλοι και δεν κάπνιζα εγώ. Κι αγόρασα κάτι άφιλτρα τσιγάρα για να φανώ άνδρας. Μετά ανακάλυψα ότι μου κάνει κακό στους πνεύμονες. Δεν μπορούσα να τραγουδήσω. Θυμάμαι όταν ήμασταν στο αυτοκίνητο του Στράτου Διονυσίου -ήταν μαζί μας ο γιος του ο Στέλιος, μαθητής τότε του γυμνασίου-, κάπνιζα πολύ και άνοιγε το παράθυρο ο Στέλιος. Αυτό το παιδί ήταν η αιτία να καταλάβω ότι έπρεπε να κόψω το τσιγάρο. Από τότε 36 χρόνια δεν έβαλα στο στόμα μου τσιγάρο. Το συμπέρασμα είναι ότι, αφού δεν ήθελα να κάνει κουμάντο το τσιγάρο, δεν ήθελα να κάνει κουμάντο ούτε το χασίσι, και βέβαια το πιο σοβαρό το οποίο δεν έχει επιστροφή, δεν ήθελα να κάνει κουμάντο η κόκα, να με φτιάχνει για να τραγουδήσω. Εγώ δεν τα έκανα αυτά.

 

Δηλαδή, τα είδατε δίπλα σας, στο χώρο σας, και τα προσπεράσατε;

Όχι ακριβώς δίπλα μου, αλλά ξέρουμε όλοι στη δουλειά μας ότι γίνονται αυτά και ξέρουμε και συγκεκριμένα πράγματα. Εγώ δεν έκανα τίποτα από αυτά. Δεν ήθελα να έχω την οποιαδήποτε εξάρτηση. Ήθελα να αποφασίζω εγώ για μένα σε όλους τους τομείς.

 

Σας είχε συμβεί, όταν ήσασταν νέος τραγουδιστής, σεξουαλική παρενόχληση;

Θα σας το πω με άλλα λόγια και θα καταλάβετε. Μου έχει συμβεί, αλλά δεν την θεωρώ παρενόχληση, γιατί όταν γίνεται κάτι από το άλλο φύλο και επιτρέπεις εσύ να έρθει στην καγκελόπορτα της πολυκατοικίας, κι εκείνη μετά από έναν μήνα ανοίγει την πόρτα της πολυκατοικίας και έρχεται στην εξώπορτα και χτυπάει το κουδούνι, αν δεν το εγκρίνεις, δεν ανοίγεις την πόρτα. Άρα, αν της ανοίξεις την πόρτα και μετά ανέβει με το ασανσέρ και της ανοίξεις το διαμέρισμά σου, τότε εσύ είσαι άξιος της τύχης σου αν δεν εγκρίνεις κάτι και σου έρχεται με τη βία. Δηλαδή «τραβάτε με κι ας κλαίω», που λέει ο λαός. Αυτό όλο που περιέγραψα είναι μεταφορικό για να καταλάβετε. Μπορεί να μου έχουν κλείσει κάποιες πόρτες στα 56 χρόνια που είμαι σε αυτή τη δουλειά, επειδή δεν το επέτρεψα αυτό να συμβεί, αλλά δεν το σκέφτομαι. Ο χαρακτήρας μου είναι έτσι που μόλις γινόταν κάτι τέτοιο, αντιδρούσα ακαριαία και έφευγα.

 

Είχατε κάποια δύσκολη στιγμή σε θέμα υγείας;

Ναι. Μπήκα στο νοσοκομείο προ κορωνοϊού από κάτι που αφορούσε στους πνεύμονες, μ’ ένα κρύωμα το οποίο μετατράπηκε σε κάτι δύσκολο. Για μένα οι τέσσερις – πέντε μέρες που έμεινα στο νοσοκομείο ήταν ατέλειωτες. Ευτυχώς η σωστή διατροφή μου και η καλή σχέση μου με τη φύση, μου επέτρεψαν να φύγω από το νοσοκομείο και να είμαι καλά. Αλλά σίγουρα θορυβήθηκα.

 

Είστε άνθρωπος της φύσης. Έχετε πάρει ένα κτηματάκι λίγο έξω από την Κερατέα.

Ναι, σε αυτό το κτηματάκι οφείλω την καλή υγεία μου και την ενεργή σχέση μου με τη φύση. Έχω δέντρα και κάθε Νοέμβριο αρχίζω να φυτεύω. Κάθε Πέμπτη και Κυριακή πηγαίνω κι ασχολούμαι με αυτά. Μου αρέσει και είναι και καλή γυμναστική. Έχω 45 ελιές, οπωροφόρα δένδρα, ντομάτες, διάφορα.

 

Υπάρχει κάποιο όνειρό σας που θέλετε να πραγματοποιηθεί;

Όχι. Είμαι υπέρ το δέον γεμάτος. Πλήρης. Έχω ζήσει σπουδαίες στιγμές στη δουλειά μου. Έχω εισπράξει πολλή αγάπη από την οικογένειά μου και τον κόσμο. Ο χρόνος που δεν «λαδώνεται», κράτησε κάποια πράγματα που έγραψα και τραγούδησα. Αυτό για μένα είναι μεγάλη ευτυχία. Και το πιο ωραίο είναι που, όπως διαπιστώνω, τα τραγούδια μου τα ξέρει και η νέα γενιά από το YouTube.

 

Έχετε κάποια καλλιτεχνικά σχέδια;

Επανακυκλοφόρησαν από την Alpha Records σε νέες εκτελέσεις δύο διαχρονικά τραγούδια μου «Τα ριάλια» και «Τηλλυρκώτισσα». Επίσης ετοιμάζουμε για την 1η Απριλίου 2023 -την ημέρα έναρξης του Απελευθερωτικού Αγώνα της Κύπρου- μια μεγάλη συναυλία στη Νέα Υόρκη, με τα τραγούδια του Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59 τα οποία έχω γράψει εδώ και πολλά χρόνια και αναφέρονται στη μνήμη των μεγάλων αγωνιστών που απαγχονίστηκαν ή πέθαναν για την Κύπρο.

 

Τι θέλετε από εδώ και πέρα;

Να είμαι καλά και να κάνω ωραία πράγματα. Αν και είμαι 78 χρόνων, κάνω συναυλίες στην Ελλάδα και την Κύπρο. Έχω ακόμα πολλή ζωή και δύναμη μέσα μου. Θα τραγουδάω όσο στέκομαι στα πόδια μου. Δεν θέλω να βγαίνω στη σκηνή υποβασταζόμενος. Μετά θα συνεχίσω μόνο μελοποιώντας τραγούδια.

 

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ontime την Δευτέρα 24/10

 

Google News icon
Ακολουθήστε την ontime24 στο Google News!