Βάνα Πεφάνη: Παραλίγο να μείνω παράλυτη μετά από ατύχημα στη σκηνή
Από τη Σίσσυ Μενεγάτου
Φαίνεται «σιδηρά κυρία», αλλά δεν είναι. Ίσως την κυνηγάει η εικόνα της σκληρής Αμαλίας από τα «Μυστικά της Εδέμ», από τα οποία έγινε δημοφιλής. Η Βάνα Πεφάνη έχει όμως κάτι από το χιούμορ της Αμαλίας, την αποφασιστικότητά της και την πειθαρχία της. Διεκδικεί ό,τι αγαπάει και δεν… σπαταλιέται στα εύκολα, γι’ αυτό και αρνήθηκε πολλούς ρόλους που της πρότειναν στην τηλεόραση οι οποίοι είχαν τα ίδια περίπου στοιχεία με εκείνον που απογείωσε τη δημοτικότητά της. Έτσι αποφάσισε να μην… εξαργυρώσει την τηλεοπτική της επιτυχία με κάτι ίδιο και στράφηκε στο θέατρο, όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως σκηνοθέτης, σε παραστάσεις που γέμισαν την ψυχή της. Σπάνια δίνει συνεντεύξεις -ακόμα και τότε που γινόταν χαμός με τα «Μυστικά της Εδέμ»- και μόνο όταν έχει κάτι να πει. Αυτό συμβαίνει τώρα που πρωταγωνιστεί σ’ ένα σπουδαίο έργο, την «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη, που παίζεται στο «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης». Ταυτόχρονα σκηνοθετεί την κωμωδία «Ατρείδες εν συντομία» (βασισμένη στο μύθο των Ατρειδών) με τη Θεατρική Ομάδα Αγίου Στεφάνου του Δήμου Διονύσου. Όμως μέσα από μια ειλικρινή και εκ βαθέων συζήτηση μας άνοιξε και την καρδιά της. Μίλησε στην «ΟΝ time για την τηλεοπτική Αμαλία που την… κυνηγάει ακόμα, τη θεατρική της μητέρα Τζένη Καρέζη, τις οδυνηρές «απώλειές» της, την ψυχοθεραπεία, το ατύχημα το οποίο λίγο έλειψε να την αφήσει παράλυτη, το γάμο που δεν έγινε. Άφησε όμως και την οργή της να ξεχειλίσει για όλα εκείνα που την ενοχλούν στο θέατρο, αλλά και σ’ έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει με δραματικό τρόπο.
Πού γεννήθηκες; Mίλησέ μου για την οικογένειά σου.
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Μένω στην Κυψέλη, καθώς εδώ έμενε για πολλά χρόνια η μητέρα μου. Δυστυχώς «έφυγε» και πριν από τέσσερα χρόνια έχασα και την αδελφή μου, την Πωλίνα. Πλέον έχω χάσει όλη την οικογένειά μου, τα στηρίγματά μου. Είναι πολύ δύσκολο.
Ας μιλήσουμε πρώτα για ευτυχίες κι όχι για «απώλειες» που είναι οδυνηρές.
Είχα δύο υπέροχους γονείς, τον Νίκο -που είχε βιομηχανία με παιδικά πλεκτά- και τη Μαίρη, η οποία τον βοηθούσε πολύ. Ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα. Το παιδάκι Βάνα -Ιωάννα είναι το κανονικό μου όνομα- ήταν άτακτο και χαρούμενο. Δεν έπαιζα με τα κοριτσάκια. Ήμουν αγοροκόριτσο. Έπαιζα δύσκολα παιχνίδια με τα αγοράκια, ήμουν συνέχεια χτυπημένη, συνεχώς γύριζα σπίτι με ματωμένα γόνατα και δεν μου άρεσαν καθόλου οι κούκλες. Μόνο μία κούκλα αγάπησα κι έπαιξα με αυτήν. Ήρθε όταν ήμουν πέντε χρόνων από την Ιταλία και ήταν στο μπόι μου! Μάλιστα αυτή η κούκλα μου έμοιαζε. Την είχε βρει ο πατέρας μου σ’ ένα από τα ταξίδια του κι αυτή έγινε για ένα μεγάλο διάστημα η κολλητή μου. Θυμάμαι ότι είχα τότε τον φίλο μου τον Γιάννη που ήταν λίγο πιο μεγάλος -οι μαμάδες μας ήταν φίλες- και έπαιζα με τα δικά του παιχνίδια. Παίζαμε πόλεμο, τσακωνόμασταν, τα έβαζα μαζί του, ο Δαβίδ και ο Γολιάθ, γιατί εγώ ήμουν μικροκαμωμένη κι εκείνος ψηλός και εύσωμος. Δεν με θυμάμαι ποτέ με φουστανάκι και φιόγκους. Με ντύνανε με κολλητά παντελονάκια, μπουφανάκια, μποτάκια και μου έκοβαν και τα μαλλάκια μου κοντά. Τα πρώτα μου χρόνια έζησα στην Κηφισιά. Όταν στα 8 μου χρόνια χώρισαν οι γονείς μου, πήγαμε με τη μητέρα μου και την αδελφή μου την Πωλίνα -που ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερή μου- να ζήσουμε στο Ν. Φάληρο. Μου άρεσε να παίρνω μέρος στις διάφορες εκδηλώσεις του σχολείου, να λέω ποιήματα, να παίζω σε θεατρικά δρώμενα. Μέχρι τότε όμως δεν είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με το θέατρο.
