Στέφανος Κυριακίδης: Την Αλίκη έπεσαν να την φάνε-Είχαν έτοιμα τα «μαχαίρια»
Από την Σίσσυ Μενεγάτου
Έχει δώσει το στίγμα όχι μόνο του ταλέντου του στο πολιτιστικό μας γίγνεσθαι, αλλά και του προσωπικού του ήθους που τον κάνει ξεχωριστό. Ο Στέφανος Κυριακίδης μετράει 62 χρόνια στο θέατρο, με πάνω από 120 ρόλους στο ενεργητικό του κι ένα θεατρικό «ρεκόρ», έχοντας 31 έτη συνεχούς παρουσίας στην Επίδαυρο. Επιβλητική παρουσία, φωνή χαρακτηριστική που έχει «αγκαλιάσει» όλα τα αρχαία μας θέατρα κι έχει μαγέψει με τη χροιά της.
Ο ίδιος, παρά τις μεγάλες επιτυχίες του, κράτησε χαμηλούς τόνους σε ό,τι σπουδαίο του έφερε η ζωή. Ξανασυναντηθήκαμε 28 χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία τότε στο ιστορικό μπαρ του Εθνικού Θεάτρου και είπαμε πολλά! Κάναμε μια κουβέντα που τα είχε όλα! Έξω από τα δόντια, όπως ξέρει να μιλάει ο Στέφανος Κυριακίδης και να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Μάλιστα, η γνωριμία τόσων χρόνων και η αμοιβαία εκτίμηση, μας έκανε να παρακάμψουμε τον πληθυντικό της ευγένειας ώστε η συζήτησή μας να γίνει πιο οικεία. Αν και δεν μιλάει για τα προσωπικά του, σε αυτήν τη σπάνια -από όλες τις απόψεις- συνέντευξή του στην «ΟΝ time» ανοίχτηκε λίγο… Μνήμες, πληγές, εικόνες, αναμνήσεις, χαρές, πίκρες, θυμός, αγανάκτηση, χιούμορ… όλα συνυπάρχουν σ’ αυτήν τη «χειμαρρώδη» κουβέντα μας. Κι ακόμα αποκαλύψεις και μυστικά. Όχι μόνο για την επιτυχημένη «Γη της Ελιάς» στο Mega και τον Ιάκωβο Βρεττάκο που παίζει κι έχει αγαπηθεί πολύ, αλλά και για το «ελιξίριο» που τον κρατάει ακμαίο παρά τα 78 του χρόνια.
Πού γεννήθηκες και πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Είμαι Μακεδόνας, από την ακριτική Ελλάδα, από τον Άλωρο του Νομού Πέλλας -σημαίνει χωρίς τον λώρο δηλαδή ξεκομμένος από τη μάνα του- ένα όμορφο ποντιακό χωριό, κοντά στα Λουτρά Πόζαρ. Εκεί ήρθαν οι Πόντιοι πρόσφυγες και δίπλα ακριβώς ήταν το χωριό της μητέρας μου, η Ξιφιανή. Κοντά ήταν και τα ορυχεία του Μ. Αλεξάνδρου -που λέγανε- το Μαύρο Ποτάμι, όπου παίζαμε ως παιδιά. Από κει και πέρα ήταν το πάντρεμα δύο πολιτισμών, του μικρασιατικού από τη μάνα μου (Καλλίπολη – Δυτική Θράκη) και του ποντιακού, η «ρίζα» του πατέρα μου. Είχαμε και δεύτερο επίθετο. Ο παππούς μου λεγόταν Κοσόγλου. Κους στα τουρκικά σημαίνει τρεχάλα και ογλού είναι το παιδί. Δηλαδή, «ο γιος του γρήγορου». Όταν ο παππούς μου ήρθε στην Ελλάδα το άλλαξε. Τα παιδικά μου χρόνια ήμουν σαν γυρολόγος, γιατί ο πατέρας μου ήταν γεωπόνος αλλά και στρατιωτικός.
