Οι τελευταίες ώρες του Δάκη πριν χάσει τη μάχη με τον καρκίνο – Λουκίλα Καρρέρ: «Βασανίστηκε πολύ»
Ήταν ο άνθρωπος χωρίς ηλικία, ο «αιώνιος έφηβος», όπως πολλοί τον χαρακτήριζαν. Παρέμεινε στη μουσική επικαιρότητα από το 1967 έως και τη μέρα που έφυγε από τη ζωή. Ο Δάκης πολέμησε με σθένος τον καρκίνο. Όταν πριν από μερικά χρόνια οι γιατροί του είχαν ανακοινώσει πως έχει μόλις 6 μήνες ζωή, αυτός τους διέψευσε. Η κατάσταση της υγείας του όμως το τελευταίο διάστημα είχε επιβαρυνθεί, ενώ πρόσφατα ο Τάκης Σαγιώρ είχε αναφέρει πως ο τραγουδιστής ζύγιζε μόλις 42 κιλά. Όπως είχε πει τότε, η περιπέτειά του ξεκίνησε ένα βράδυ που είχε φοβερούς πόνους στην κοιλιά του. Πηγαίνοντας στο νοσοκομείο, οι γιατροί έκριναν απαραίτητο να τον χειρουργήσουν». Λίγο αργότερα ξεκίνησαν οι χημειοθεραπείες. «Έδωσε μία παλικαρίσια μάχη, στενοχωριόταν τις τελευταίες ημέρες που έβγαιναν διάφοροι κι έλεγαν πόσο άσχημα ήταν. Δεν ήθελε. Είχε δώσει το κλειδί της ψυχής και της καρδιάς του σε πέντε ανθρώπους. Εγώ χθες ήμουν μαζί του στις τελευταίες του ώρες. Ταλαιπωρήθηκε και βασανίστηκε τις τελευταίες ώρες. Ήμουν μαζί με τον κολλητό του φίλο, τον Πάνο Δέρβο. Ξεκουράστηκε σήμερα ο Δάκης», ανέφερε, αρχικά, η Λουκίλα Καρρέρ στην εκπομπή του Νίκου Μάνεση, λίγη ώρα μετά τη γνωστοποίηση της είδησης.
«Ένας αξιοπρεπέστατος κι ευγενής άνθρωπος που δεν ήθελε να ασχολούνται με την προσωπική του ζωή, πόσω μάλλον με την υγεία του. Έδωσε μάχη για τέσσερα χρόνια, εκ των οποίων ο τελευταίος χρόνος ήταν δύσκολος. Ξεκίνησε από έναν καρκίνο του εντέρου αλλά αυτό επεκτάθηκε. Όπως θυμόσαστε και θυμόμαστε όλοι, έδινε συναυλίες, ήταν μέσα στην καλή χαρά», πρόσθεσε. Ο Δάκης και η Λουκίλα Καρρέρ ήταν φίλοι για περισσότερα από 50 χρόνια.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Βρασίδας Χαραλαμπίδης. Γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1943 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου έζησε ανέμελα παιδιά χρόνια. Το 1963 ήρθε στην Ελλάδα και σχεδόν ένα χρόνο μετά ξεκίνησε να τραγουδά σε χώρους διασκέδασης και θεαμάτων και παράλληλα ηχογράφησε το 1964 τον πρώτο του δίσκο στα αγγλικά με τίτλο «Deep in the heart of Athens» και ακολούθησαν δίσκοι που γνώρισαν αμέσως μεγάλη επιτυχία στα γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά. Μιλούσε έξι γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και αραβικά), γεγονός που του επέτρεπε να ερμηνεύει διεθνές ρεπερτόριο.
Αδελφός της μητέρας του, ηθοποιός της οπερέτας, ξαδέλφια του ο Ντέμης Ρούσσος και οι μουσικοί Καλαθόπουλοι, που δούλεψαν με τη Μούσχουρη και τον Bob Azzam. Τα βιώματά του ως παιδί τον καθόρισαν με επιρροές από τραγουδιστές όπως οι Charles Aznavour, Gilbert Becaud, Nat King Cole, Frank Sinatra και μετέπειτα η Celine Dion, η Barbra Streisand. Στο σπίτι τους στην Αλεξάνδρεια έπαιζε συνέχεια το ραδιόφωνο που λάτρευε, κολλημένο στο Β΄ Πρόγραμμα, ένιωθε να αγγίζει Ελλάδα ακούγοντας τις φωνές της Γιοβάννας, της Μούσχουρη, του Βογιατζή… Μέχρι τη στιγμή που έφτανε στο σπίτι ο λογιστής σε μεγάλη εταιρεία και άσχετος με τη μουσική πατέρας του και του το έκλεινε. «Έπρεπε να τρώμε όλοι μαζί, να του μιλάω στον πληθυντικό, απαιτούσε σεβασμό», θυμάται.
