Το «άγχος της Δευτέρας» αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών επεισοδίων
Το «άγχος της Δευτέρας» χαράσσεται βιολογικά στον οργανισμό. Νέα μελέτη αποκαλύπτει τους κινδύνους και στους συνταξιούχους.
Το «άγχος της Δευτέρας» αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών επεισοδίων
Οι ερευνητές, όπως δημοσίευσαν στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «The Journal of Affective Disorders», ανακάλυψαν μια εντυπωσιακή βιολογική εξήγηση για το φαινόμενο: τα άτομα που «τρέμουν» τις Δευτέρες φέρουν αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης (της κύριας ορμόνης του στρες) στις τρίχες των μαλλιών τους για μήνες. Αυτή η βιολογική αντανάκλαση του στρες στα μαλλιά, η οποία αποτελεί έναν αξιόπιστο δείκτη μακροχρόνιου στρες, δίνει μια πειστική εξήγηση για τη γνωστή αύξηση των καρδιακών προσβολών που καταγράφεται συστηματικά τις Δευτέρες. Η συσσώρευση κορτιζόλης, η οποία μπορεί να ανιχνευθεί στις τρίχες, υποδηλώνει μια χρόνια αντίδραση του οργανισμού στο στρες που προκαλεί η έναρξη της εβδομάδας.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και ανησυχητικά ευρήματα της μελέτης ήταν ότι ακόμη και οι συνταξιούχοι δεν έμεναν αλώβητοι από το «στρες της Δευτέρας», παρότι δεν εργάζονταν πλέον. Αυτό υποδηλώνει ότι το ημερολόγιο που έχει θέσει η κοινωνία, ασχέτως της επαγγελματικής κατάστασης ενός ατόμου, έχει εντυπωθεί βαθιά στον άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – επινεφριδίων (HPA axis). Ο άξονας HPA είναι ένα κρίσιμο νευροενδοκρινικό σύστημα με κομβική σημασία για την απόκριση του οργανισμού στο στρες. Η διαρκής ενεργοποίησή του λόγω του «άγχους της Δευτέρας» επηρεάζει τελικώς τον καρδιαγγειακό κίνδυνο του κάθε ατόμου, ανεξαρτήτως ηλικίας ή εργασιακής κατάστασης.
Για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που αφορούσαν περισσότερους από 3.500 μεγαλύτερους σε ηλικία ενήλικες οι οποίοι συμμετείχαν στην Αγγλική Διαχρονική Μελέτη για τη Γήρανση (English Longitudinal Study of Ageing – ELSA). Εκείνο που εντυπωσίασε την ερευνητική ομάδα ήταν το παράδοξο βιολογικό φαινόμενο που αφορούσε τους πιο ηλικιωμένους εθελοντές: όσοι εξ αυτών αισθάνονταν άγχος τις Δευτέρες εμφάνιζαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ορμονών του στρες ακόμη και δύο μήνες μετά την πρώτη δειγματοληψία, σε σύγκριση με συνομηλίκους τους που εμφάνιζαν άγχος άλλες ημέρες της εβδομάδας.
Το γεγονός ότι η επίδραση του «άγχους της Δευτέρας» αφορά τόσο τους εργαζομένους όσο και τους συνταξιούχους μαρτυρεί μια σύνδεση με βαθιές ρίζες μεταξύ της αρχής της εβδομάδας και της απορρύθμισης του συστήματος απόκρισης του οργανισμού στο στρες – ένα σύστημα που σχετίζεται άμεσα με τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία, τις Δευτέρες καταγράφεται αύξηση της τάξεως του 19% στα καρδιακά επεισόδια, σημειώνουν οι ερευνητές, οι οποίοι προτείνουν ως πιθανή «βιολογική γέφυρα» για αυτό το φαινόμενο την απορρύθμιση του άξονα HPA.
Ο άξονας HPA ρυθμίζει τις ορμόνες του στρες όπως η κορτιζόλη η οποία, όταν βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, συμβάλλει στην εμφάνιση υπέρτασης, ινσουλινοαντοχής και σε δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Παρότι προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι πολλά άτομα εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης τις καθημερινές σε σύγκριση με τα Σαββατοκύριακα, η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που θέτει στο «εδωλιο του κατηγορουμένου» αποκλειστικά το στρες της Δευτέρας ως ξεχωριστή και επίμονη πηγή κινδύνου.
«Οι Δευτέρες λειτουργούν ως ένας πολιτισμικός ‘‘μεγεθυντικός φακός’’ του άγχους», ανέφερε ο επικεφαλής των ερευνητών, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ, Ταράντι Τσαντόλα. Πρόσθεσε δε ότι: «Για ορισμένους μεγαλύτερους σε ηλικία ενηλίκους, η έλευση της νέας εβδομάδας πυροδοτεί έναν βιολογικό ‘‘καταρράκτη’’ που διαρκεί επί μήνες. Το άγχος αυτό δεν σχετίζεται με το αν κάποιος εργάζεται – σχετίζεται με το πόσο βαθιά οι Δευτέρες έχουν χαραχτεί στη φυσιολογία του στρες, ακόμη και όταν η καριέρα τελειώσει».
Κλείνοντας, ο καθηγητής υπογράμμισε ότι η αντιμετώπιση του «στρες της Δευτέρας» μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για νέες στρατηγικές αντιμετώπισης των καρδιοπαθειών, ιδίως στον γηράσκοντα παγκόσμιο πληθυσμό. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη για διεπιστημονική προσέγγιση του προβλήματος, συνδυάζοντας την κοινωνιολογία με την ιατρική επιστήμη για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας.