«Μανταλένα»: Η ταινία που σημάδεψε την Αλίκη
Τα δύο ατυχήματα της Βουγιουκλάκη και οι καβγάδες με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ
«Μανταλένα»: Η ταινία που σημάδεψε την Αλίκη. Η Αντίπαρος, παρότι σήμερα αποτελεί έναν κοσμοπολίτικο προορισμό που προσελκύει διεθνείς προσωπικότητες όπως ο Τομ Χανκς, κάποτε ήταν ένα σχεδόν άγνωστο μικρό νησάκι στο Αιγαίο. Η μοίρα του νησιού άλλαξε ριζικά με τα γυρίσματα μιας εμβληματικής ταινίας του ελληνικού κινηματογράφου, της «Μανταλένας» του Ντίνου Δημόπουλου, η οποία όχι μόνο ανέδειξε την ομορφιά του μέρους, αλλά και σημάδεψε την καριέρα της Αλίκης Βουγιουκλάκη, φέρνοντας στο φως έναν ανατρεπτικό και πρωτοποριακό για την εποχή ρόλο.
Η «Μανταλένα» παρουσίασε την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε ένα ρόλο τελείως διαφορετικό από αυτόν της χαριτωμένης, αθώας κοπέλας που είχε συνηθίσει το κοινό. Εδώ, υποδύθηκε ένα χειραφετημένο κορίτσι, μια γυναίκα που ζούσε την οικογένειά της, διαχειριζόταν μόνη της μια βάρκα και έδειχνε αποφασιστικότητα και αυτονομία. Ήταν, με σύγχρονους όρους, ένα «power girl», πολύ πριν ακόμη εφευρεθεί ο όρος. Αυτή η επιλογή ρόλου ήταν ρηξικέλευθη για τα δεδομένα του ελληνικού σινεμά της εποχής και απέδειξε την υποκριτική ευελιξία της Βουγιουκλάκη.

«Μανταλένα»: Αληθινή ιστορία
Η υπόθεση της ταινίας περιστρέφεται γύρω από τη Μανταλένα, μια φτωχή, ευγενική, όμορφη γυναίκα, αποφασισμένη να επιβιώσει σε ένα βαθιά ανδροκρατούμενο κόσμο. Μετά το θάνατο του πατέρα της, ο οποίος ήταν βαρκάρης, η Μανταλένα αναλαμβάνει την οικογενειακή επιχείρηση, συνεχίζοντας τη δουλειά του. Η απόφασή της αυτή δεν έχει την έγκριση του χωριού, το οποίο θεωρεί απαράδεκτο για μια γυναίκα να ασκεί ανδρικό επάγγελμα. Ταυτόχρονα, η οικογένεια της Μανταλένας βρίσκεται σε έχθρα με μια άλλη οικογένεια βαρκάρηδων, η οποία διεκδικεί το μονοπώλιο της μεταφοράς στο νησί. Ο παπα-Φώτης, ο πνευματικός ηγέτης του χωριού, παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, προσπαθώντας να τη βοηθήσει να ξεπεράσει τα προβλήματα και τις συγκρούσεις. Οι περιπέτειες και οι αντιξοότητες είναι πολλές, όμως στο τέλος η Μανταλένα, έπειτα από πολλές ανατροπές, παντρεύεται το γιο της αντίπαλης οικογένειας, επισφραγίζοντας μια νέα εποχή για το χωριό. Η ιστορία της «Μανταλένας» ήταν εμπνευσμένη από την πραγματική ζωή μιας γυναίκας, της Μαρουσώς, που ζούσε στην Αντίπαρο και, μετά το θάνατο του συζύγου της, ανέλαβε η ίδια τη βάρκα του για να μεγαλώσει τα παιδιά και τα αδέλφια της.

Δύσκολες συνθήκες
Η «Μανταλένα» δεν ξεχώρισε μόνο για την υπόθεσή της. Αποτελεί την πρώτη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή που βγήκε εξολοκλήρου από το στούντιο, βασιζόμενη αποκλειστικά σε εξωτερικά γυρίσματα. Η ιδέα ανήκε στο σεναριογράφο Γιώργο Ρούσσο, ο οποίος καταγόταν από την Αντίπαρο, και ο Φιλοποίμην Φίνος την έκανε πράξη, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά το τολμηρό του πνεύμα, ειδικά σε μια εποχή που οι συνθήκες παραγωγής ήταν εξαιρετικά δύσκολες.

