Όλα τα νέα στην ώρα τους
Lifestyle, Gossip, Celebrity News

Πολύνα Γκιωνάκη: Με απέρριψαν πολλές φορές γιατί είχα το όνομα Γκιωνάκη

Από την Σίσσυ Μενεγάτου

Της αρέσει το κόκκινο. Ίσως γιατί είναι το χρώμα του πάθους και της φωτιάς. Γιατί η Πολύνα Γκιωνάκη -Πολυξένη το βαφτιστικό της- παθιάζεται με ό,τι κάνει κι ας φαίνεται ήρεμη δύναμη. Είναι ένα… ηφαίστειο δημιουργίας κι αυτό φαίνεται και στους μονολόγους που ανεβάζει με ξεχωριστές ηρωίδες, όπως η «Σεβάς Χανούμ» που θα παρουσιάσει ξανά το καλοκαίρι. Το επίθετό της δεν στάθηκε καθόλου «ελαφρύ» στους ώμους της όπως αποκάλυψε στην «ΟΝ time». Θα μπορούσε να είναι η ίδια μια πολυδιάστατη σύγχρονη ηρωίδα ενός θεατρικού έργου, καθώς η ζωή της είχε φώτα και δόξα στη σκηνή αλλά και πολύ πόνο και δάκρυα στα παρασκήνια. Η Πολύνα Γκιωνάκη -από τα πιο ευγενικά και αξιοπρεπή άτομα του χώρου της υποκριτικής-, σοβαρή αλλά και ροκ, ρυάκι αλλά και χείμαρρος όπως η ζωή της. δεν δίστασε να μας μιλήσει για όλα! Για τις μεγάλες «απώλειες» της, τις πληγές της, την αρρώστια που ανέκοψε την πορεία της αλλά την «ατσάλωσε» ως χαρακτήρα και επέστρεψε πιο δυνατή στο θέατρο. Κι ακόμα αναφέρθηκε στο #ΜeToo και μας αποκάλυψε τον σκληρό αγώνα που έδωσε για να σώσει το παιδί της από τον αλκοολισμό και τα ναρκωτικά.

Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;

Γεννήθηκα στην «καρδιά» της Αθήνας, στο Πεδίον του Άρεως. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα παίζοντας στο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας. Στα επτά μου χρόνια μετακομίσαμε και ήρθαμε στην Πεύκη που είναι το πατρικό μου, όπου και ζω μέχρι σήμερα. Όταν ήρθαμε, η περιοχή δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Ήταν όλο πεύκα. Καθόλου πολυκατοικίες. Μια μονοκατοικία είχε χτίσει εκεί ο μπαμπάς και μέναμε. Άλλαξαν όλα τότε. Βγήκαμε στον κήπο, παίζαμε με τα άλλα παιδάκια. Αρχίσαμε -εγώ και η μεγαλύτερη κατά δύο χρόνια αδελφή μου, Ρενάτα- να ζούμε πολύ πιο ελεύθερα. Είχαμε έναν υπέροχο κήπο με τα λουλούδια μας, τις ροδιές μας, τις λεμονιές μας, που και τώρα τις έχουμε.

Πώς είναι να μεγαλώνει ένα παιδάκι έχοντας έναν διάσημο μπαμπά όπως ο Γιάννης Γκιωνάκης;

