Τζώνη Θεοδωρίδης: «Για εμένα Φιλιππίδης αλλά και Λιγνάδης σέρνονται στο πάτωμα»
Ο Τζώνυ Θεοδωρίδης αφήνει την οργή του να ξεσπάσει, μιλά για τη ζωή της νύχτας και θυμάται τα τρελά χρόνια της «Λάμψης.
Σε ηλικία 19 ετών έμεινα στο Μιλάνο, έκανα κάποιες δουλειές στο μόντελινγκ, αλλά με εξαπάτησαν. Εκεί έμεινα και κάποιο χρονικό διάστημα στο δρόμο, πέρασα δύσκολα. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ίσοι σε μια κοινωνία. Οι νόμοι υπάρχουν για όλους. Δεν θα σε αφήσω εγώ να είσαι έξω αν διακινδυνεύω να μου βιάσεις το παιδί μου.
Έχει ξεφύγει πιτσιρίκι από τη φωτιά του πολέμου. Γνώρισε από νεαρή ηλικία τη νύχτα και ήταν πάντα ασυμβίβαστος. Αυτό τον χαρακτηρίζει στη ζωή του και το πείσμα του να παλεύει γι’ αυτά που θέλει κι αγαπάει. Ο Τζώνυ Θεοδωρίδης απογείωσε τη δημοτικότητά του ως ηθοποιός με τη «Λάμψη», όταν επί χρόνια οι θαυμάστριες παραληρούσαν για εκείνον. Αυτή η τηλεοπτική σειρά έμελλε να του ανοίξει πόρτες ως «ατίθασου ζεν πρεμιέ», αλλά και να του κλείσει όταν ξεκίνησε έναν 20χρονο δικαστικό αγώνα για τα συγγενικά δικαιώματά του. Για όλα μίλησε στην «ΟΝ time». Για τον τσαμπουκά που έχει από παιδί και δεν το μετανιώνει, τη νύχτα, τα μυστικά της και τον κανόνα για να επιβιώσεις σ’ αυτήν. Μας αποκάλυψε το ιατρικό λάθος που όπως υποστηρίζει στοίχισε τη ζωή της μητέρας του πριν από λίγους μήνες και είναι το «αγκάθι» του. Αν και πέρασε μεγάλες δόξες, δεν καβάλησε καλάμι και δεν άλλαξε. Παρέμεινε ο ίδιος επαναστάτης με αιτία, που είναι έτοιμος να παίξει ξύλο αν του πειράξουν τα παιδιά του. Και όχι μόνο. Για αυτά, όπως παραδέχτηκε, θα έφτανε ακόμα και στα άκρα, ενώ «απασφάλισε» για τον Λιγνάδη και τον Φιλιππίδη, αφήνοντας την οργή του να ξεχειλίσει γι’ αυτούς που όπως είπε «σέρνονται στο πάτωμα».
Μίλησέ μου για εσένα και την οικογένειά σου. Πως ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Το πραγματικό μου όνομα είναι Ζαν Πιερ Καϊρούζ. Ο αδελφός μου όταν πήγαινε στο Γερμανικό Σχολείο άκουσε το όνομα Τζώνυ. Ήρθε στο σπίτι, με φώναζε έτσι και μου έμεινε το Τζώνυ. Το Θεοδωρίδης είναι από τον πατέρα της μητέρας μου, ο οποίος ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο παππούς ο Ιωάννης, εξ ου και το Ζαν -Γιάννης στα γαλλικά- ήταν από τους καλύτερους ψάλτες βυζαντινής μουσικής. Το Πιερ ήταν το όνομα του πατέρα του πατέρα μου, τον οποίο παππού δεν γνώρισα, γιατί είχε πεθάνει σε κάποια μάχη στον Λίβανο. Ο παππούς Γιάννης Θεοδωρίδης άρχισε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, μετά δίδασκε, στη συνέχεια έγραφε και ο ίδιος βυζαντινές μουσικές. Έχω χειρόγραφά του που χρονολογούνται από το 1850. Σπουδαία φυσιογνωμία ο παππούς. Τον έζησα μέχρι τα δώδεκα μου χρόνια, μετά «έφυγε». Έχω υπέροχα ακούσματα από τον παππού μου. Τη μητέρα μου την έλεγαν Θεοδώρα και τον πατέρα μου Σάμι. Έχω δύο αδελφούς. Έναν από το γάμο της με τον πατέρα μου, τον Αντώνη, που είναι τρία χρόνια μεγαλύτερός μου, κι άλλον έναν από το δεύτερο γάμο του πατέρα μου, τον Άγγελο, που είναι 45 χρονών. Γεννήθηκα στον Λίβανο και έζησα εκεί μέχρι επτά ετών. Φύγαμε με την πρώτη εισβολή που είχε γίνει τότε στον Λίβανο και αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ελλάδα και μετά θα φεύγαμε για Ελβετία. Αλλά τελικά μείναμε στην Ελλάδα.