Η Αντίπαρος τότε δεν είχε καν ηλεκτρικό ρεύμα. Για τις ανάγκες των γυρισμάτων, χρειάστηκε να μεταφερθούν γεννήτριες από την Αθήνα, ένα εγχείρημα από μόνο του δύσκολο και δαπανηρό. Το τζιπ του Φίνου ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που πάτησε ποτέ στο νησί, γεγονός που φανερώνει το πόσο απομονωμένη ήταν η Αντίπαρος εκείνη την εποχή. Ο ηθοποιός Βασίλης Καΐλας, ο οποίος συμμετείχε στην παραγωγή, είχε δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξή του: «Δουλεύαμε με γεννήτριες, τις οποίες είχε στείλει ο ίδιος ο Φίνος. Ο φωτισμός προερχόταν από ρεφλεκτέρ (ανακλαστήρες) και από κάτι τεράστιους προβολείς που δούλευαν με κάρβουνο, όπως και οι μηχανές προβολής στους κινηματογράφους». Διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο μοναδικός Γουόλτερ Λάσαλι, ο οποίος αργότερα στην καριέρα του επρόκειτο να τιμηθεί με Όσκαρ. Ο Λάσαλι κατάφερε να αποτυπώσει με μοναδικό τρόπο την παρθένα ομορφιά του νησιού, συμβάλλοντας στην αισθητική αρτιότητα της ταινίας. Οι κάτοικοι της Αντιπάρου φυσικά ήταν όλοι επί ποδός, ενθουσιασμένοι με την ευκαιρία να παρακολουθήσουν από κοντά τα γυρίσματα μιας κινηματογραφικής παραγωγής. Η ταινία δικαίωσε πλήρως τους συντελεστές και φυσικά τον πάντα τολμηρό Φίνο, καθώς όχι μόνο εκτίναξε το box office της εποχής, αλλά έφτασε μέχρι και το Φεστιβάλ Καννών το 1960, χαρίζοντας διεθνή αναγνώριση στον ελληνικό κινηματογράφο.

«Μανταλένα»: Τα απρόοπτα
Η μουσική της «Μανταλένας», την οποία έγραψε ο αείμνηστος Μάνος Χατζιδάκις, έμεινε στην ιστορία. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ερμήνευσε δύο τραγούδια, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες: το «Μέσα σε αυτή τη βάρκα» και το «Θάλασσα πλατιά». Αξίζει να σημειωθεί ότι τα συγκεκριμένα τραγούδια είχαν αρχικά ηχογραφηθεί από τη Νάνα Μούσχουρη, αλλά τελικά η Αλίκη αποφάσισε ότι ήθελε να ακούγεται η δική της φωνή στην ταινία – και δικαιώθηκε απόλυτα από την επιτυχία τους. Μάλιστα, με την ερμηνεία της στη «Μανταλένα», η Αλίκη Βουγιουκλάκη βραβεύτηκε για πρώτη και τελευταία φορά στη 40χρονη καριέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μια διάκριση που επισφράγισε την επιτυχία του ρόλου της.

Τα γυρίσματα της ταινίας, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν δύσκολα και περιπετειώδη. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή, όπου η Αλίκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ τσακώνονται (κάτι που, όπως είναι γνωστό, συνέβαινε συχνά και στην πραγματική ζωή), το σενάριο απαιτούσε και οι δύο να πέσουν στο νερό. Πράγματι, έπεσαν, όμως η Αλίκη κινδύνευσε πραγματικά. Έπεσε από τη βάρκα κάπως άτσαλα και χτύπησε το πίσω μέρος του κεφαλιού της, με αποτέλεσμα να μείνει αναίσθητη για λίγα λεπτά. Επικράτησε πανικός στο συνεργείο, αλλά ευτυχώς λίγο αργότερα η Αλίκη συνήλθε, δείχνοντας τον επαγγελματισμό και την αποφασιστικότητά της να συνεχίσει. Αξιοσημείωτο είναι ότι η συγκεκριμένη σκηνή δεν ξαναγυρίστηκε και συμπεριλήφθηκε αυτούσια στην ταινία, προσθέτοντας μια νότα αυθεντικότητας. Επιπλέον, σε άλλη σκηνή, η οποία όμως κόπηκε στο μοντάζ, η Βουγιουκλάκη έπεσε από το γάιδαρο, καταλήγοντας πάνω σε γαϊδουράγκαθα, ένα περιστατικό που θυμίζει τις δυσκολίες των γυρισμάτων σε εξωτερικούς χώρους.