Είχα καλά παιδικά χρόνια και ποτέ μου δεν ένιωσα ότι διαφέρω από τα άλλα παιδιά. Εμένα η οικογένειά μου με μεγάλωσε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έχω έπαρση γιατί ο δικός μου μπαμπάς ήταν δημοφιλής. Δεν μου μετέφεραν κάτι τέτοιο. Η μαμά μου, μου έλεγε: «Εντάξει, γνωρίζουν τον μπαμπά σου, κάνει ένα επάγγελμα όπως όλα τα επαγγέλματα, απλά είναι αναγνωρίσιμος, τίποτα παραπάνω». Οπότε δεν ένιωθα διαφορετική από τα άλλα παιδάκια. Το μόνο που θυμάμαι είναι την πρώτη μέρα στην τάξη όταν ο δάσκαλος έφτανε στο δικό μου όνομα, πάντα σταματούσε και με ρωτούσε: «Έχεις καμιά συγγένεια με τον Γιάννη Γκιωνάκη;» και έλεγα: «Ναι, είναι μπαμπάς μου» (γέλια). Ήμουν ένα κοινωνικό παιδάκι και με απασχολούσαν άλλα κι όχι αν ο μπαμπάς μου είναι γνωστός ή όχι. Εγώ ήθελα να παίζω όπως όλα τα παιδάκια. Ήμουν άτακτο παιδάκι. Αν με συγκρίνω με την αδελφή μου. Η αδελφή μου ήταν πάντα, και ιδίως στην εφηβεία, ένα ήρεμο παιδί. Εγώ ήμουν πολύ αντιδραστικό. Μικρή ήμουν συνεχώς με τα γόνατα χτυπημένα, με το χέρι βγαλμένο, με τα δόντια σπασμένα. Πολύ ζωηρή!

Τα άλλα παιδάκια σε αντιμετώπισαν ποτέ διαφορετικά;

Όχι. Το μόνο που ήταν χαρούμενα ότι στο πάρτι που έκανα σπίτι θα γνωρίσουν τον μπαμπά μου.

Πώς σε αντιμετώπιζαν οι γονείς σου, ο Γιάννης και η Ζέτα Γκιωνάκη; Ήταν αυστηροί;

Ναι, οι γονείς μου ήταν αυστηροί. Και μέχρι που μεγάλωσα, όχι μόνο όταν ήμουν παιδί. Ο πατέρας μου τη μητέρα μου την αποκαλούσε «Γερμανίδα μάνα», γιατί ήταν πολύ αυστηρή. Και πάντα έλεγε: «Ό,τι πει η μητέρα σας». Δεν είπε ποτέ: «Άστο, παιδί είναι».

Στο σπίτι σας στην Πεύκη ποιους ή ποιες ηθοποιούς θυμάσαι που έπαιζαν μαζί σου;

Πολλούς. Δεν ξέρω ποιον να σου πρωτοπώ. Θα ξεκινήσω με τον σπουδαίο Γιάννη Μιχαλόπουλο, που με τον πατέρα μου ήταν κολλητοί φίλοι. Η γυναίκα του με τη μητέρα μου ήταν πολύ καλές φίλες και εμείς ως παιδιά κάναμε παρέα με την κόρη του. Πολύ αγαπημένος. Εγώ απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, έλεγα: «Όταν μεγαλώσω θα γίνω ηθοποιός». Η μεγάλη μου χαρά και ευτυχία ήταν ότι ο πατέρας μου κάθε Σάββατο μας πήγαινε στο θέατρο όπου έπαιζε. Τότε ήμουν πέντε χρόνων και λάτρευα το θέατρο. Καθόμουν ακούνητη μέσα στο θέατρο, πολύ ήσυχη και με εντυπωσίαζε όλο αυτό. Στη συνέχεια μεγαλώνοντας, όταν ήμουν 11-12 χρόνων, με πήγαινε πρώτα να δω ένα θέατρο και μετά σε αυτό που έπαιζε. Θυμάμαι την Έλλη Λαμπέτη. Δεν υπήρχε παράστασή της που δεν είχα δει. Σε ηλικία 13 ετών, μου είπε ο μπαμπάς μου: «Σε πηγαίνω να γνωρίσεις μια σπουδαία ηθοποιό» και με πήγε να δω τη Βέρα Ζαβιτσιάνου. Άσχετο με το αν ήμουν σε ηλικία να καταλάβω το έργο. Έβλεπα όμως πολύ θέατρο. Σπίτι μας έρχονταν όλοι και όλες οι ηθοποιοί. Θυμάμαι την Τζένη Καρέζη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Νίκο Ρίζο, αλλά ο Γιάννης Μιχαλόπουλος με διάβαζε. Με βοηθούσε στα μαθηματικά που δεν ήμουν καλή. Επίσης θυμάμαι πολύ έντονα και την Έλλη Λαμπέτη που πήγαινα στο καμαρίνι της και της έλεγα: «Άμα μεγαλώσω θα γίνω ηθοποιός. Θέλω να γίνω σαν εσάς». Κι εκείνη μου απαντούσε: «Κι εγώ θα ήθελα να έχω μια κόρη σαν εσένα» και με φιλούσε.