Θυμάσαι εικόνες πολέμου ως παιδί;
Δεν τα θυμάμαι και πάρα πολύ. Αμυδρά. Η μάνα μου τα είχε περάσει. Όταν όμως αργότερα, 17 χρόνων, έκανα ένα ταξίδι στον Λίβανο, γινόταν πάλι πόλεμος και το έζησα. Θυμάμαι σε εκείνο το ταξίδι μου στον Λίβανο, που ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση, έπρεπε να κρυβόμαστε γιατί δεν ήξερες πού θα «σκάσει» η οβίδα. Ήταν τρομακτικό.
Ήσουν λοιπόν ένα παιδί που «ξεριζώθηκε» από τα επτά του χρόνια και ήρθε σε άλλη πατρίδα. Δεν ήταν δύσκολο όλο αυτό για την ψυχολογία σου;
Εμείς είχαμε την ευτυχία να έχουμε άλλη μια πατρίδα που είναι η Ελλάδα. Την περίοδο που ήρθαμε ήταν δικτατορία. Ήταν δύσκολα τα πράγματα, γιατί τότε είχαν βγει κάποιοι νόμοι που δεν μας επέτρεπαν να μείνουμε παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε στην Ελλάδα. Θυμάμαι τη μεγάλη αγωνία της μητέρας μου για το αν θα μας αφήσουν να μείνουμε. Θα μας δεχτούνε; Νιώθαμε κατατρεγμένοι, παρόλο που η μάνα μου ήταν Ελληνίδα. Είχε γεννηθεί στην Αθήνα. Είχε δικαιώματα, αλλά ήταν περίεργοι οι νόμοι τότε. Φοβόταν ότι θα έδιωχναν εμάς με τον πατέρα μου κι αυτή θα έμενε μόνη στην Ελλάδα.
Πώς ήσουν ως παιδάκι; Εμείς στη σκέψη μας σε έχουμε, με τη μετέπειτα πορεία σου, ως ένα ωραίο αγόρι με τσαμπουκά, θαρραλέο.
Ναι, γι’ αυτό και γρήγορα προσαρμόστηκα στη νέα πραγματικότητα. Ξέρεις, αν έχεις αγάπη, ξεχνιούνται τα πάντα. Εμείς μεγαλώσαμε με πολλή αγάπη, οπότε δεν είχαμε προβλήματα. Ήμουν κοινωνικός, αλλά πάρα πολύ άτακτος. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο κατέβαινα σε πορείες. Μεγάλωσα σε μια πολύ καλή γειτονιά, στην πλατεία Αμερικής, όπου ήταν κοντά η Φωκίωνος Νέγρη. Υπήρξαν δίπλα μου άνθρωποι που ήταν πολύ μεγαλύτεροί μου, κι αυτό μπορώ να πω ότι με έσωσε. Όταν ήμουν δεκατεσσάρων – δεκαπέντε χρόνων έκανα παρέα με τριαντάρηδες που είχαν μηχανές τσόπερ -τους τότε «Χαρλεϊάδες»- με μακριά μαλλιά, ροκάδες. Αυτό με έσωσε από πολλά και από θέματα τσιγάρου, ναρκωτικών, αλητείας. Μας προστατεύανε πολύ εμάς τους μικρότερους. Όλοι αυτοί οι ασυμβίβαστοι εκείνης της εποχής ήταν από καλές οικογένειες. Μας προστάτευαν από πράγματα που ήξεραν και δεν ήθελαν να «πέσουμε» σε αυτά.
Πώς και δεν μπήκες σ’ εκείνη την παρέα των μηχανόβιων;
Δεν μας άφηναν να μπούμε. Κι αυτό ήταν το καλό. Ότι μας προστάτευαν πολύ σε όλα. Ήταν σαν μπαμπάδες μας.
