Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης: Η εξέταση που το εντοπίζει με ακρίβεια 91%
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, γνωστό και ως μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, είναι μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σωματική και ψυχική εξάντληση.
Οι πάσχοντες με το σύνδρομο δεν αισθάνονται ανακούφιση μετά από ανάπαυση, αντίθετα η κόπωσή τους επιδεινώνεται.
Σταδιακά τα συμπτώματα μπορεί να γίνουν εξουθενωτικά, εμποδίζοντας τον ασθενή να έχει μια φυσιολογική ζωή.
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης δεν διαγιγνώσκεται εύκολα, καθώς δεν υπάρχει ειδική ιατρική εξέταση ή διαγνωστικός δείκτης που να σχετίζονται με αυτό. Καθορίζεται από ένα σύνολο συμπτωμάτων.
Σε αρκετούς ασθενείς, η νόσος μπορεί να παραμείνει αρκετά χρόνια αδιάγνωστη. Eπιδημιολογικά δεδομένα στις ΗΠΑ έχουν δείξει ότι περίπου το 91% των ασθενών δεν θα διαγνωστούν ποτέ με τη νόσο.
Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ανακάλυψαν μία εξέταση αίματος που μπορεί να διαχωρίσει τους ασθενείς που πάσχουν από το σύνδρομο από υγιείς εθελοντές με ακρίβεια περίπου 91%.
«Η εξέταση αυτή θα επιτρέπει στους γιατρούς να θέτουν τη διάγνωση του συνδρόμου σε πολύ πρώιμα στάδια. Ως αποτέλεσμα, θα μπορούν να συστήσουν στους ασθενείς τους τις κατάλληλες θεραπείες νωρίτερα, γεγονός που θα βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής των τελευταίων», αναφέρουν.
Η εξέταση χρησιμοποιεί ένα μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και μία ανάλυση που λέγεται σπεκτροσκοπία Raman. Οι αναλύσεις αυτές εστιάζουν σε ένα είδος κυττάρων του αίματος που λέγονται PBMC (Peripheral Blood Mononuclear Cells) τα οποία έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά στους ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης.
Προκειμένου να εξετάσουν την ακρίβεια της εξέτασης που ανέπτυξαν, οι επιστήμονες τη δοκίμασαν σε ένα δείγμα 61 ασθενών με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, 16 υγιών εθελοντών και 21 ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση.
Από τις αναλύσεις που έκαναν χρησιμοποιώντας τη νέα εξέταση, παρατήρησαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και τους ασθενείς στις δύο ομάδες ελέγχου.
Η εξέταση μπορούσε να ξεχωρίσει τους ασθενείς που πάσχουν από σύνδρομο χρόνιας κόπωσης με ακρίβεια 91%, ενώ με ακρίβεια 84% ήταν ικανή να προσδιορίσει αν είχαν ήπια, μέτρια ή σοβαρά συμπτώματα από το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης θα πρέπει να επιβεβαιωθούν σε μεγαλύτερα δείγματα πληθυσμού. Προς το παρόν η εξέταση δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε ευρεία κλίμακα, καθώς τα περισσότερα διαγνωστικά εργαστήρια δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν σπεκτροσκοπία Raman.