Άρα, λοιπόν, με όλα αυτά που μου λες, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να τραβήξεις αυτό τον δρόμο.

Εγώ ναι. Η αδελφή μου δεν ήθελε.

Πότε αποφάσισες να πας στη Δραματική Σχολή και να «αγγίξεις» το παιδικό σου όνειρο;

Τώρα «αγγίζεις» κάτι που με πονάει. Βιαζόμουν πάρα πολύ να βγω στο θέατρο. Όταν ήμουν μικρό παιδάκι ήθελα να παίξω στο θέατρο. Ο πατέρας μου δεν με άφηνε. Μου έλεγε :«Όχι, τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν. Όταν μεγαλώσεις». Τελικά πήγα στα ταλέντα και τελείωσα το Λύκειο, ταυτόχρονα με τη Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρίτσου. Οπότε, το καλοκαίρι, τελειώνοντας το σχολείο, έπαιζα στο θέατρο. Και γιατί σου είπα ότι με πονάει; Το έχω μετανιώσει πάρα πολύ που το έκανα και βγήκα τόσο μικρή στο θέατρο. Και πολλές φορές μονολογώ και λέω: «Αχ, πατέρα, δεν έπρεπε να με αφήσεις». Γιατί αν είχα τελειώσει το Λύκειο, θα μπορούσα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πιστεύω ότι είναι άλλο να βγαίνεις ηθοποιός από το Εθνικό Θέατρο. Άλλες πόρτες και άλλοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά σου. Εγώ όμως βιαζόμουν σαν τρελή να βγω στο θέατρο. Εκεί δεν με σταμάτησε ο πατέρας μου.

Επαγγελματικά ποια ήταν η πρώτη σου παράσταση;

Μόλις τέλειωσα το σχολείο, έπαιζα δίπλα στον πατέρα μου, στο θίασό του. Ενώ ήμουν η κόρη του, ήμουν αυτή που δεν έπρεπε να μιλήσει, να έχει άποψη, να πει κάτι. Κι αυτό για να μην πουν ότι επειδή είμαι η κόρη του Γκιωνάκη, μου κάνει χάρες. Ήμουν πολύ μαζεμένη όταν βγήκα στο σανίδι.

Άρα έπρεπε να παλέψεις για το ρόλο. Σε βοηθούσε στο να προχωρήσεις τους ρόλους σου ή σε άφηνε μόνη σου;

Πάλεψα πολύ. Με άφηνε μόνη μου. Και μάλιστα πολλές φορές τού γκρίνιαζα γι’ αυτό και του έλεγα: «Γιατί δεν μου το δείχνεις; Γιατί δεν με βοηθάς;». Και μου απαντούσε: «Εσύ είσαι ίδια ο πατέρας σου. Θα τα βρεις μόνη σου».

Το γεγονός ότι «κουβαλάς» στις πλάτες σου αυτό το τεράστιο όνομα, σου άνοιξε εύκολα πόρτες;

Αυτό το όνομα μου έκλεισε πολλές πόρτες! Πρέπει ν’ αποδείξεις πενταπλά ότι έχεις ταλέντο και να σε αποδεχτούν. Κι υπάρχει και κάτι άλλο. Ο χώρος μας είναι άγριος. Είναι ένας χώρος ανταγωνιστικός. Όταν ένας ηθοποιός είναι επιτυχημένος και έχει τη μεγάλη αγάπη του κοινού, έχει και την αντιζηλία των συναδέλφων του. Αυτό πολλοί άνθρωποι του χώρου που δεν μπορούσαν στον ίδιο να την βγάλουν, την έβγαλαν στο παιδί του, με μία απόρριψη και μόνο στο όνομα. Χωρίς να ξέρουν ποια είσαι, τι κάνεις, τι δυνατότητες έχεις. Βάζουν ένα «Χ».