Και πότε σου «μπήκε» η ιδέα;
Στο Λύκειο. Τότε είχα την τύχη και τη χαρά να έχω καθηγητή στα Αγγλικά έναν πολύ γνωστό ποιητή, τον Ανδρέα Αγγελάκη. Αυτός ήταν ο πρώτος που μου είπε να δώσω εξετάσεις σε μία Δραματική Σχολή. Μάλιστα έδωσα εξετάσεις εντελώς τυχαία χωρίς καν να προετοιμαστώ, γιατί έδινε ένας φίλος μου. Πέρασα στις πρώτες εξετάσεις του Εθνικού, πήγα ενδιάμεσα στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» και τελικά έδωσα εκεί και πέρασα με υποτροφία.
Στάθηκες πολύ τυχερή, καθώς στα 21 σου χρόνια η πρώτη σου παράσταση ήταν το «Διαμάντια και Μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, στο πλευρό του Κώστα Καζάκου και της Τζένης Καρέζη.
Πράγματι. Κι έπαιξα έναν πολύ σημαντικό ρόλο, αυτόν της κόρης τους Ειρήνης. Ήταν η τελευταία παράσταση της Τζένης Καρέζη. Αυτή η ηθοποιός ήταν ο μύθος μου. Έπαιζα με το μύθο μου. Είχα δει όλες τις ταινίες της. Την λάτρευα. Μία οντισιόν έδωσα στη ζωή μου και ήταν αυτή. Κι οφείλω να πω ότι όλα στηρίχθηκαν περισσότερο στο τραγουδιστικό μέρος, γιατί πέρασα από οντισιόν με την Ελένη Καραΐνδρου.
Πώς σε αντιμετώπισαν αυτοί οι δύο σπουδαίοι ηθοποιοί;
Με μια τεράστια αγκαλιά. Εγώ προσπαθούσα να υπάρξω δίπλα της, γιατί έπαιζα την κόρη της κι εκείνη ήταν κοντά μου για να με στηρίξει, να με βοηθήσει, να μου κάνει παρατηρήσεις, γιατί ήταν και αυστηρή η Τζένη Καρέζη, αλλά με πολλή αγάπη και νοιάξιμο. Μου έδινε χώρο πάνω στη σκηνή να υπάρξω και χαιρόταν όταν κάτι που έκανα είχε απήχηση στο κοινό. Εκεί κατάλαβα τη σπουδαιότητα του θεάτρου και πόσο πολλή δουλειά χρειάζεται για να υπάρξεις σε μια παράσταση. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ήταν οι πρώτοι μου γονείς στο επάγγελμα και έτσι μου φέρθηκαν και στην πραγματικότητα.
Όμως και η τηλεόραση μπήκε στην επαγγελματική σου ζωή πολύ νωρίς.
Ναι. Όταν ήμουν στο «Διαμάντια και Μπλουζ» έπαιξα στο πρώτο μου σίριαλ, στην «Οικογένεια», όπου ο πρώτος τηλεοπτικός μου πατέρας ήταν ο Άγγελος Αντωνόπουλος. Αυτός μου έμαθε πώς παίζουν στην τηλεόραση γιατί φυσικά δεν είχα ιδέα. Μάλιστα το συζητήσαμε πολύ με την Καρέζη για το αν θα έπρεπε να παίξω, αν θα ήταν καλό για μένα. Δηλαδή είχα σπουδαίους ανθρώπους που μπορούσα να συμβουλευτώ αν και πώς πρέπει να κάνω κάτι.