Πηγαίναμε πότε στην Έδεσσα, πότε στη Θεσσαλονίκη, πότε στο ένα χωριό και πότε στο άλλο. Δυστυχώς ο πατέρας μου «έφυγε» νέος, σε ηλικία 33 χρόνων, σκοτώθηκε στον Εμφύλιο, όταν ήμουν έξι ετών. Ο πατέρας μου από το ’40 μέχρι την ημέρα που σκοτώθηκε, ουσιαστικά ήταν στον πόλεμο με τους Ιταλούς, στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο. Ήταν να απολυθεί σε 15 μέρες αλλά σκοτώθηκε. Κι ο πατέρας του είχε σκοτωθεί επίσης στα 33 του χρόνια από χειροβομβίδα που έσκασε στα χέρια του! Έτσι έμεινε χήρα η μάνα μου με τρία παιδιά. Ο μεγάλος μου αδελφός, ο Γιάννης, ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει ηθοποιός και πήρε μαζί του και τον δεύτερο αδελφό μας, τον Νίκο. Λίγους μήνες μετά, το ’59, όταν ήμουν εγώ 15 χρόνων , ήρθαμε στην Αθήνα κι εγώ με τη μάνα μας.
Έχασες τον πατέρα σου πολύ μικρός. Έχεις μνήμες από εκείνον;
Βεβαίως. Ήμουν περίπου έξι χρόνων. Έχω πολλές μνήμες, ωραίες εικόνες από εκείνον. Κι αυτό που θυμάμαι έντονα είναι το χαμόγελό του. Ήταν όλος ένα χαμόγελο! Μας χάιδευε, μας φιλούσε, μας χαμογελούσε κι έφευγε.
Και έμεινε πίσω η μητέρα σου με τρία παιδιά. Δεν ξαναπαντρεύτηκε;
Η μάνα μου ήταν μόλις 29 χρόνων. Όχι, δεν ξαναπαντρεύτηκε. Αφιερώθηκε σε εμάς. Στον Γιάννη -ο οποίος έχει «φύγει» εδώ και χρόνια,- στον Νίκο και σε μένα. Δεν θέλω να πω πολλά, ήταν δύσκολα χρόνια, αλλά η μάνα μου τα έβγαλε πέρα. Στάθηκε δίπλα μας, μας κράτησε γερά σε δυσκολίες, όλα τα ξεπερνούσε η μάνα μου. Ήταν μια ηρωίδα. Ήμασταν πολύ δεμένη οικογένεια – κι είχα πάντα μια προστασία και από τ’ αδέλφια μου. Ήμασταν μια «γροθιά» με τη μάνα μου. Ήταν πολύ δυνατή γυναίκα.
Η ιδέα τού να γίνεις ηθοποιός σού μπήκε από πολύ μικρός, όταν ο παππούς σου φιλοξενούσε στο σπίτι του «μπουλούκια» ηθοποιών;
Όχι, παρόλο που ο παππούς μου -ο πατέρας της μάνας μου- φιλοξενούσε τους ηθοποιούς που έπαιζαν στα «μπουλούκια». Είχε περάσει και ο Κώστας Χατζηχρήστος από το σπίτι του. Σε ηλικία πέντε ετών έβλεπα παραστάσεις από «μπουλούκια», με τέντα για σκηνή. Μου άρεσε πολύ. Έβλεπα και κινηματογράφο, ξέρεις με τις παλιές μηχανές σε πλατείες, αργότερα σε κλειστές αποθήκες. Δύσκολα χρόνια αλλά είχαν και τις ομορφιές τους. Όταν υπάρχει αγάπη, που εμείς την είχαμε πολύ στην οικογένειά μας, οι δυσκολίες ξεπερνιούνται. Έχω μάθει στα δύσκολα. Δεν μεγάλωσα με παραμυθάκια, αλλά με τις αληθινές ιστορίες που μου έλεγαν οι γιαγιάδες μου, η μία τι είχε τραβήξει ο παππούς μου από τους Τούρκους και τη Μικρασιατική Καταστροφή κι η άλλη για τις σφαγές των Ποντίων (κομπιάζει). Θυμάμαι η γιαγιά μου έλεγε: «Η Γενοκτονία των Ποντίων είναι σαν κάρβουνο που καίει μέσα μου». Και πάντα και οι δύο γιαγιάδες μου «κουβαλούσαν» μια θλίψη.