Έχεις δουλέψει σε κάποιους καλούς θιάσους, αλλά εδώ και χρόνια ανεβάζεις παραστάσεις μόνη σου. Γιατί;

Εγώ, όπως σου είπα, βγήκα στο θέατρο μικρή, δούλεψα πολλά χρόνια στο ελεύθερο θέατρο και μετά υπήρξε μια μεγάλη ατυχία στη ζωή μου με θέμα υγείας, οπότε δεν μπορούσα να δουλέψω. Έτσι αναγκάστηκα να φύγω από το χώρο το 1993 και επέστρεψα μετά από πολλά χρόνια. Εδώ έναν χρόνο σταματάς τη δουλειά και όταν επιστρέψεις τα βρίσκεις όλα διαφορετικά. Δεν πίστευα ότι θα επιστρέψω στο θέατρο, παρότι ήμουν μακριά του, με στενοχωρούσε πάρα πολύ. Επέστρεψα λοιπόν, όταν μου έγινε μια πρόταση και δεν μπορούσα να πω «όχι». Το ήθελα σαν τρελή. Ο Χρήστος Τσάγκας μου έκανε την πρόταση, γινόταν ένα αφιέρωμα στον Τενεσί Ουίλιαμς και μου είπε να παίξω Μπλανς Ντιμπουά. Όμως επιστρέφοντας ήταν όλα διαφορετικά. Δεν πιστεύω ότι ύστερα από τόσα χρόνια ούτε στο θέατρο ούτε στην τηλεόραση θα θυμόντουσαν να με φωνάξουν. Έτσι δειλά δειλά έκανα κάποιες δικές μου θεατρικές δουλειές. Πήγαν πολύ καλά. Πάλεψα πολύ. Ήταν σαν να ξανάρχιζα.

Οι συνάδελφοί σου όταν είχες το σοβαρό πρόβλημα υγείας κι αναγκάστηκες ν’ αποχωρήσεις, νοιάστηκαν, ασχολήθηκαν μαζί σου;

Όχι. Οι άνθρωποι είναι παρόντες μόνο στις χαρές. Είναι λίγοι αυτοί που είναι στις λύπες, και το ξέρεις καλά. Στη χαρά σου είναι όλοι δίπλα σου. Στην επιτυχία τρέχουν πίσω σου. Στα δύσκολα είμαστε μόνοι μας. Οι άνθρωποι που είναι δίπλα σου είναι η οικογένεια -αν έχεις- και ένας – δύο φίλοι. Πάντως οι άνθρωποι που ήταν δίπλα μου στα δύσκολα δεν είναι της δουλειάς.

Αυτή η δύσκολη περιπέτεια υγείας σε άλλαξε μέσα σου;

Όλα μας αλλάζουν. Κάθε στιγμή που βιώνουμε. Νομίζω ότι αν έχεις μέσα σου καλά στοιχεία, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Εγώ πολλές φορές σκέφτηκα πως είμαι ένας δυνατός άνθρωπος και ότι ο Θεός ξέρει πού τα δίνει. Είχα τη δύναμη να παλέψω. Όλοι λένε μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια με ένα όνομα, δεν έχει ανάγκη. Δεν είναι έτσι. Πάντα ήμουν μια μαχήτρια στη ζωή μου και συνεχίζω να είμαι.

Ο πατέρας σου πάλεψε τέσσερα χρόνια με το σακχαρώδη διαβήτη, ήταν κατάκοιτος και η τελευταία του κουβέντα ήταν: «Μη με αφήσεις να πεθάνω».

Ναι: έτσι είναι. Είναι μεγάλος πόνος. Με κοιτούσε ίσια στα μάτια πριν πεθάνει… αλλά δυστυχώς είσαι αδύναμος. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Το νιώθεις ότι «φεύγει»…

Είχες πει πως όταν τον «έχασες», δεν μπορούσες να βλέπεις τις ταινίες του. Τώρα;