Έκανες από την αρχή σημαντικούς ρόλους στο θέατρο, αλλά η μεγάλη δημοσιότητα ήρθε από την τηλεόραση με τον πρωταγωνιστικό σου ρόλο ως Αμαλία στα «Μυστικά της Εδέμ». Πώς βίωσες αυτή τη μεγάλη έκθεση;
«Τα Μυστικά της Εδέμ» ήταν ένα λατρεμένο σίριαλ που είχε φοβερή θεαματικότητα. Δεν ήμουν στα πρώτα μου βήματα, οπότε μπορούσα να το διαχειριστώ γιατί πραγματικά ήταν μεγάλη η δημοσιότητα. Περίμενα ότι θα έχει επιτυχία η σειρά, καθώς στηριζόταν στο σενάριο της Έλενας Ακρίτα και του Γιώργου Κυρίτση, αλλά όχι τόσο μεγάλη. Επίσης δεν περίμενα ότι θα είχε τόσο μεγάλη απήχηση ο ρόλος μου στον κόσμο. Ήμουν έτοιμη να το διαχειριστώ κι εννοώ ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καβαλήσω κανένα καλάμι στην ηλικία που ήμουν κι έχοντας κάνει πριν τόσα πράγματα. Στο μόνο που με επηρέασε ήταν στη σχέση μου με τον κόσμο. Δηλαδή, κατάλαβα πια ότι το να είσαι ηθοποιός δεν σημαίνει πως είσαι σ’ ένα σπίτι κλεισμένος και κάνεις τη δουλειά σου και τελειώνει αυτό. Δεν τελειώνει. Γιατί βγαίνοντας έξω στο δρόμο, πηγαίνοντας στη δουλειά σου, θα συναντήσεις ανθρώπους με τους οποίους θα πρέπει να μιλήσεις, να βγεις μια φωτογραφία, να τους ακούσεις. Επίσης είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της δουλειάς το να σε γνωρίζουν και να καταλαβαίνουν τι άνθρωπος είσαι πραγματικά εσύ που σε βλέπουν κάθε μέρα στην τηλεόραση. Οπότε αυτό που έκανα τελικά όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι δεν φοβήθηκα να δείξω στους ανθρώπους την πραγματική Βάνα. Ότι δηλαδή η Βάνα είναι κάτι άλλο από το ρόλο. Μάλιστα, αυτό το σχολίαζαν όλοι: «Μα εσύ είσαι αλλιώς. Εσύ είσαι γλυκιά, όχι σαν την Αμαλία» και προσπαθούσα να εξηγήσω ότι άλλο είναι ο ρόλος κι άλλο εγώ.
Έπαιξες την Αμαλία με μεγάλη επιτυχία για τριάμισι χρόνια. Όμως πόσο σε «κυνήγησε» μετά το τέλος των «Μυστικών της Εδέμ»;
Ακόμα με «κυνηγάει». Ακόμα με φωνάζουν, όχι πια «Να η Αμαλία», αλλά πηγαίνοντας κάπου να ψωνίσω μου λένε «Α, εσύ δεν είσαι που έπαιζες στα ‘‘Μυστικά της Εδέμ;’’».
Σε ενοχλεί που ενώ έχεις κάνει τόσα πράγματα στο θέατρο, ο κόσμος σε θυμάται πολύ από το συγκεκριμένο ρόλο σου στη τηλεόραση;
Στην αρχή ναι. Σκεφτόμουν ότι ήθελα να τελειώσει αυτό για να περάσω σε κάτι άλλο. Δηλαδή να θυμάται ο κόσμος κάτι άλλο από εμένα. Αλλά τώρα πια πρέπει να πω ότι αυτός είναι ο τρόπος. Δηλαδή κατάλαβα πως όταν ένα σίριαλ είναι πολύ πετυχημένο κι εσύ έχεις κάνει αξιοπρεπώς τη δουλειά σου, αυτό το πράγμα θα σε ακολουθήσει.