Τι ήθελες να γίνεις;
Ήθελα να γίνω αρχαιολόγος ή ναυτικός. Όμως έχω κινδυνέψει να πνιγώ τρεις φορές σε ποτάμια μικρός και την είχα πάρει από φόβο τη θάλασσα (γέλια). Δεν έκανα τίποτα από τα δύο. Από 16 χρόνων ασχολήθηκα με το θέατρο. Ο Γιάννης ήταν στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ο Σωκράτης Καραντινός ανέλαβε τότε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Τον έβαλε λοιπόν στον Χορό στον «Οιδίποδα Τύραννο», που ήταν πρωταγωνιστής ο Ιορδάνης Μαρίνος. Πήγα να δω τον αδελφό μου στη Θεσσαλονίκη και να παρακολουθήσω και τις πρόβες. Συνέβη ένα ατύχημα σε ηθοποιό που έπαιζε στην παράσταση και μου λέει ο Καραντινός: «Θέλεις να παίξεις εσύ;». Κι έτσι για πρώτη φορά εμφανίστηκα στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων. Θυμάμαι μπήκα μέσα στην Ορχήστρα από την Πάροδο κι επειδή όλα τα Χορικά τα τραγουδούσαν -αυτή ήταν η άποψη του σκηνοθέτη- δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Στην αρχή όταν είδα τον κόσμο τα έχασα. Αλλά μετά από λίγο ξεθάρρεψα. Και μια στιγμή που παραπήρα θάρρος, ξέφυγα από το σύνολο και έφυγα προς τους θεατές, γιατί ήθελα να πάρω πρωτοβουλία (γέλια). Ευτυχώς πίσω μου ήταν ο αδελφός μου και, για να μη φανεί το λάθος μου, ήρθε κοντά με βηματισμό και με «τράβηξε» στον Χορό. Από εκείνη τη στιγμή αγάπησα την αρχαία τραγωδία.
Κι ύστερα τι έγινε;
Αμέσως πήγα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ταλέντο, αλλά ο αδελφός μου έπιασε μια δασκάλα από εκεί και της είπε: «Σας παρακαλώ, μην τον περάσετε γιατί θέλουμε να τελειώσει πρώτα το Γυμνάσιο». Έτσι με έκοψαν και επανήλθα στα 19 μου χρόνια. Κι από τότε έχω κάνει πάνω από 120 ρόλους και 31 χρόνια -ας το πούμε κι αυτό γιατί είναι ρεκόρ- παρουσίας στην Επίδαυρο με συνεχή πορεία.
Αποφάσισες από νωρίς το θεατρικό σου δρόμο, δηλαδή επέλεξες προς τα πού θα κινηθείς ή ήταν θέμα τύχης;
Δεν θα πω θέμα τύχης ούτε επιλογής. Τα πράγματα σε πηγαίνουν καμιά φορά χωρίς να το καταλαβαίνεις. Απλούστατα κάθε φορά που συνέβαινε κάτι, έπρεπε να είμαι έτοιμος να φανώ κατά κάποιο τρόπο σωστός απέναντι σε αυτό που μου δινόταν. Πιστεύω ότι ερχόντουσαν τα πράγματα, με δυσκολία μερικές φορές σε όλη την πορεία μου, αλλά δεν επεδίωξα τη μεγάλη δόξα – όχι ότι δεν θα μου άρεσε. Αγαπούσα πολύ αυτό που έκανα και το αγαπώ πάντα. Από τη στιγμή που βγήκα από τη δραματική σχολή, δεν ξέρω τι έγινε, ήμουν καλός; Μου εμπιστευθήκαν κατευθείαν μεγάλους ρόλους . Αυτό ήταν και καλό, αλλά θα μπορούσε να με «τραβήξει» και κάπου αλλού. Να πάρω κι ένα άλλο τουπέ – ας το πούμε έτσι.
Κι επειδή έχεις ζήσει πολύ μεγάλες δόξες με την αρχαία τραγωδία και την Επίδαυρο, με σπουδαίους ηθοποιούς και παραστάσεις που έμειναν στη Ιστορία, αν συγκρίνεις το τότε με το σήμερα, πώς τα βλέπεις τα πράγματα;
Την αγαπάω από τότε που ξεκίνησα, δεν έχω κανένα παράπονο από αυτήν, γιατί πραγματικά έχω ευχαριστηθεί πολλά πράγματα, αν και υπήρξαν και οι κακές στιγμές εκείνης της εποχής και να μην τα βλέπουμε όλα ρόδινα. Υπήρξαν όμως και πολύ καλές στιγμές και υπάρχουν και πολύ καλές στιγμές στη σημερινή εποχή. Έχω δει ωραίες παραστάσεις και καλούς ηθοποιούς, αλλά φοβάμαι ότι τα τελευταία χρόνια τα έκαναν εύκολα τα πράγματα. Δηλαδή πολλές φορές «συλλαμβάνονται» κάποιοι σκηνοθέτες μέσα στην άγνοια. Μάλιστα το δηλώνουν οι ίδιοι! Άλλος λέει: «Δεν αγαπάω την αρχαία τραγωδία αλλά την κάνω», άλλος αναφέρει: «Δεν έχω διαβάσει αυτό το έργο αλλά θα το κάνω» και θεωρούν κατά κάποιο τρόπο ότι είναι τόσο σημαντικό -και βεβαίως καλά κάνουν- να πάνε στην Επίδαυρο απλώς για να πάρουν ένα «βραβείο» ακόμα. Λες και η παρουσία τους και μόνο τους καλύπτει από άλλες καταστάσεις. Τα τελευταία χρόνια έχω δει και πολλές προχειρότητες από ανθρώπους που δεν ήταν έτοιμοι να μπουν μέσα σε αυτόν τον χώρο και βιαστήκανε, αλλά και καταπληκτικές παραστάσεις.