Ναι, πολλά χρόνια μού συνέβαινε αυτό. Είναι πάρα πολύ οδυνηρό να βλέπεις τον άνθρωπό σου ζωντανό, τα χέρια του, το δαχτυλίδι του, τις κινήσεις του, το γέλιο του και να μην τον έχεις. Μετά όμως με τον καιρό κι επειδή πιστεύω πάρα πολύ στον Θεό, νιώθω ότι ο πατέρας μου δεν πέθανε, ναι μεν δεν υπάρχει το σώμα του, αλλά η ψυχή του υπάρχει κι είναι δίπλα μου. Την ευτυχία ακόμα κι όταν την έχουμε δεν την βλέπουμε. Ο πατέρας μου έτσι είναι, σαν την ευτυχία. Είναι δίπλα μου, δεν τον βλέπω αλλά πάντα τον επικαλούμαι. Πριν βγω στη σκηνή, του μιλάω. Μέσα στο σπίτι μου όταν έχω προβλήματα του μιλάω. Είναι δίπλα μου, με παρακολουθεί. Έτσι τώρα πλέον μπορώ και τον βλέπω και μέσα από την τηλεόραση και του μιλάω, καθώς χαίρομαι τις παλιές ελληνικές ταινίες του και του λέω: «Ήσουνα πολύ μεγάλος, πατέρα!» Τώρα, το 2022 είναι 20 χρόνια που «έφυγε» ο πατέρας μου.

Έγραψες και βιβλίο για τον πατέρα σου. Είναι αυτά που δεν πρόλαβες να του πεις, όπως λέει και ο τίτλος του;

Ναι. Τα «Λόγια που άργησαν να ’ρθουν» και μέσα σε αυτό του μιλάω και του κάνω πολλά παράπονα. Τώρα όμως που μεγάλωσα, μπορώ να σου πω ότι τα παιδιά είμαστε αδηφάγα, ότι θέλουμε τον μπαμπά μας, τη μαμά μας μόνο για εμάς. Ο πατέρας μου αν έλειπε από κοντά μου το έκανε για να ζήσω εγώ μια καλύτερη ζωή. Δεν έλειπε από ματαιοδοξία.

Πώς είναι για μια κόρη που λατρεύει τον πατέρα της να βιώνει μια οικογενειακή τραγωδία, με τον πατέρα της να σηκώνει όπλο τυφλωμένος από ζήλια και να πυροβολεί την ερωμένη του;

Το αγγίζεις πολύ απαλά και μου δίνεις την ευκαιρία να πω κάτι χωρίς να θίγω εσένα. Αυτό έγινε το 1984. Τώρα έχουμε 2022 κι ακόμα συζητείται. Και συζητείται και κάνουν ερωτήσεις οι δημοσιογράφοι -μιλάω γενικά- στο παιδί του, που είμαι εγώ, και στο εγγόνι του, που είναι ο γιος μου. Γι’ αυτό που έκανε ο πατέρας μου έγινε δίκη και σήμερα βγαίνουν και λένε «γιατί δικάστηκε τόσο λίγο, γιατί έγινε αλλιώς». Η δίκη έγινε, η Δικαιοσύνη μίλησε, αυτό αποφασίστηκε. Αν θέλουν να γίνει σήμερα ξανά η δίκη, λυπάμαι δεν γίνεται να τον κατεβάσουν από τον ουρανό. Μιλάνε στην τηλεόραση όλοι για ενσυναίσθηση. Για ποια ενσυναίσθηση μιλάμε όταν αυτή η ερώτηση γίνεται στο ίδιο του το παιδί και στον εγγονό του; Σαφώς πονάω, σαφώς είναι μια πληγή μεγάλη για μένα, είναι πατέρας μου, όμως ό,τι έγινε έγινε και το πλήρωσε. Πώς να απολογηθώ εγώ και ο γιος μου για κάτι που έκανε ο πατέρας μου; Ξέρεις τον τελευταίο καιρό με το #ΜeToo, που εγώ είμαι πριν από το #ΜeToo που αποκάλυψα κακοποιητική συμπεριφορά του συντρόφου μου, έχουν ανασκαλίσει αυτή την ιστορία του πατέρα μου. Ξέρεις πώς έχω νιώσει τον τελευταίο καιρό που το ανασκαλίζουν; Σκέφτομαι ότι θα περάσουν λίγα χρόνια και θα πιάσουν την εγγονή μου, που τώρα είναι μωρό, και θα την ρωτάνε πώς νιώθει; Δεν ρωτάς τους απογόνους. Και τι περιμένεις να σου πουν; Είναι ένα δράμα που έζησε η οικογένειά μου. Η κάθε οικογένεια έχει τα δικά της δράματα κι όλοι έχουμε σταυρούς που σηκώνουμε.