Όταν ήσουν 10 χρόνων χώρισαν οι γονείς σου;
Ναι, κι ο πατέρας μου έφυγε στο εξωτερικό και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Μιλούσε 11 γλώσσες και δούλευε ως διευθυντής σε μεγάλη αεροπορική εταιρεία στον Λίβανο.
Ο χωρισμός τους όταν ήσουν σε αυτή την τρυφερή ηλικία ήταν τραυματικός;
Δε μας άφησαν πολλά περιθώρια για να μπορέσουμε να το σκεφτούμε. Μεγαλώσαμε με αγάπη, χωρίσανε με αγάπη. Μείνανε φίλοι οι γονείς μου. Και μετά τον χωρισμό τον έβλεπα τον πατέρα μου, ερχόταν στο σπίτι μας, έμενε για μέρες, δεν είχαμε προβλήματα. Πήρα πολλή αγάπη και από τους δύο γονείς μου. Και μου έδειξαν πως, ακόμα και όταν χωρίζεις, μπορείς και πρέπει να διατηρήσεις καλή σχέση για τα παιδιά.
Στο σχολείο έπαιρνες μέρος σε παραστάσεις;
Όχι, καθόλου. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα γινόμουν ηθοποιός. Εγώ ήθελα να γίνω ιπτάμενος μηχανικός στα αεροπλάνα, γιατί είχα «κολλήσει» εκεί λόγω του πατέρα μου. Η υποκριτική ήρθε τελείως ξαφνικά στη ζωή μου. Ήμασταν με μια παρέα στο Σύνταγμα, μας είδε ο Τσεμπερόπουλος, που ήταν τότε βοηθός του Πανουσόπουλου, και έκαναν μια ταινία με τίτλο «Οι Απέναντι». Μας είπε αν θέλουμε να είμαστε σε μια ταινία και έτσι έγινε η αρχή. Έπαιξα σαν κομπάρσος σε δύο ταινίες, μετά άρχισαν οι διαφημίσεις, πήγα στη δραματική σχολή και όλα πήραν το δρόμο τους.
Το μόντελινγκ ήρθε μετά;
Όχι, πριν. Μετά ήρθε η ταινία του Πανουσόπουλου τελείως τυχαία, αλλά συνέχισα και το μόντελινγκ στην Ελλάδα και κάποια στιγμή στο εξωτερικό. Σε ηλικία 19 ετών έμεινα στο Μιλάνο, έκανα κάποιες δουλειές στο μόντελινγκ και γύρισα μετά από τρεις μήνες. Εκεί έμεινα και κάποιο χρονικό διάστημα στο δρόμο, πέρασα δύσκολα. Αν και πήγαινα καλά, έτυχε κάποιος να με «εξαπατήσει» με τα χρήματα που περίμενα από μια δουλειά, δεν μπορούσα να πληρώσω ξενοδοχείο, αναγκαστικά έπρεπε να μείνω έξω στο δρόμο μέχρι να μπορέσω να γυρίσω στην Ελλάδα. Είχε λήξει και η βίζα μου και πέρασα μια δύσκολη περιπέτεια. Ευτυχώς μεσολάβησε ένας φίλος μου που μου έστειλε το εισιτήριο – μέσω πιστωτικής κάρτας- κι έτσι μπόρεσα και γύρισα.
Εκείνες τις στιγμές που βρέθηκες σ’ ένα ξένο κράτος, έξω στο δρόμο, που δεν είχες να φας, πώς άντεξες; Τι σκεφτόσουν;
Πώς θα επιβιώσω. Αυτό σκεφτόμουν. Άντεξα γιατί είμαι δυνατός και έχω μάθει να επιβιώνω. Ήμουν μόλις 19 χρόνων, αλλά πάντα «μαχητής». Για καλή μου τύχη πάντα έχω ανθρώπους γύρω μου. Μπορεί να πέρασα ένα μεγάλο διάστημα τρώγοντας μόνο μπισκότα, αλλά είχα έναν Αμερικάνο που έκανε την ίδια δουλειά με εμένα, μου στάθηκε πάρα πολύ, τα περάσαμε μαζί όλα αυτά σαν καλά φιλαράκια. Εξάλλου, ως χαρακτήρας δεν το βάζω ποτέ κάτω. Όταν πρέπει να επιβιώσω θα το καταφέρω και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Είναι ωραίες αυτές οι περιπέτειες, σε «ατσαλώνουν». Όταν γύρισα από Μιλάνο, έφυγα για επτά μήνες στην Ιρλανδία. Δούλευα από πολύ μικρός κι είχα την άνεση στο να το κάνω αυτό. Μου άρεσαν τα ταξίδια.