Γιατί δεν «εξαργύρωσες» τη δημοσιότητα που κέρδισες με τα «Μυστικά της Εδέμ» παίζοντας κάτι πιο εμπορικό στο θέατρο και έπαιξες στην παράσταση «Ο Δικός μας Ελέφαντας»;
Στην παράσταση «Ο Δικός μας Ελέφαντας» έγραψα το κείμενο και έκανα και τη σκηνοθεσία. Ήταν η περίοδος που εγώ πέρασα περισσότερο στη σκηνοθεσία. Με ήθελαν και είχα πολλές προτάσεις τότε στο θέατρο και στην τηλεόραση, αλλά για να παίξω αντίστοιχα πράγματα, δηλαδή να παίξω ρόλους σε σχέση με αυτό που έπαιζα στην τηλεόραση. Αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω. Δεν ήθελα να τυποποιηθώ. Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό στην υποκριτική. Δηλαδή αυτό ουσιαστικά εγώ φοβήθηκα μετά «Τα Μυστικά της Εδέμ», ότι ο ρόλος είχε τόσο μεγάλη επιτυχία που θα με ζητούσαν -όπως κι έγινε- αποκλειστικά και μόνο για να παίζω τέτοιους χαρακτήρες.
Εσύ γύρισες την πλάτη τότε στην τηλεόραση για να ασχοληθείς με το θέατρο ή εκείνη σε εσένα;
Εγώ, γιατί είχα και μετά προτάσεις για τηλεόραση. Το έκανα για να μην υπάρξει η τυποποίηση ή η ετικέτα. Εκείνο τον καιρό, το 2014, πήρα ένα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα ως σκηνοθέτης -και μάλιστα ήταν το μοναδικό πρόγραμμα που είχε πάρει η Ελλάδα- και έπρεπε να κάνω παραστάσεις για ενάμιση χρόνο στην Τουρκία, την Αγγλία και την Ισπανία. Οπότε για ενάμιση χρόνο εγώ «έτρεχα» αυτό το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα, το «Heaven on Earth», που είχε να κάνει με τον Ζαν Ζενέ.
Έχεις κινδυνέψει πάνω στο σανίδι; Αντιμετώπισες κάτι δύσκολο;
Ναι. Συνέβη και αυτό. Το 2012 έπαθα ένα σοβαρό ατύχημα στη σκηνή και κινδύνεψα να μείνω παράλυτη. Έπεσα από ύψος περίπου 2 μέτρων και έσκασα με την πλάτη στο τσιμέντο! Έσπασα έναν σπόνδυλο στη μέση μου, ευτυχώς γλίτωσα παρά τρίχα, γιατί αν είχε σπάσει ένας σπόνδυλος παρακάτω δεν θα ξαναπερπατούσα. Τότε παίζαμε το «Ένας κάποιος Παράδεισος», που τελικά λίγο έλειψε να γίνει κόλαση για μένα. Επίσης και χέρι έχω σπάσει πιο μικρή πέφτοντας από σκηνικό και έχω παίξει με γύψο. Έχω ένα θέμα με ατυχήματα στο σανίδι. Ίσως έτσι φεύγει η κακή ενέργεια; Τι να πω;
Πάντως ο θάνατος σε «κύκλωσε» νωρίς. Πρώτη μεγάλη σου «απώλεια» ήταν ο πατέρας σου κι είχες κι άλλες. Έχει κλάψει πολύ;
Ναι. Όταν έχασα τον πατέρα μου από καρκίνο, έπαιξα το ίδιο βράδυ στο θέατρο. Κανείς δεν το ήξερε μέχρι τη στιγμή που στην παράσταση τότε στην «Αθηναΐδα», στην «Ευαίσθητη Ισορροπία» του Έντουαρντ Άλμπι, έπρεπε να παίξω έναν κωμικό μονόλογο κι εγώ ερμήνευσα το ρόλο κι έκλαιγα. Έτσι το κατάλαβαν οι συνάδελφοι. Αρκετά χρόνια μετά «έφυγε» η μητέρα μου και πριν από τέσσερα χρόνια η αδελφή μου, η Πωλίνα. Μέσα απ’ όλο αυτό επαναπροσδιορίζεσαι. Αλλάζεις.