Έχω την αίσθηση ότι παρά τη λάμψη που σου χάρισε η ζωή, σου έφερε και πολύ μεγάλες πίκρες. Έχασες τον δεύτερο σύζυγό σου όταν ήταν 47 χρόνων.

Εγώ δεν υπήρξα τυχερή στην προσωπική μου ζωή. Βέβαια, ο Θεός μου χάρισε ένα γερό παιδί. Τον γιο μου, Λευτέρη. Είναι μεγάλη τύχη να σου χαρίσει ο Θεός ένα γερό παιδί. Πολλά πράγματα οι άνθρωποι τα θεωρούμε δεδομένα, τίποτα όμως δεν είναι δεδομένο.

Τρεις γάμοι, δύο διαζύγια, ο δεύτερος άνδρας σου που πέθανε νέος.

Ναι. Ήμουν από τις γυναίκες που ήθελα πάρα πολύ να έχω οικογένεια. Να έχω τον άνδρα μου, το παιδί μου, να μην είμαι μόνη. Τώρα πέρασαν τα χρόνια, μπορεί να φταίω κι εγώ, δεν ξέρω. Μπορεί οι επιλογές μου να μην ήταν τόσο σωστές; Μπορεί να φταίει το ότι εγώ έχω ένα ελεύθερο μυαλό και δεν μπορώ την καταπίεση; Πιστεύω ότι πρέπει να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, να μην προσπαθούμε να τους αλλάξουμε τους ανθρώπους. Δεν ευτύχησα. Σήμερα είμαι μόνη μου, αλλά πάρα πολύ καλά.

Άτυχη μεν, αλλά νομίζω ότι ο έρωτας σου χτύπησε αρκετές φορές την πόρτα.

Είμαι μια γυναίκα που την ερωτεύτηκαν, την αγάπησαν, τη μίσησαν, όλα!

Πιστεύεις ότι περισσότερο σε αγάπησαν ή αγάπησες;

Είπα με αγάπησαν. Θα έπρεπε να πω με ερωτεύτηκαν. Διαφέρει. Εγώ αγάπησα.

Ίσως εκεί οφείλεται το ότι ανέχτηκες κακοποιητική συμπεριφορά από σύντροφό σου, όπως έχεις αποκαλύψει;

Μίλησα για να μην αφήνουν οι γυναίκες να συμβαίνει αυτό, γιατί δυστυχώς συμβαίνει. Να τολμήσουν να ανοίξουν την πόρτα και να φύγουν. Γι’ αυτό μίλησα, πολύ πριν ξεσπάσει το #ΜeToo. Το γιατί μένει μια γυναίκα είναι μια ερώτηση που είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί. Δεν είναι η αγάπη που σε κάνει να μένεις. Είναι ένας φόβος που έχεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο και δεν μπορείς να το εξηγήσεις. Και πρέπει να σου πω ότι εγώ δεν είμαι ένας φοβισμένος άνθρωπος. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση είχα φόβο και εξάρτηση. Ξαφνικά με αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο ένιωθα ότι χωρίς εκείνον δεν μπορώ. Είναι ανεξήγητο γιατί εγώ είμαι μια γυναίκα που και μόνη μου μπορώ να είμαι πολύ καλά. Είμαι από τους ανθρώπους που μόνη μου και ζω και τα βγάζω πέρα. Έφυγα τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι εδώ μπορεί να είχα πεθάνει. Σώθηκα από θαύμα! Είχα πει πολλές φορές φεύγω και γύριζα. Τη συγκεκριμένη φορά έκανα μια κίνηση μέσα στην απελπισία μου. Πήγα σε μια φίλη μου να με φιλοξενήσει γιατί δεν ήθελα να με δει έτσι το παιδί μου και η μητέρα μου που δεν ήξεραν τίποτα. Η πρώτη μου σκέψη, πώς μου ήρθε δεν ξέρω, ήταν να πάρω τηλέφωνο το «15900» για τις κακοποιημένες γυναίκες. Μου φέρθηκαν εξαιρετικά, με βοήθησαν, μου έκλεισαν ραντεβού με ψυχολόγο, άρχισα να μιλάω. Έκανα δύο χρόνια ψυχοθεραπεία για να συνέλθω. Οπότε η συμβουλή μου προς τις γυναίκες είναι μη φοβάστε. Αντιδράστε γρήγορα. Υπάρχουν επιστήμονες και φορείς να σας βοηθήσουν και δεν πληρώνετε τίποτα. Υπάρχει οργάνωση στο θέμα αυτό.

