Ποιο είναι το μωρό της φωτογραφίας;
Τα παραμυθένια καλοκαίρια και το μικρόβιο της υποκριτικής
Μπορείτε να αναγνωρίσετε το μωράκι της φωτογραφίας; Η Μαρία Τζομπανάκη γεννήθηκε στα Χανιά τον Φεβρουάριο του 1956, όπου και μεγάλωσε, και έχει καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, χορό, τραγούδι και κλασική κιθάρα.
Η Μαρία Τζομπάνακη, όπως έχει πει, είναι παιδί του χειμώνα: «Εγώ, λοιπόν, γεννήθηκα καθώς έπεφτε χιόνι και μου αρέσει πολύ το κρύο! Το καλοκαίρι λουφάζω. Κρύβομαι από τον ήλιο, με ενοχλεί η ζέστη. Βέβαια, μου αρέσει το νερό, η θάλασσα, αλλά βγαίνω έξω το πρωί ή απόγευμα-βράδυ».
Η γνωστή ηθοποιός μεγάλωσε με τρείς αδελφούς: «Κι εγώ μοναχοθυγατέρα, στην πόλη των Χανίων, στην οδό Δασκαλογιάννη, από Κισσαμίτη πατέρα και μάνα Μυλοποταμίτισσα. Πήρα αυστηρή κρητική ανατροφή… της εποχής μου, και στο σχολειό ήμουνα πολύ καλή μαθήτρια. Ο γραπτός λόγος ήταν το φόρτε μου και οι απαγγελίες στις σχολικές παραστάσεις».
Η Μαρία Τζομπανάκη θυμάται με νοσταλγία τα καλοκαίρια, όταν ήταν παιδί: «Τα καλοκαίρια τα συνδέω πάρα πολύ με την Κρήτη, με τα Χανιά, όπου είναι το πατρικό μου, με την οικογένειά μου, με την πατρίδα της μαμάς μου, τις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, όπου έχω κληρονομήσει το αρχοντικό πατρογονικό της…
Τα δικά μου παιδικά και νεανικά καλοκαίρια ήταν πιο ισορροπημένα ως προς το κλίμα, ήταν εύκρατο πραγματικά! Φύσαγε το δροσερό αεράκι, το καρπούζι μύριζε καρπούζι, ήταν η βανίλια το υποβρύχιο, ήταν ο παγωτατζής, ήταν ο ρεβιθάς με τις φούντες από φρέσκα ρεβίθια που πέρναγε από τις γειτονιές στα Χανιά…»
«Εγώ πρόλαβα και τον παγοπώλη» έχει περιγράψει η Μαρία Τζομπανάκη και παραδέχεται: «Έχω ζήσει πολύ όμορφα καλοκαίρια. Και τα νοσταλγώ, γιατί ζούσαν οι γονείς μου, γιατί ήμασταν μικρά παιδιά και ξένοιαστα, παίζαμε στις αλάνες πετροπόλεμο, ποδόσφαιρο… Εγώ πάντα έκανα τον τερματοφύλακα».
«Και τα παιχνίδια μας, τα κυνηγητά πάνω και γύρω από τα ρωμαϊκά αγάλματα, που ήταν μισά χωμένα στο χώμα μισά έξω, πριν τα ανασκάψουν και τα τοποθετήσουν στο Μουσείο Χανίων. Ανεβαίναμε πάνω τους, κι από εκεί πατούσαμε και σκαρφαλώναμε στα πεύκα, και κάναμε “μάτι” λαθραία στις ταινίες που έπαιζε το σινεμά! Ήταν ονειρεμένα, όμορφα για όλους καλοκαίρια… Για μένα ήταν υπέροχα τότε, εκεί, σαν παραμύθι. Ήθελα να γίνω γιατρός, αλλά δεν ήθελαν οι γονείς μου να σπουδάζει η μοναχοθυγατέρα τους μια ζωή και να μην κάνει οικογένεια, όπως έλεγαν… Διάλεξα τη Νομική για να τους ευχαριστήσω και κρυφά έδωσα εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου πέρασα. Tη Νομική την άφησα. Δυο καρπούζια, και μάλιστα μεγάλα, δεν χωρούσαν στην ίδια μασχάλη…».