Σε ποια ηλικία δούλεψες για πρώτη φορά; Τι δουλειές έκανες;
Στα δεκατέσσερά μου χρόνια. Βοηθός ηλεκτρολόγου, βοηθός μηχανολόγου, έφτιαχνα κεριά σ’ ένα μικρό εργοστάσιο στο Θησείο, είχα πάει σ’ ένα χρωματοπωλείο, μετά πήγα έπλενα πιάτα και ποτήρια σε μπαρ, έκανα διανομές σε κάβες στα μπουζούκια τα βράδια. Πολλές δουλειές. Ήθελα με κάτι ν’ ασχολούμαι, να μαθαίνω πράγματα και να έχω και τα δικά μου λεφτά. Αυτό μου βγήκε σε καλό, από πολύ νέος δούλεψα κι ως μπάρμαν στη νύχτα και πολύ γρήγορα άρχισα ν’ ανοίγω και τα δικά μου μαγαζιά.
Πώς είναι για ένα νέο παιδί να γίνεται επιχειρηματίας με δικά του μαγαζιά μέσα στη νύχτα, που τότε ήταν στις δόξες της, αλλά πολύ δύσκολη και επικίνδυνη;
Όταν έχεις αποφασίσει να κάνεις πράγματα, μπορείς να τα καταφέρεις να έχουν οι άλλοι σεβασμό απέναντί σου. Η λέξη σεβασμός για εμένα είναι απαραίτητη στη ζωή. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους στη νύχτα, ανάμεσά τους ένας- ακόμα και τώρα τον βλέπω- που μου είχε πει έναν κανόνα: «Βλέπε, άκου, σώπα». Είναι πολύ σημαντικό να μην μπλέκεις τα πράγματα στη ζωή σου. Δηλαδή, θα πρέπει να είσαι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά σου, και δεν το λέω με την κακή έννοια, να ξέρεις κάτι πολύ κακό και να το αποσιωπήσεις. Η νύχτα λοιπόν δεν είναι έτσι όπως κάποιοι την φαντάζονται. Μπορώ να σου πω ότι είναι πιο επικίνδυνη η μέρα. Δηλαδή, την ημέρα κυκλοφορούν άνθρωποι οι οποίοι είναι γραβατωμένοι και είναι πιο επικίνδυνοι από αυτούς που κυκλοφορούν τη νύχτα. Έμαθα από αυτούς τους ανθρώπους πολλά και μπορώ να σου πω ότι μου έδωσαν διδάγματα και ερεθίσματα πάρα πολλά.
Υπήρξε κάποια στιγμή σε αυτή την πορεία σου, γιατί έχεις ζήσει αρκετά στη νύχτα και με δικά σου μαγαζιά, που φοβήθηκες πολύ, π.χ. να σε απειλήσουν με όπλο;
Όχι, ποτέ. Αρκεί να έχεις λόγο τιμής, λόγο ύπαρξης, να σε σέβονται. Είναι πολύ σημαντικό.
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν ναρκωτικά, τζόγος, μαχαιρώματα και ένα σωρό άλλα. Τα συνάντησες και τα προσπέρασες; Τι έκανες;
Θέλω να μου πεις πόσες φορές την ημέρα δεν έχεις συναντήσει στο δρόμο χρήστες ναρκωτικών, για να μου πεις και πόσες φορές έχεις συναντήσει τη νύχτα. Για να βρίσκομαι εδώ και να μιλάμε, σίγουρα έχω προσπεράσει πολλά πράγματα. Απλώς αυτό που έχω να σου πω είναι ότι πάντα πιστεύω πως τα ναρκωτικά είναι στα καλύτερα σαλόνια. Από εκεί ξεκινάει η όλη ιστορία. Στα καλύτερα σαλόνια είναι η πορνεία κ.λπ. Παντού τα βρίσκεις. Δεν είναι μόνο η νύχτα. ΟΚ, ακούμε διάφορα. Αλλά ποιος είναι αυτός που δεν ακούει και την ημέρα πράγματα; Για εμένα κάθε είδος δουλειάς, ζωής, έχει τις δικές του παραξενιές. Έχω γνωρίσει ανθρώπους στις καλύτερες οικογένειες κι αυτή τη στιγμή δεν ζουν επειδή έπαιρναν ναρκωτικά. Τα ναρκωτικά είναι μεγάλη μάστιγα. Εγώ δεν γούσταρα. Δεν μου άρεσε. Ήθελα μόνο να πίνω το ουίσκι μου και να σταματάω εκεί που πρέπει να σταματήσω. Ξέροντας ότι με την άλλη οδό δεν θα σταματούσα πουθενά. Είναι αδιέξοδο. Αυτό ήταν στο μυαλό το δικό μου.