Το να… πειράζουν κείμενα στην αρχαία τραγωδία σε ενοχλεί;
Πάρα πολύ. Τα κάνουν τέρατα. Το έλεγε ο Τάσος Λιγνάδης, έχει γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο «Το ζώον και το τέρας» και λέει πάρα πολύ ωραία πράγματα. Όταν πας και αλλάζεις τη φύση ενός ζώντος οργανισμού, τον κάνεις τέρας. Ο ιπποπόταμος, λέει, με αυτά τα στοιχεία είναι πανέμορφος. Αυτά είναι τα στοιχεία του. Γιατί να τ’ αλλάξεις; Έχει δοθεί απάντηση σε αυτά τα σπουδαία έργα; Όχι. Διάβαζέ τα, θέσε τα ερωτήματα και άσε τον κόσμο να βρει τις απαντήσεις. Είναι σύγχρονα από μόνα τους αυτά τα κείμενα, γιατί αν δεν ήταν σύγχρονα δεν θα συγκινούσαν. Τα κάνανε τόσο «σύγχρονα» που δεν τα καταλαβαίνει ο κόσμος.
Νιώθω ότι σε θυμώνει όλο αυτό.
Δεν με θυμώνει. Με πικραίνει. Με στενοχωρεί γιατί το κάνουν από άγνοια. Και να σου πω κάτι, μόλις πάω να βρω κάτι, νομίζω ότι δίνω μια απάντηση, ξαφνικά από αυτή την απάντηση βγαίνει καινούργιο ερώτημα. Κάποιος είπε πως από την ώρα που θα δοθούν απαντήσεις στα αρχαία κείμενα, η ανθρωπότητα θα πλήξει. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Είναι αιώνια ερωτήματα αυτά.
Στο Εθνικό Θέατρο θυμάμαι ότι κοντραρίστηκες με τον Νίκο Κούρκουλο. Τι θυμάσαι από εκείνον;
Με τον Νίκο Κούρκουλο υπήρχε αλληλοεκτίμηση. Απλώς κάποια στιγμή μού είπε κάτι και του απάντησα ότι δεν μπορώ να τον κάνω αυτόν το ρόλο και του εξήγησα το λόγο. Αυτό ήταν. Δεν ήταν κόντρα. Μια διαφωνία ήταν αλλά δεν μου το κράτησε. Ο Κούρκουλος μου έδωσε ρόλους. Πρώτα απ’ όλα αγαπούσε πολύ το θέατρο, «πονούσε» το θέατρο, έκανε καλό στο θέατρο κι είχε μια καθαρότητα επάνω του. Ήταν καθαρός σε αυτό που έκανε ο Κούρκουλος. Ήταν τόσο έντιμος που όταν ήταν διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο δεν ήθελε να παίξει. Ήθελε μόνο να κάνει τον «Ριχάρδο Γ΄», αλλά δεν πρόλαβε. Μάλιστα δύο φορές, και στις «Μάγισσες του Σάλεμ» και στον «Ιούλιο Καίσαρα», με έβαλε κι έπαιξα. Έχω πολύ καλές αναμνήσεις από εκείνον.
