Ο Χαραλαμπίδης αποκαλύπτει άγνωστα στιγμιότυπα από το «Κάτι τρέχει με τους δίπλα»
Στη στήλη “Vintage Stories” της εκπομπής «Πάμε Δανάη» μίλησε ο Ρένος Χαραλαμπίδης. Θέμα της στήλης ήταν η τηλεοπτική σειρά «Κάτι τρέχει με τους δίπλα», με το γνωστό ηθοποιό να εξομολογείται άγνωστες ιστορίες και στιγμές από τότε.
«Ο Θανάσης Καλημέρης ήταν μια φυσιογνωμία με καλλιτεχνική τρέλα που ο Έλληνας είδε τον εαυτό του εκείνη την εποχή. Μου έκανε εντύπωση που πρόπερσι που παίχτηκε σε επανάληψη, είχε πολύ μεγάλη τηλεθέαση. Είχα την τύχη να δουλέψω με εξαιρετικούς ηθοποιούς. Η σειρά ξεκίνησε να προβάλλεται το φθινόπωρο του 1999, ήταν 25 ή 27 επεισόδια και ολοκληρώθηκε την άνοιξη.
Στο τέλος μου έκανε εντύπωση που ο σεναριογράφος Βασίλης Νεμέας έδωσε ένα πολύ ωραίο φινάλε στη σειρά στο οποίο κανείς δεν τόλμησε να αλλάξει τη ζωή του. Οι άνθρωποι στο δρόμο ήταν σίγουροι ότι είμαι ο Θανάσης Καλημέρης. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να πιστέψει ότι δεν είμαι εγώ. Για πολλά χρόνια τότε μου φερόντουσαν σαν να πουλάω παράνομα cd, σαν να καπνίζω πούρα», είπε αρχικά ο Ρένος Χαραλαμπίδης.
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης είπε στη συνέχεια: «Αυτό που με δυσκόλεψε πιο πολύ στην προσέγγιση του Καλημέρη ήταν ο αέρας που έπρεπε να έχει, ενώ σαν άνθρωπος δεν είχε περιεχόμενο. Ήταν αυτό που λέμε “μαζί τα φάγαμε” και ταυτόχρονα ήταν κι ένας ωραίος τύπος, έξω καρδιά, αλλά και αδίστακτος.
Όλες αυτές οι αντιφατικές πλευρές του μού πήραν τουλάχιστον τα 4 πρώτα επεισόδια για να τις φέρω στα ίσα. Το “Κάτι τρέχει με τους δίπλα” ήταν η πρώτη μου τηλεοπτική επιτυχία. Ήταν καλό το κασέ, αλλά δεν ήταν κάτι το τρομερό. Μετά από αυτό κι επειδή το 2000 ήταν η χρυσή δεκαετία, το κασέ απογειώθηκε».
Κλείνοντας, ο Ρένος Χαραλαμπίδης είπε: «Η πιο αστεία στιγμή στο πλατό ήταν Χριστούγεννα που υποτίθεται ότι βρίσκομαι σε ένα δρόμο έξω από το μαγαζί μου και μου έχουν φέρει έναν ακορντεονίστα που παίζει τα κάλαντα. Κι διευθύνω το ακορντεόν και πετάω λεφτά στον αέρα. Θυμάμαι πολύ καλά την τελευταία μέρα των γυρισμάτων στο “Κάτι τρέχει με τους δίπλα” και θυμάμαι τη στιγμή που τελείωσε το γύρισμα και διέλυαν το πλατό. Θυμάμαι πόσο συγκινημένος ήμουν που διαλύαμε τους χώρους, θα χανόταν για πάντα».