Αν και ατίθασος και επαναστάτης, μπορούσες να χαλιναγωγήσεις τον εαυτό σου;
Ναι, σε τέτοιου είδους καταστροφικά πράγματα, απόλυτα. Δεν με ενδιέφερε αν θα με πει ο άλλος κομπλεξικό αν δεν ήθελα να καπνίσω ένα τσιγάρο ή δεν ήθελα να πιω άλλο ποτό. Μπορώ να σου πω ότι σταμάταγα γιατί ήμουν ένας επαναστάτης όπως είπες εσύ, αλλά είχα αιτία. Είμαι επαναστάτης με αιτία. Είχα όραμα μπροστά μου. Ήθελα να κάνω πράγματα. Ήμουν και είμαι εργασιομανής και τελειομανής.
Η δημοτικότητά σου εκτοξεύτηκε στα ύψη και πλέον σε γνώρισαν οι πάντες μέσα από τη «Λάμψη» του Νίκου Φώσκολου. Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή;
Τυχαία μπήκα στη «Λάμψη». Δεν γνώριζα τότε τον Νίκο Φώσκολο. Μου τηλεφώνησαν να μου προτείνουν να παίξω και επειδή ήταν αργά το βράδυ, νόμιζα ότι μου κάνουν πλάκα. Επέμειναν και τελικά το πίστεψα και έτσι μπήκα στη «Λάμψη». Τότε μάλιστα έπαιζα στον «Επισκέπτη της Ομίχλης» έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, με σκηνοθέτη τον Αντώνη Τέμπο, ο οποίος μου είπε να πάω τρέχοντας γιατί γινόταν χαμός τότε με τη «Λάμψη». Ήμουν μόλις 24 χρόνων και πραγματικά είχαμε εκδηλώσεις λατρείας από τον κόσμο όλοι οι ηθοποιοί που παίζαμε σε αυτή την τηλεοπτική σειρά. Θα τονίσω εδώ μια κουβέντα που μου είχε πει ο Γιάννης Δαλιανίδης ,και αυτό τα λέει όλα: «Να είσαι εσύ». Αυτό έκανα. Ήμουν εγώ, γι’ αυτό και δεν καβάλησα καλάμι, κάτι που ήταν πολύ εύκολο να συμβεί. Δεν σταμάτησα ποτέ να έχω τους κολλητούς μου φίλους, οι οποίοι ήταν εκτός δουλειάς και με προσγείωναν για να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Όλο αυτό το πέρασα πολύ ωραία. Το χάρηκα. Έμεινα 11 χρόνια στη «Λάμψη» και πέρασα για πολύ λίγο και από το «Καλημέρα Ζωή».
Η «Λάμψη» σε βοήθησε; Σου άνοιξε πόρτες; Το λέω αυτό, γιατί συνάδελφοί σου που έπαιξαν στη σειρά λένε ότι η «Λάμψη» στάθηκε τροχοπέδη στην καριέρα τους και μετά δεν τους έπαιρναν στο θέατρο ή στην τηλεόραση.
Εμένα με βοήθησε πάρα πολύ. Χρωστάω πάρα πολλά στον Νίκο Φώσκολο. Θα ήμουν αχάριστος και αγνώμων αν έλεγα το αντίθετο. Δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι. Εγώ δούλεψα και σε άλλα δύο σίριαλ -στις «Αέρινες Σιωπές» και στις «Φιλοδοξίες- και εξακολουθώ να δουλεύω στο θέατρο. Δεν είχα προβλήματα με την τηλεόραση. Όταν εναντιώθηκα σε κάποια πράγματα και ζήτησα τα συγγενικά δικαιώματά μου, γιατί η «Λάμψη» παιζόταν στο εξωτερικό και πήγα δικαστικά, από τότε δεν ξαναδούλεψα στην τηλεόραση. Είναι τυχαίο; Δεν είναι; Αυτό το αφήνω στην κρίση του καθενός.