Στο θέατρο έχεις δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση;

Ναι, κι έχω αντιδράσει ακαριαία και γι’ αυτό δεν με πήραν στη δουλειά.

Πώς βλέπεις όλα αυτά περί κακοποιητικών σεξουαλικών συμπεριφορών που «έσκασαν» σαν βόμβα στον καλλιτεχνικό χώρο, και μάλιστα δύο ηθοποιοί, ο Δημήτρης Λιγνάδης, πρώην διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, και o Πέτρος Φιλιππίδης, οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη;

Κάποιοι λένε «έπεσα από τα σύννεφα», δεν το πιστεύω. Όλοι τα ξέρουμε όλα. Δεν φανταζόμουν σε τέτοιο σημείο. Το θέμα Λιγνάδη το ξεχωρίζω απ’ όλα όσα έχουν ακουστεί γιατί κατηγορείται και για παιδιά. Τα θέματα αυτά τα έχει αναλάβει η Δικαιοσύνη, που αυτή είναι η αρμόδια να κρίνει. Περιμένω την απόφαση, δεν λέω τίποτε άλλο.

Πιστεύεις ότι το # MeToo ήταν ένα «πυροτέχνημα» και δεν θα συνεχιστεί ;

Δεν πιστεύω ότι ήταν ένα «πυροτέχνημα». Οι εποχές έχουν αλλάξει. Από εδώ και πέρα οποιαδήποτε άσχημη συμπεριφορά ή σεξουαλική παρενόχληση πολύ πιο εύκολα θα μπορεί να καταγγελθεί. Η Δικαιοσύνη βεβαίως θα αποφασίσει, αλλά δεν πιστεύω ότι οι συναδέλφισσες που βγήκαν και είπαν κάποια πράγματα ύστερα από τόσα χρόνια θα έλεγαν ψέματα, και μάλιστα γυναίκες που έχουν και οικογένεια, παιδιά. Δεν είναι εύκολο να βγεις να πεις κάτι τέτοιο.

Το μεγάλο «δώρο» της ζωής σου είναι ο γιος σου, ο Λευτέρης Παπανικολάου-Γκιωνάκης, ο οποίος είναι ηθοποιός και ασχολείται και με τη σκηνοθεσία. Ο ίδιος αποκάλυψε σε μια συγκλονιστική συνέντευξη στην «ON time» πως πάλεψε με δύο «θηρία», τον αλκοολισμό και τα ναρκωτικά, μετά τον θάνατο του πατέρα του το 2017. Πώς το βίωσες όλο αυτό με το παιδί σου;

Ναι, συνέβη. Δεν μπόρεσε να διαχειριστεί καθόλου το θέμα «απώλεια». Είναι ό,τι χειρότερο έχω βιώσει στη ζωή μου, αλλά είμαι ένας άνθρωπος δυνατός που είπα «είμαι εδώ, το αντιμετωπίζουμε και θα το εξαφανίσουμε». Κι έτσι έγινε. Το παλέψαμε, κάναμε πολλές προσπάθειες κι εγώ και η γιαγιά του η Ζέτα. Κλειστήκαμε μαζί του τρεις μήνες στο εξοχικό μας στην Κόρινθο για να συνέλθει. Και θα μπορούσα να μείνω κλεισμένη όχι τρεις μήνες, αλλά πολλούς μήνες για το παιδί μου. Στη ζωή μου και στη ζωή κάθε μάνας το πρώτο είναι το παιδί της. Γι’ αυτό αναπνέει. Εγώ πάντα έλεγα ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση με το παιδί μου, κι από τη στιγμή που ξεπεράσαμε την εφηβεία, που πέρασε τα 18, τα 19 του χρόνια, δεν υπάρχει πια περίπτωση. Και βλέπεις ξαφνικά ότι στα 33 του χρόνια συμβαίνει κάτι στη ζωή του και δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Και πέφτει. Αλλά όπως έπεσε, σηκώθηκε.