Τα ντολμαδάκια
Σε ένα διάλειμμα των γυρισμάτων, η Βουγιουκλάκη προθυμοποιήθηκε να μαγειρέψει ντολμαδάκια, κάτι που προκάλεσε τα περιπαικτικά γέλια των παρευρισκομένων, οι οποίοι μάλλον δεν πίστευαν στις μαγειρικές ικανότητες της ηθοποιού. «Και δε μου λες, παιδί μου Αλίκη, τι ντολμαδάκια θα μας σερβίρεις; Κονσέρβα;», την πείραξε ο ηθοποιός Παντελής Ζερβός, που υποδυόταν τον παπά του νησιού στη «Μανταλένα», ξεγελώντας μάλιστα ορισμένους από τους ηλικιωμένους κατοίκους του νησιού. Η Αλίκη κατάφερε να τηλεφωνήσει στο σπίτι της στην Αθήνα και να επικοινωνήσει με τη μητέρα της, ζητώντας να μάθει από εκείνη τη συνταγή για το φαγητό που είχε υποσχεθεί στην κινηματογραφική ομάδα, όπως και έγινε τελικά, σερβίροντας ντολμάδες μαγειρεμένους από τα χεράκια της! Κάποια στιγμή η αγαπημένη ηθοποιός αποκάλυψε σε ένα δημοσιογράφο που ήταν μαζί τους πως εκεί, στην Αντίπαρο, ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένη: «Σ’ αυτό τον τόπο, μακριά από το θόρυβο, ανάμεσα σε ευγενικούς ανθρώπους, η ζωή μου πήρε έναν άλλο, καινούριο ρυθμό… Γυρίζω όπου θέλω, όπως θέλω… Ξυπόλυτη επάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, μ’ ένα απλό φορεματάκι, ζω, έτσι φαντάζομαι, σε έναν τόπο όπου όλα είναι απλά, ανεπιτήδευτα, που το μόνο στολίδι τους είναι ένας λαμπρός ήλιος, μια ακρογιαλιά και το βράδυ ένα χλωμό φεγγάρι. Ακούω το πρωί τα κοκόρια, βλέπω τα παιδάκια να πηγαίνουν σχολείο, τον παπά να χτυπά το σήμαντρο, τους χωρικούς να με καλημερίζουν. Η ψυχή μου χάνεται ευτυχισμένη σ’ αυτήν τη θάλασσα και τότε νομίζω πως έχω ξαναγεννηθεί», εξομολογήθηκε. Άλλωστε, ελλείψει και αυτοκινήτων, η Αλίκη συνήθιζε να κυκλοφορεί στο νησί πάνω σε ένα γαϊδουράκι, το οποίο μάλιστα και ονόμασε «Μανταλένα», όπως το όνομα της ηρωίδας που ενσάρκωνε στην ταινία.

«Μανταλένα»: Το κόστος και η αμοιβή
Σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, το κόστος των γυρισμάτων άγγιζε το ενάμισι εκατομμύριο δραχμές, ενώ η αμοιβή της Αλίκης Βουγιουκλάκη ανερχόταν στο 10% επί των ακαθάριστων εισπράξεων συν ένα επιπλέον ποσό 250.000 δραχμών ως «γκαραντί».
Ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος είχε μόλις παντρευτεί με την ηθοποιό Φλωρέττα Ζάννα εκείνο το καλοκαίρι και πέρασαν ουσιαστικά το μήνα του μέλιτος στην Αντίπαρο, δουλεύοντας για την ταινία. Πολλοί από τους κατοίκους του νησιού συμμετείχαν ως κομπάρσοι και, για να τους ευχαριστήσει ο σκηνοθέτης, ένα βράδυ έστησε έναν αυτοσχέδιο κινηματογράφο, προβάλλοντας σκηνές από μια άλλη ταινία, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία στους ντόπιους.
Τη μητέρα του Παπαμιχαήλ στην ταινία υποδύθηκε η Δέσπω Διαμαντίδου, με την οποία ο νεαρός ζεν πρεμιέ είχε σχέση εκείνη την περίοδο. Ο θρυλικός έρωτας του Δημήτρη Παπαμιχαήλ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν είχε ακόμη γεννηθεί, ωστόσο, όπως λένε όσοι έζησαν από κοντά τα γυρίσματα, οι συχνοί τους καβγάδες προμήνυαν την αρχή ενός μεγάλου πάθους, που θα σημάδευε τον ελληνικό κινηματογράφο και την προσωπική τους ζωή.
Να υπογραμμίσουμε ότι η ταινία έχει αφήσει το στίγμα της και στην ίδια την Αντίπαρο. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου αγιογραφήθηκε εξολοκλήρου από τον Φίνο, καθώς μέχρι τότε δεν υπήρχαν αγιογραφίες σε καμία εκκλησία του νησιού, προσθέτοντας ένα πολιτιστικό κληροδότημα. Παράλληλα, στη «Μανταλένα», για μία και μοναδική φορά στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, καταγράφεται το παραδοσιακό έθιμο των Θεοφανίων με τη ρίψη του Σταυρού στη θάλασσα, προσφέροντας ένα μοναδικό ντοκουμέντο λαογραφικού ενδιαφέροντος. Η «Μανταλένα» παραμένει μια ταινία-ορόσημο, που συνδύασε την καλλιτεχνική αξία με την εμπορική επιτυχία, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ομορφιά της Ελλάδας και το ταλέντο των ανθρώπων της.
Η «Μανταλένα», που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο του 1961 χωρίς να διακριθεί, απέσπασε τρία βραβεία στο (πρώτο) Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 1960: σεναρίου για τον Γεώργιο Ρούσσο, πρώτου γυναικείου ρόλου για την Αλίκη Βουγιουκλάκη και δεύτερου ανδρικού για τον Παντελή Ζερβό. Στις αίθουσες έκανε πρεμιέρα στις 24 Οκτωβρίου 1960, ενώ συνολικά έκοψε 192.378 εισιτήρια, ερχόμενη δεύτερη μεταξύ των ελληνικών ταινιών της σεζόν.
Όλα τα viral video εδώ.