Πού βρίσκεται το θέμα των δικαστηρίων;
Το παλεύω 20 χρόνια και θα το φτάσω μέχρι το τέλος. Θέλω το δίκιο. Δεν το έκανα για τα λεφτά, αλλά για την ηθική του πράγματος. Έχω πει πως όταν κερδίσω, θα φτιάξω πράγματα στην εκκλησία του Οσίου Λουκά που βρίσκεται λίγο έξω από την Αράχωβα. Έχω κερδίσει δύο δικαστήρια και τώρα είμαστε στον Άρειο Πάγο.
Όταν λέμε το όνομά σου -λόγω αυτών που έχεις παίξει- σκεφτόμαστε ένα νέο όμορφο αγόρι που μπλέκει σε καβγάδες και ρίχνει ξύλο. Είσαι τσαμπουκάς και στη ζωή σου;
Ναι, είμαι. Αν έχω δίκιο σε κάτι και ο άλλος δεν καταλαβαίνει από λόγια, ναι. Βέβαια και αν πειράξουν την οικογένειά μου γίνομαι πάρα πολύ τσαμπουκάς, θα παίξω όχι μόνο ξύλο, δεν ξέρω κι εγώ τι, αν μου πειράξουν τα παιδιά μου. Δεν μπορώ ούτε καν να το φανταστώ ότι θα τολμήσει κάποιος να πειράξει τα παιδιά μου.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που έπαιξες ξύλο και γιατί;
Όταν ανέβηκα στο ρινγκ γιατί κάνω πυγμαχία και κικ μπόξινγκ (γέλια).
Πιστεύεις ότι ο χρόνος σε ηρέμησε;
Όχι, είμαι ο ίδιος.
Το έχεις μετανιώσει που ήσουν τσαμπουκάς;
Όχι, ποτέ.
Δεν νιώθεις ότι μπορεί να έχασες πράγματα επειδή κάποιοι σε θεωρούν τσαμπουκά, έναν άνθρωπο που θα ζητήσει το δίκιο του ή δεν θα δεχτεί μια αδικία που γίνεται στο διπλανό του;
Αν κάτσεις και σκεφτείς ότι έχω δίκιο, τότε θα καταλάβεις ότι δεν είναι άτοπο αυτό που κάνω. Είναι το δίκιο μου. Από τη στιγμή που πρέπει να το διεκδικήσω, το διεκδικώ. Τελείωσε.
Έβγαλες λεφτά από την τηλεόραση;
Όχι. Έβγαλα λεφτά μέσα από την άλλη δουλειά μου, από τα μαγαζιά μου.
Είχες πολλές θαυμάστριες, ήσουν πολύ όμορφος. Το καταλάβαινες αυτό;
Όμορφος; Δεν το ένιωσα ποτέ αυτό. Δεν άφηνα περιθώρια και νέος που ήμουν να μου το δείξουν αυτό τα κορίτσια. Ίσως επειδή ντρεπόμουν… ίσως επειδή δεν πίστευα ότι ήμουν όμορφος. Απλώς κάποια στιγμή ένιωσα ότι έχω πολύ περισσότερη φωτογένεια απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Άλλωστε απέκτησα και την κόρη μου, τη Μελίτα, αρκετά νέος, οπότε προσγειώθηκα εντελώς, όταν έγινα πατέρας. Το μόνο πράγμα που μ’ ένοιαζε ήταν να βλέπω ευτυχισμένη την κόρη μου.
Έχεις κάνει δύο γάμους, και μάλιστα με την πρώην σύζυγό σου, Βίκυ Πουλάκη, είστε συνεταίροι σε καφέ-μπαρ στο Χαλάνδρι. Πώς τα καταφέρατε να έχετε τόσο καλές σχέσεις και μετά το διαζύγιο;
Διατηρούμε υπέροχες σχέσεις γιατί έχουμε ένα παιδί. Τη Μελίτα μας, που είναι 28 ετών. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Μείναμε 14 χρόνια μαζί. Ποτέ δεν είναι εύκολο ένα διαζύγιο. Ένας χωρισμός είναι σαν ένας θάνατος. Με τη μόνη διαφορά ότι, όταν υπάρχει ένα παιδί, είναι πολύ σημαντικό να κοιτάξεις πώς θα μπορέσεις να είναι καλά αυτό το παιδί. Άλλωστε με τη Βίκυ γνωριζόμαστε από παιδιά. Η Βίκυ ήταν 13 χρόνων και εγώ στα δεκάξι μου. Δεν μπορείς να κρατήσεις κακίες. Παραμείναμε φίλοι.