Φοβήθηκες ότι θα τον χάσεις;

Χιλιάδες φορές. Όμως δεν εγκατέλειψα τον αγώνα. Είναι ένας φόβος μεγάλος, αλλά η πίστη μου, η προσευχή και η μάνα μου με βοήθησαν. Η μάνα μου σε στιγμές απελπισίας μου έλεγε «να είσαι δυνατή, θα περάσει». Και πέρασε. Κι αυτό που έχω να πω στις μάνες είναι να μην εγκαταλείπουν κι επειδή δεν ξέρουν πώς να το διαχειριστούν -το έζησα κι εγώ αυτό- να ζητάνε βοήθεια. Εγώ πήγα και συμβουλεύτηκα ψυχίατρο για το πώς να βοηθήσω το παιδί μου και τι συμπεριφορά να έχω.

Συνέβη λίγο πριν έρθει στη ζωή η εγγονή σου η Μιχαέλα και συνήλθε το παιδί σου σαν να είδε ένα φως…

Ακριβώς. Δόξα τω Θεώ. Ο ερχομός της κόρης του τον συνέφερε. Η Μιχαέλα είναι τεσσάρων χρόνων και είναι η λατρεία μας. Της είπαν στο σχολείο να ζωγραφίσει τη γιαγιά και τη ζωγράφισε με κόκκινα μαλλιά και κατακόκκινο κραγιόν. Είμαι μια ροκ γιαγιά και μου αρέσει.

Με όλα αυτά που σου έχουν συμβεί, έχεις «φλερτάρει» ποτέ με την κατάθλιψη;

Ναι, ένα «φλερτ» με την κατάθλιψη το έχω (γέλια) Το… φλερτ είναι πολύ ωραίο. «Φλερτάρω» συχνά με την κατάθλιψη, αλλά δεν την αφήνω να… κάνουμε σχέση (γέλια).

Την τηλεόραση πώς τη βλέπεις;

Θα σου πω για τις τηλεοπτικές σειρές που με ενδιαφέρουν και τις βλέπω ότι και πάλι γίνονται εξαιρετικές δουλειές. Κάποιες τηλεοπτικές σειρές όπως ο «Άγιος Παΐσιος, Από τα Φάρασα στον Ουρανό» στο Mega είναι σαν να βλέπεις κινηματογραφική ταινία. Εξαιρετική δουλειά. Με ενδιαφέρει πολύ να παίξω ξανά στην τηλεόραση.

Τα καλλιτεχνικά σου σχέδια ποια είναι;

Το καλοκαίρι θα παρουσιάσω ξανά τη «Σεβάς Χανούμ» του Γιώργου Χρονά. Είναι η Πόντια Σεβαστή Παπαδοπούλου με καλλιτεχνικό όνομα το «Σεβάς Χανούμ», η αρραβωνιαστικιά του Καζαντζίδη. Μεγάλη τραγουδίστρια με μια ζωή που έχει πολύ ενδιαφέρον. Επίσης την περίοδο του εγκλεισμού λόγω του κορωνοϊού έγραψα ένα πολυπρόσωπο θεατρικό έργο. Του έχω δώσει τον τίτλο «Είναι έγκλημα λάθους» και αναφέρεται στην εποχή του εμφυλίου πολέμου. Αισιοδοξώ ότι θα το ανεβάσω σύντομα.

 

Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της Ontime

 

 

Google News icon
Ακολουθήστε την ontime24 στο Google News!