Συνεργάστηκες όμως και με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην «Αντιγόνη». Πώς ήταν;
Είχε τις καλύτερες προθέσεις σ’ αυτό που έκανε. Κι ευτυχώς που έπαιξα μαζί της, γιατί γνώρισα κι έναν άνθρωπο με αρκετό ενδιαφέρον. Θαύμασα τη δύναμη που είχε αυτή η γυναίκα όταν έπεσαν να την φάνε όλοι τους. Εμένα με πήρε τηλέφωνο ο Γιώργος Λεμπέσης και μιλήσαμε με την Αλίκη λίγα λεπτά. Η πρώτη της κουβέντα ήταν: «Έχεις αντίρρηση να παίξω αρχαία τραγωδία, Στέφανέ μου;» και της απάντησα: «Όχι, βέβαια, τι έχω εγώ το copyright της τραγωδίας;». Αυτό το έχω ως αρχή να το ξέρεις, την κριτική την κάνω μετά, όχι πριν. Πραγματικά είχε έναν πολύ καλό παραγωγό, τον Γιώργο Λεμπέση – άλλος «άρχοντας του θεάτρου». Είχε ένα καλό επιτελείο ηθοποιών, έναν εξαιρετικό σκηνοθέτη (Μίνως Βολανάκης) και δεν είχε προβλήματα μέσα στο χώρο, αλλά λες κι έκανε το μεγαλύτερο έγκλημα! Αυτό για να ξανάρθουμε σε αυτό που είπα ότι μπαίνει ο καθένας στην τραγωδία, η Αλίκη τουλάχιστον είχε μια πορεία στο θέατρο και το αντιμετώπισε πάρα πολύ σοβαρά. Κι ήταν άψογη. Πραγματικά την συμπάθησα πάρα πολύ την Αλίκη. Ήταν «σκυλί» στη δουλειά και θαύμασα πώς άντεξε όλη αυτή την πίεση. Πριν καν ξεκινήσει να παίζει, έπεσαν επάνω της να την φάνε. Είχαν έτοιμα τα «μαχαίρια»… Αν δεν έλεγε τρία – τέσσερα τραγούδια μαζί -ήταν λάθος αυτό όχι δικό της- μια χαρά έπαιξε. Μιλάμε για bullying τώρα; Πού να δεις τι έπαθε η Βουγιουκλάκη! Δεν είπε κουβέντα τρεις μήνες. Δεν έκανε και το μεγάλο έγκλημα! Κι όλοι αυτοί που «χτύπησαν» τη Βουγιουκλάκη μετά έκαναν σαχλαμάρες.
Είσαι από εκείνους που την υποστήριξαν σε εκείνη τη δουλειά.
Ακριβώς. Μα έδωσε την ψυχή της. Δεν έκανε κάτι κακό. Ίσα ίσα. Έδωσε δουλειά σε ανθρώπους, έπαιξε έναν ρόλο που μπορούσε να τον κάνει. Κάναμε καλή παρέα κι ας κράτησε λίγο αυτή η παράσταση. Μην μπερδεύουμε την Αλίκη που βλέπουμε στις ταινίες που κάνει τα χαριτωμένα της. Ήταν σοβαρός άνθρωπος. Είχαμε ωραίες κουβέντες. Ήταν άνθρωπος που ήθελε και φροντίδα. Δεν ξέρω αν είναι γνώρισμα των σταρ αυτό. Δεν εννοώ την αναγνώριση, την παραδοχή των άλλων. Ήθελε να έχει κάποιον άνθρωπο για να πει μια κουβέντα παραπάνω. Δηλαδή, όταν πηγαίναμε μαζί να δώσουμε μια συνέντευξη, εκεί είδα το φόβο που δημιουργεί το πλήθος σε μια διασημότητα. Έβλεπα το φόβο στα μάτια της καθώς όλοι ήθελαν να την αγγίξουν. Αλλά να πω και κάτι εδώ: Η Αλίκη ήταν μία! Δεν έχω δει να τρέχουν εδώ και τόσα χρόνια, κόσμος, πλήθος σε ηθοποιό ή ηθοποιούς για να τους ταλαιπωρούνε. Το μόνο που ζητάει καμιά φορά και ο αυτός ο κόσμος είναι μια «καλημέρα». Αυτό δεν είναι κακό. Υπάρχουν ηθοποιοί που λένε «άπαπα, εμένα δεν με ενδιαφέρει, δεν θέλω να μου μιλάνε». Όχι, ρε φίλε. Αυτό το είχε μόνο η Αλίκη γιατί ορμούσαν επάνω της πολλά άτομα και φοβόταν.
Συνεργάστηκες όμως και με άλλες δύο σπουδαίες Κυρίες του θεάτρου. Την Τζένη Καρέζη και τη Ζωή Λάσκαρη.