Στην Αθήνα ήρθε για σπουδές και τυχαία βρέθηκε να τραγουδάει στην Κηφισιά, το 1964, στο στέκι της νεολαίας «Auto-club», όπου τον άκουσε να συνοδεύει τους Playboys -επιτυχημένο συγκρότημα της εποχής- ο ιδιοκτήτης της «Αργώ» στη Βουλιαγμένη και ενθουσιασμένος τον ζητάει για το μαγαζί του. Ακολούθησε ο δίσκος «Deep in the heart of Athens» και ο Δάκης έμεινε στην Ελλάδα. Σεμνός, ευγενικής καταγωγής, κοσμοπολίτης, ο νεαρός και μετρημένος εικοσάρης που μιλούσε έξι γλώσσες, θα τραγουδήσει στην «Αθηναία», στα «Αστέρια», στο «Χίλτον».
Το μακρινό 1968, ο Μίμης Πλέσσας του έγραψε την «Αλήθεια» για την ταινία «La Coeur Chaud», που γυρίστηκε στη Ρόδο, και αμέσως μετά τη μεγάλη του επιτυχία «Τόσα καλοκαίρια» για την ταινία του Δαλιανίδη «Γοργόνες και μάγκες». Τραγούδησε στα στούντιο του Φίνου έχοντας το πιο εντυπωσιακό ενδυματολογικό της ταινίας, που μόνος του επέλεξε για τη συγκεκριμένη σκηνή από τη συλλογή της βιτρίνας του Γιάννη Τσεκλένη. Δύο χρόνια μετά ο Πλέσσας γράφει για αυτόν «Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά», το «Μάζευα στα χέρια μου βροχή», το «Κορίτσι στάσου να σου πω», «Στη σελίδα 18» και τη «Μικρή ανεμώνα». Το 1970, που εμφανίστηκε πρώτη φορά σε σόου με τις αδελφές Μπρόγιερ στα «Δειλινά». «Με πολύ τακτ ντυθήκαμε με χρυσά κοστούμια και μαύρα καπέλα ανδρογύναια αλά Λάιζα Μινέλι, καθίσαμε στα ψηλά σκαμπό και κάναμε τους συνδαιτυμόνες να αναρωτιούνται για το τρίτο άτομο», θυμάται. Ο Δάκης με τη Μαργαρίτα ήταν δυο φρέσκα νεαρά παιδιά, το όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι που απασχολούσε τον Τύπο. Ράβονταν με τα δικά τους υφάσματα και πέντε χρόνια ήταν μαζί.
Εντελώς τυχαία τραγούδησε τη «Μαργαρίτα» στον Λυκαβηττό που έγινε κι αυτό επιτυχία. Τραγούδια γραμμένα αποκλειστικά για τη δική του φωνή, κάποια τον καθιέρωσαν, άλλα τα αγάπησε ιδιαίτερα, όπως το «Rain». Συμμετείχε σε ταινίες και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο νέος ποπ σταρ ντυμένος με λευκά παντελόνια καμπάνα και ανοιχτά πουκάμισα, πρότυπο φινέτσας, με απαστράπτον χαμόγελο τραγούδησε το καλοκαίρι και τον έρωτα. Ένας πολύγλωσσος «Δάκης ’72» με το επιτυχημένο «Tu veux ou tu veux pas» και το 1975 το «Δάκης 100%» του νεαρού τότε Νίκου Καρβέλα. Σταθμοί στην καριέρα του ήταν η συνεργασία το ’77 με τον Κώστα Χατζή στην μπουάτ «Σκορπιός» στην Πλάκα και το ’79 με τη Μαρινέλλα στο «Zoom» καθώς και η περιοδεία στην Αυστραλία μαζί της, όπου «διδάχθηκε από τον επαγγελματισμό της», όπως έλεγε.
Ο έρωτας με τη Δαλιδά
Ο ίδιος έχει μιλήσει μέσα από συνεντεύξεις του για τη ζωή του:
«Έξαλλες θαυμάστριες συνωστίζονταν για ένα αυτόγραφο, μου ξερίζωναν τούφες και μου σκίζανε τα ρούχα».