Στα 55 σου χρόνια έκανες το δις εξαμαρτείν, με τη «γιατρό της καρδιάς σου», τη Σύλβια Δημητρακοπούλου. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά;
Ναι, είχε έρθει ως πελάτισσα στο μαγαζί. Από την πρώτη βδομάδα της είπα: «Εγώ εσένα θα σε παντρευτώ». Και την παντρεύτηκα.
Η μεγάλη διαφορά ηλικίας, καθώς είσαι μεγαλύτερός της 18 χρόνια, δεν σε προβλημάτισε;
Όχι, ούτε για μια στιγμή.
Να πάμε στο θέμα των σεξουαλικών παρενοχλήσεων και κακοποιήσεων στο θέατρο. Ήσουν πολύ οξύς σε συνέντευξή σου κατά των Δημήτρη Λιγνάδη και Πέτρου Φιλιππίδη, τους οποίους αποκάλεσες «σκουλήκια». Τώρα που προχωράνε οι δίκες, έχεις να πεις κάτι;
Τώρα είμαι περισσότερο, γιατί αφήνεις δύο ανθρώπους τους οποίους βάζεις μέσα ως υποτιθέμενους υπόπτους και βγαίνεις και λες δεν είναι ύποπτοι πιώ, αλλά κατηγορούνται και τους αφήνεις έξω. Δηλαδή αύριο το πρωί ο κ. Χαράλαμπος βγαίνει έξω, μου βιάζει εμένα την κόρη και τον αφήνεις έξω; Όχι τον κ. Χαράλαμπο θα τον βάλεις μέσα. Τον Λιγνάδη και τον Φιλιππίδη γιατί τους αφήνεις έξω; Επειδή είναι ο Λιγνάδης και ο Φιλιππίδης; Ένα τίποτα είναι. Όπως λέω εγώ, «παιδιά, δεν είμαστε επώνυμοι, είμαστε άνθρωποι πάνω απ’ όλα». Κι είναι πολύ σημαντικό όλοι οι άνθρωποι να είναι ίσοι σε μια κοινωνία. Οι νόμοι υπάρχουν για όλους. Δεν θα σε αφήσω εγώ να είσαι έξω αν διακινδυνεύω να μου βιάσεις το παιδί μου.
Έτσι όπως το λες, όμως, είναι σαν να καταλήγουμε σε μια κοινωνία που υπάρχει αυτοδικία. Πολύ επικίνδυνο και ακραίο αυτό που λες.
Από τη στιγμή που ζεις σε μια χώρα η οποία δεν σέβεται τους νόμους, εκεί θα καταλήξεις. Αν κάνεις κάτι, επώνυμος ή μη, θα πρέπει να το πληρώσεις αυτό που κάνεις. Γιατί το κάνεις συνειδητά. Συνειδητά βάζεις έναν άνθρωπο στο αμάξι και έχεις σκεφτεί ότι θα τον βιάσεις, θα του δείξεις τα γεννητικά σου όργανα, ότι θα τον προσβάλεις, ότι θα τον μειώσεις. Την έχεις σκεφτεί πριν ερωτικά για να το κάνεις αυτό. Και προς Θεού. μην πάμε ότι είσαι άρρωστος σεξουαλικά. Το ότι βγαίνει ο εκάστοτε και τους υποστηρίζει, πώς το κάνει αυτό; Τα θύματα δεν τα σκέφτεται; Κι επειδή ξέρω και την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, ούτε μία στο εκατομμύριο!
Αν είχες μπροστά σου τον Δημήτρη Λιγνάδη και τον Πέτρο Φιλιππίδη, τι θα τους έλεγες; Θα έκανες κάτι;
Τίποτα. Για εμένα σέρνονται στο πάτωμα.
Βγάζεις οργή. Έχεις και δύο μικρές κόρες, τη Δανάη, που είναι ενάμισι έτους, και τη Μαίρη, που είναι τριών ετών. Σε φοβίζει ο κόσμος που θα αντιμετωπίσουν τα παιδιά σου;
Πάρα πολύ. Γι’ αυτό τον λόγο θα ασχοληθούν από πολύ μικρά με τις πολεμικές τέχνες. Για να μπορούν να προστατέψουν τον εαυτό τους, αν χρειαστεί.