Με τη Ζωή είχα κάνει δύο έργα, κρατήσαμε επαφή, πήγαμε καλά, είχαμε και εντάσεις, δεν το συζητάω, αλλά αγαπησιάρικες διαφωνίες. Η Τζένη -παίξαμε «Μήδεια» μαζί- ήταν πιο έτοιμη για αρχαίο δράμα, αλλά δεν αντιμετώπισε αυτό που πέρασε η Αλίκη. Δεν είναι εύκολο να κάνεις πρόβες και να έχεις τεράστια πίεση από τον κόσμο γύρω πριν ακόμα ξεκινήσεις.
Πώς όμως, με τόσους ρόλους, μπόρεσες να κρατήσεις το μέτρο και δεν καβάλησες το καλάμι;
Το πέταξα γρήγορα στην Επίδαυρο (γέλια). Αν μελετήσεις τα κείμενα αυτά που παίζεις, παίρνεις κάποια διδάγματα απ’ αυτά. Κι όχι φιλοσοφικά. Μπαίνουνε μέσα σου και χωρίς να το καταλαβαίνεις σου κρατάνε τα… χαλινάρια, καμιά φορά βλέπεις ανθρώπους, δεν θα πω απλούς, οι άνθρωποι βρίσκονται παντού. Οι άνθρωποι είναι προσωπικότητες. Π.χ. ο καλός τσαγκάρης στη δουλειά του είναι μια προσωπικότητα. Αν είμαι καλός, είμαι στη δουλειά μου. Δεν ξεχωρίζω το επάγγελμα μου από κανέναν. Άνθρωπος είναι κι αυτός, άνθρωπος είμαι κι εγώ.
Είσαι «παιδί» του Εθνικού Θεάτρου και έχεις μεγαλουργήσει και σ’ αυτό το σανίδι. Πως ένιωσες και νιώθεις όταν βλέπεις τον πρώην διευθυντή του Δημήτρη Λιγνάδη αλλά και τον Πέτρο Φιλιππίδη με χειροπέδες λόγω των γνωστών κατηγοριών που θα κρίνει η Δικαιοσύνη;
Τρελαίνομαι. Σφίγγεται η ψυχή μου. Σκέφτομαι όλους αυτούς τους ανθρώπους που υπέφεραν. Σκέφτομαι από την ώρα που υπέστησαν ό,τι υπέστησαν μέχρι την ώρα που ομολόγησαν, τι πέρασαν. Εγώ γι’ αυτό δεν δέχομαι το «Μα, γιατί το είπαν τώρα;». Κανείς δεν σκέφτηκε από την ώρα που έγινε κάτι, τι βάσανο είχαν αυτοί οι άνθρωποι που το έπνιγαν. Και πολύ καλά έκαναν που το είπαν έστω και τώρα. Όταν τους βλέπω με τις χειροπέδες είναι σαν να βάζουν χειροπέδες στο θέατρο. Τελικά όμως οι χειροπέδες μπήκαν στα πρόσωπα. Το θέατρο πληγώθηκε κι αυτό, αλλά δύσκολα θα του βάλουν χειροπέδες. Το θέατρο δεν φιμώνεται. Πληγώνεται αλλά μπορεί και ξαναγεννιέται. Πληγώθηκε και πολύς κόσμος με όλα αυτά που γίνονται, όχι μόνο από τα πρόσωπα που βγήκαν, αλλά και από πρόσωπα που δεν βγήκαν, και πιστεύω ότι θα δοθεί η σωστή απάντηση από τη Δικαιοσύνη.
Όλα αυτά τα χρόνια, ήσουν ένας γοητευτικός άνδρας, έχεις δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση στο θεατρικό χώρο;
Άστο καλύτερα (γέλια). Τι να σου πω τώρα; Άλλος μπορεί, άλλος δεν μπορεί ν’ αντιδράσει, γι’ αυτό σκέφτομαι αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό δεν κατηγορώ κάποιο κόσμο, τι πάει να πει πρέπει ν’ αντιδράσεις εκείνη τη στιγμή; Ποιος ξέρει τι συμβαίνει στην ψυχούλα του καθενός εκείνη τη στιγμή; Δεν προσπαθώ να κρύψω κάτι. Η θέση μου είναι ξεκάθαρη: Πες μου έναν άνθρωπο που να μην έχει δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση. Εξαρτάται όμως το τι γίνεται. Πώς θ’ αντιδράσει. Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι για να πιέσεις έναν άνθρωπο. Εγώ δεν μπορώ τη βία που ασκείται. Η ζωή είναι στις ανθρώπινες σχέσεις.