«Από το σόι της μητέρας μου ήταν όλοι καλλιτέχνες. Ο ξάδελφός μου γυρνώντας από μια περιοδεία έφερε ένα μπομπινόφωνο, παίζοντας κιθάρα τον συνόδευσα τραγουδώντας το “You mean everything to me”, στην οντισιόν όταν τυχαία γυρίζοντας την ταινία έπεσε στη φωνή μου, άρεσε και με κάλεσαν ζητώντας μου να πω ρεπερτόριο. Είπαν στον πατέρα μου “Κάνει για τραγούδι άσ’ τον!” και τον έπεισαν».
«Έχω ζήσει μια καταπληκτική Μύκονο στα νιάτα μου, όλα τα ρεπό, πρόλαβα τη Μύκονο με ελικόπτερο όταν δεν υπήρχε το αεροδρόμιο. Διέμενα στο “Ξενία”, εντυπωσιάστηκα που το είδα να χάνει την αίγλη του. Ήμουν θαυμαστής των Μπιτλς, λάτρευα τη Δαλιδά. Οι χίπις, τα μαλλιά, τα ναρκωτικά με απωθούσαν. Όταν ο Μαστοράκης μου ζήτησε να ανοίξω τη συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς στην Αθήνα, είπα τα τραγούδια μου και έφυγα αμέσως».
«Ήμουν ερωτευμένος με τη Δαλιδά, με μάγεψε με την πρώτη. Θα ήθελα να τραγουδήσω δίπλα της. Όταν βρεθήκαμε στο γαλλικό Ροζ Ντορ που διαγωνιζόμουν, είχα καταπιεί τη γλώσσα μου, την κοίταζα εντυπωσιασμένος, άναυδος. Θα έλεγε “τι είναι αυτό το ανώμαλο που χάζεψε”».
«Το βίντεοκλιπ του “Τσάι με λεμόνι” ίσως να είναι σαν μια πρώιμη εκδοχή του “9½ εβδομάδες” όπου υποδύομαι ρόλο, όπως και σε πολλά βίντεοκλιπ, η διαφορά είναι ότι μόνο κοιτάω, δεν αγγίζω».
«Το πιο επεισοδιακό ντουέτο ήταν με τη Χριστιάνα τραγουδώντας το “Μίλα μου”. Δεν μιλιόμασταν εκείνη την εποχή. Ηχογράφησε ο καθένας μοναχός του κι αν μας ακούσεις μοιάζουμε με δυο ερωτευμένους».
«Πιστεύω στον Θεό, έχω μια εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας όπου προσεύχομαι και θεωρώ θαυματουργή, πιστεύω ότι υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που με προστατεύει σε δύσκολες στιγμές, που προσωπικά έχω περάσει πολλές. Η δύναμη της πίστης σε κάνει πολύ δυνατό πάντα! Πέρασα έναν καρκίνο αλλά το αντιμετώπισα με θάρρος σαν να σαν είχα γρίπη».
«Συνειδητά δεν έκανα παιδιά γιατί δεν θα το υποστήριζα σωστά και όντας τελειομανής θα είχα τύψεις στη συνείδησή μου».
«Με θέλανε ποπ τραγουδιστή, θα ήθελα να είχα πει Χατζιδάκι, που τον γνώριζα και προσωπικά, γιατί να μην πω δηλαδή; Αλλά ο Πλέσσας ήταν εκείνος που με πίστεψε και μου έγραψε πολλά τραγούδια. Πέρασαν 52 χρόνια και ο κόσμος έρχεται για να ακούσει ακόμα το “Πόσα καλοκαίρια”!».
«Έχω τραγουδήσει σε ντουέτο με Κανελλίδου, Διαμάντη, Μαρινέλλα, Χατζή, αλλά και τον Μεσιέ Μινιμάλ. Ένα νέο τραγούδι ηχογραφήσαμε τώρα με την Ελπίδα για το σίριαλ της ΕΡΤ “Τα καλύτερά μας χρόνια”».
«Όσο ερωτευμένος κι αν υπήρξα στη ζωή μου, δεν μπόρεσα ποτέ να μοιραστώ το κρεβάτι μου. Με τη Μαργαρίτα Μπρόγιερ ήμασταν μαζί πέντε χρόνια. Ήταν πολύ ήρεμη και αρμονική η σχέση γι’ αυτό και μετά μείναμε φίλοι».
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΝ ΤΙΜΕ στις 30/5