Ήσουν πολύ όμορφος άνδρας. Έχεις δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση στο θέατρο;
Όχι. Ήταν πολύ ωραία τα πράγματα. «Θέλεις; Όχι. Δεν θέλεις; ΟΚ. Τελειώσαμε». Αυτές ήταν οι κουβέντες.
Δεν έκανες ποτέ συμβιβασμούς;
Ποτέ.
Πιστεύεις ότι χρωστάς κάπου ένα «ευχαριστώ» και μία «συγγνώμη»;
«Ευχαριστώ» στη μάνα μου, της το έδειχνα και της το έλεγα, αλλά της χρωστάω και μία «συγγνώμη».
Γιατί;
Με την όλη κατάσταση που πέρασε μέχρι να φύγει από τη ζωή, πριν από μερικούς μήνες, γιατί δεν κατάλαβα αμέσως το λάθος που έγινε.
Τι εννοείς;
Η μητέρα μου «έφυγε» από ιατρικό λάθος. Είχε πάθει σηψαιμία στο πόδι της, οι γιατροί διέγνωσαν ότι δεν ήταν σηψαιμία, της έδωσαν αντιβίωση, της είπαν να πάει σπίτι κι αυτό προχώρησε και η μάνα μου «έφυγε». Θα μου πεις «η μάνα σου «έφυγε» 90 χρόνων. Πόσο να ζούσε;». Ναι, αλλά είναι το πώς «έφυγε». Δεν ήθελα η μάνα μου να φύγει με πόνο.
Πώς νιώθεις τώρα; Αυτή η οργή σου έχει καταλαγιάσει;
Όχι. Δεν μπορώ να σου πω ότι έχει καταλαγιάσει η οργή μου, απλά ήταν μια επιθυμία, εγώ δεν είμαι της όλης ιστορίας της κηδείας, γιατί της έκανα αποτέφρωση -το είχαμε συζητήσει-, οπότε μπορώ να σου πω ότι είμαι κάπως ανακουφισμένος. Γιατί ξέρω ότι είναι κάπου αλλού. Μέσα μου δεν αισθάνομαι ότι αυτή η γυναίκα είναι στο χώμα και εγώ είμαι στο σπίτι μου και περνάω καλά.
Ο χρόνος που περνάει από πάνω σου σε ενοχλεί; Ήσουν πολύ ωραίος.
Τα έχω πολύ καλά με τον εαυτό μου. Γι’ αυτό δεν πάω να βάλω μαλλιά, επειδή είχα ωραία μαλλιά κάποτε, να τα βάψω τα μαλλιά μου, επειδή ήταν μαύρα κάποτε, γι’ αυτό έχω αφήσει άσπρα γένια. Δεν με νοιάζει. Δεν είναι κάτι που με ενοχλεί επάνω μου.
Θέλεις να κάνεις ξανά τηλεόραση;
Ναι, αν θα ήταν κάτι καλό, ειδικά τώρα που άνοιξε πάλι η μυθοπλασία και γίνονται προσεγμένες σειρές.
Όμως συμπρωταγωνιστείς στο θέατρο στο έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη «Ο φονιάς».
Ναι, είναι μια παράσταση που παίζεται για τρίτη σεζόν -πάμε πολύ καλά- σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου, στον θίασο είναι και οι: Γιώργος Χριστοδούλου, Λουκία Παπαδάκη και Αντώνης Αλεξίου. Παίζουμε στη Θεσσαλονίκη μέχρι 16 του μηνός, μετά κάνουμε μια μικρή περιοδεία και επιστρέφουμε στο θέατρο «Βικτώρια» από 4 Νοεμβρίου. Είναι ένα σύγχρονο έργο -με φοβερά κωμικά στοιχεία μέσα από το δράμα-, γεμάτο ανατροπές. Έχει κεντρικό ήρωα έναν φονιά που αποφυλακίζεται. Εγώ υποδύομαι τον Ταρζάν, που ήμουν μαζί του στη φυλακή. Όλα όμως τα πρόσωπα συνδέονται κι έχουν μυστικά που αποκαλύπτονται, ενώ υπάρχουν πολλά στοιχεία που βλέπουμε γύρω μας σήμερα.
Κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη θέλω να μου πεις με μία φράση τι άνθρωπος είναι ο Τζώνυ;
Είναι ένας καλός άνθρωπος που δεν χωράει σε αυτή την κοινωνία.