Και πώς το απέφυγες;
Με χιούμορ. Πήγαν να γίνουν τα πράγματα κάπως απότομα, όχι άγρια, καταλάβαινε κι ο άλλος. Το ’κοβα. Βεβαίως δεν υπάρχει χιούμορ στην επίθεση. Μιλάμε για μένα για κάποιες λεπτές περιπτώσεις. Θα σ’ τα περιορίσω στο όριο του φλερτ. Όχι κάτι παραπάνω. Με διαολίζουν αυτά που έγιναν, γιατί καμιά φορά η πραγματικότητα ξεπερνάει και τη φαντασία. Δεν πάει το μυαλό σου. Τόσα χρόνια είμαι στο θέατρο, τέτοια πράγματα έτσι όπως βγήκαν προς τα έξω και τα διαβάσαμε πού να τα φανταστούμε;
Πιστεύεις ότι όλο αυτό με το #ΜeToo θα «ξεφουσκώσει» ή θα βγουν κι άλλα στο φως;
Το θέμα δεν είναι αν θα βγουν άλλα ή αν θα ξεφουσκώσει, το θέμα είναι ότι αυτά υπάρχουν και πιστεύω ότι κάποια χέρια και κάποιες κουβέντες μαζευτήκανε. Δεν πήγε στο βρόντο όλο αυτό. Είναι πολύ πιο δύσκολο πια να το προχωρήσει κάποιος το πράγμα.
Έχεις μια γοητεία από τα νιάτα σου και μεγάλο γυναικείο φαν κλαμπ. Πώς κατάφερες να ξεφύγεις από τις Σειρήνες; Γιατί ξέρω ότι 52 χρόνια είσαι μαζί κι ευτυχισμένος με τη γυναίκα σου.
Άμα είσαι 52 χρόνια μ’ έναν άνθρωπο, πάει να πει ότι δεν είσαι μόνος σου. Υπάρχει ένας κύκλος προστασίας γύρω σου με πολλή αγάπη. Είναι πολύ σημαντικό πράγμα η οικογένεια. Όταν αισθάνεσαι αγάπη από το περιβάλλον σου, στηρίζεσαι και στις πιο δύσκολες στιγμές, ξέρεις πολύ καλά ότι μπορείς ν’ ακουμπήσεις.
Πού θεωρείς ότι γέρνει η ζυγαριά της ζωής σου και πέτυχες περισσότερο; Στα επαγγελματικά ή στα προσωπικά;
Δεν το συζητώ. Στη προσωπική μου ζωή. Η οικογένειά μου είναι πάνω απ’ όλα.
Το σκεφτόσουν πάντα έτσι; Ήθελες να έχεις μια ωραία οικογένεια; Το έβαλες σκοπό της ζωής σου;
Όπως δεν σκέφτηκα το θέατρο από μικρός, έτσι δεν σκέφτηκα ότι θέλω να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια. Και το ένα και το άλλο ήρθαν. Να χτυπήσω ξύλο, είμαι πολύ ευχαριστημένος.
Έχετε έναν γιο και δύο υπέροχες εγγονές, που ασχολείσαι πολύ μαζί τους.
Καλά, εντάξει δεν ασχολούμαι εγώ τόσο μαζί τους όσο εκείνες (γέλια). Μάλιστα η μικρή έχει παράπονα που λείπω πολύ λόγω γυρισμάτων στη «Γη της Ελιάς» και κάνει και… σεναριακές προτάσεις. Θέλει τον παππού σπίτι. Και δεν θέλει απλά να με… σκοτώσουν, αλλά να δει στον ύπνο της η αδελφή μου η Ιουλία ότι με σκοτώνουν, και γελάει και η μεγάλη μου εγγονή. Μιλούσα μια φορά με τη Βάνα Δημητρίου – με την οποία έχουμε συνεργαστεί και στον «Έρωτα» κι είναι πολύ αξιόλογη σεναριογράφος, με μια οργιώδη φαντασία. Το άκουσε η μικρή και μου είπε: «Παππού, να της πεις σε παρακαλώ να δει έναν εφιάλτη η Ιουλία ότι σε σκοτώνουν και να σηκωθείς και να φύγεις και να έρθεις στην Αθήνα».
Την ηλικία σου την λες. Είσαι 78 χρόνων. Ποιο είναι το μυστικό που σε κρατάει έτσι ακμαίο;
Ένα είναι το μυστικό: Η οικογένειά μου. Με αγαπάνε. Η αγάπη είναι μεγάλη τροφοδοσία ενέργειας. Είμαι καλυμμένος.
Επανήλθες στην τηλεόραση μετά από πολλά χρόνια με το «Κόκκινο Ποτάμι», στο συγκλονιστικό ρόλο του Μητροπολίτη Θεόκλητου που υπέστη βασανιστήρια από τους Τούρκους και τον σκότωσαν.
Πραγματικά ήταν συγκλονιστικό. Ορισμένα πράγματα δεν εξηγούνται στη ζωή. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και με τον Μανούσο Μανουσάκη, με τον οποίο είχαμε δουλέψει αρκετά μαζί στην τηλεόραση. Ήμασταν στην Επίδαυρο όταν μου πρωτομίλησε για το έργο και μου ζήτησε να παίξω. Του είπα αμέσως το «ναι». Ήταν μια διαδικασία πολύ παραγωγική, πολύ καλλιτεχνική, αλλά και πολύ άγρια. Από τη σκηνή του μαρτυρίου είχα μελανιές που κρατήσανε καμιά δεκαπενταριά μέρες. Δεν θέλησα να βάλω αφρολέξ στην πλάτη. Ούτε ειδικά προφυλακτικά στα παπούτσια καθώς θα περπατούσα σε πέτρες, αγκάθια και κάρβουνα! Δεν ήθελα να βγει κάτι εύκολο. Με χτυπούσαν ανελέητα γιατί είχαν παθιαστεί στη σκηνή, ενώ είχαν φύγει τα προστατευτικά από τα ξύλα και τα μαστίγια… Και μου φοράει στο τέλος το χαλινάρι του αλόγου στο στόμα, το οποίο ζύγιζε δύο κιλά! Δεν ένιωθα τίποτα από το πολύ ξύλο. Πέρασαν από το μυαλό μου όλα αυτά που μου έλεγαν οι γιαγιάδες μου… Δεν ξέρω να σου πω πώς άντεξα.
Και τώρα κάνεις πάλι επιτυχία, στο σίριαλ του Mega που το έχει αγαπήσει πολύ ο κόσμος, στη «Γη της Ελιάς», στο ρόλο του Ιάκωβου Βρεττάκου. Είναι τόσο καλός αυτός ο ήρωας όσο δείχνει;
Είναι πολύ καλή στιγμή, πολύ δημιουργική. Ωραίος ρόλος. Η Βάνα Δημητρίου είναι για μένα πάντα μια εγγύηση. Και συνέβη το εξής περίεργο. Εγώ μπήκα στο 60ό επεισόδιο. Είχα διαβάσει το καστ των ηθοποιών και μου άρεσε. Ήξερα ότι ο Κούλλης Νικολάου με τον Αντρέα Γεωργίου κάνουν δυνατές παραγωγές, κι όποτε περνούσα έξω από το σπίτι της Βάνας Δημητρίου, γιατί είμαστε γείτονες, σκεφτόμουν συνέχεια: «Άντε, βρε Βάνα, πάρε κανένα τηλέφωνο να τελειώνουμε, να μπω στο σίριαλ». Και λες και με άκουσε το Σύμπαν και η επιθυμία μου εκπληρώθηκε. Χτύπησε το τηλέφωνο και μου πρότεινε το ρόλο. Δεν ξέρω τι έχει η Βάνα στο μυαλό της για το ρόλο. Θα εστιάσω σε δύο σημεία: Το ένα είναι η φράση που λέει στο φίλο του τον Λυκούργο (Γιώργος Παρτσαλάκης), που έγινε η αιτία να καταδικαστεί ο γιος του και ν’ αυτοκτονήσει στη φυλακή: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγόρευσή σου. Τη δική σου και του εισαγγελέα. Θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή!» κι άλλη μία: « Άλλες φορές είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου κι άλλες ο χειρότερος». Οπότε σίγουρα κάτι κρύβει…
Με την Αθηνά γίνεστε ζευγάρι. Ξέρω ότι τα έχετε γυρίσει τα επεισόδια.
Ε… πρέπει να γίνουμε. Μετά από τόσα βάσανα… (γέλια). Τους ενώνει κάτι βασικό: Και οι δύο έχουν την απόλυτη μοναξιά. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι θα περάσουν από πάρα πολλά κύματα κι όχι μόνο σε σχέση με το μεγάλο έρωτα -μεγάλη αγάπη το λέω εγώ- που θα έχουν. Θα δοκιμαστεί η σχέση ανθρώπων απέναντι σ’ ένα ολόκληρο σύστημα, γιατί μιλάμε για παραδόσεις. Θα υπάρξει μεγάλη ρήξη…
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της Ontime