Το ότι χώρισαν οι γονείς σου όταν ήσουν μόλις οκτώ ετών ήταν «τραύμα» για σένα; Πώς το βίωσες;
Όσο καλά και να το βιώσεις όλο αυτό, σημαίνει ότι ζεις σ’ ένα σπίτι όπου δεν υπάρχουν και οι δύο γονείς σου. Εγώ δεν το βίωσα άσχημα, καθώς οι γονείς μου προστάτεψαν τα παιδιά τους. Αλλά όπως και να ’ναι η συνθήκη ζωής σου αλλάζει. Αυτό εγώ δεν μπορώ να το ονομάσω «τραύμα». Το παιδί χωρισμένων γονιών σημαίνει ότι δεν έχει και τους δύο γονείς του στο σπίτι. Δεν μου δημιούργησαν «τραύμα» ή «απώλεια». Η «απώλεια» ενός ανθρώπου που ξέρεις ότι θα τον δεις μετά από δύο ημέρες δεν είναι μεγάλη και ειδικά όταν είσαι παιδί. Το συνηθίζεις. Η «απώλεια» όμως που συμβαίνει αργότερα όταν χάνεις δικούς σου ανθρώπους είναι τεράστια. Με τη μητέρα μου και την αδελφή μου ήταν ξαφνικοί οι θάνατοι. Πολύ καλοί για τους ανθρώπους που «φύγανε», πολύ κακοί για τους ανθρώπους που μένουν πίσω. Δύσκολα διαχειρίσιμη η ζωή όταν σου λείπουν οι αγαπημένοι σου άνθρωποι αλλά με κάποιο τρόπο τους ανθρώπους μας τους έχουμε μαζί μας. Πάντα θα τους έχουμε, μέχρι να φύγουμε εμείς από τη ζωή. Η μνήμη μου είναι που «διατηρεί» τους ανθρώπους.
Είναι όμως σαν να κόβονται οι ρίζες σου. Έτσι δεν νιώθεις;
Ναι. Σιγά σιγά χάνεται το πού ανήκεις και προσπαθείς να επαναπροσδιορίσεις -και φτάνουμε στην «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη που με αφορά πάρα πολύ με όλα αυτά που έχω βιώσει-, το πού γεννήθηκες, το ποιος είσαι, το πού ανήκεις. Είναι επώδυνη αλλά πολύ ουσιαστική διαδικασία. Όλοι μας ή το έχουμε ζήσει ή θα το ζήσουμε. Είναι ο κύκλος της ζωής. Σε άλλους συμβαίνει σε πιο μικρή ηλικία με τραγικό τρόπο. Συμβαίνει τώρα στον πόλεμο, δίπλα μας, στα παιδιά που χάνουν τους γονείς τους και διαλύεται το Σύμπαν τους. Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που έζησα μ’ αυτούς τους ανθρώπους, που έχω μνήμες, που «εισέπραξα» πολλή αγάπη.
Μίλησέ μου για την παράσταση με το έργο «Η Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη που πρωταγωνιστείς στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι.
Εδώ υπάρχει ένα ζευγάρι -εγώ παίζω την Ελισάβετ και ο Κίμωνας (Βασίλης Αφεντούλης)- κι άλλο ένα πρόσωπο, ο φωτογράφος (Δημήτρης Μπούρας και Ένκε Φεζολλάρι, σε διπλή διανομή). Η Ελισάβετ είναι μια γυναίκα που μαζί με τον Κίμωνα τριγυρίζει από πόλη σε πόλη, ψάχνοντας να βρει μνήμες, να συνδεθεί κάθε φορά με την πόλη που επισκέπτεται και ν’ ανακαλύψει την ταυτότητά της. Το έργο είναι γραμμένο στην εποχή μετά τον Εμφύλιο, όπου η Λούλα Αναγνωστάκη είχε ζήσει πολύ καλά αυτή την περίοδο λόγω του αδελφού της, του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη. Έτσι «μιλάει» για τον κόσμο που ξαφνικά μετά τον Εμφύλιο δεν ξέρει πού βρίσκεται. Δεν ξέρει αν αυτή η πόλη στην οποία ζει είναι η πόλη του γιατί αλλάζει το τοπίο. Αρχίζει η αλλαγή του κόσμου γύρω μας.
Είπες μια φράση-κλειδί. Πολύ σημερινή. «Η αλλαγή του κόσμου γύρω μας». Πόλεμος δίπλα μας, κορωνοϊός, εγκληματικότητα στα ύψη με φόνους παιδιών. Αλλάζει ο κόσμος μας σήμερα και δυστυχώς αλλάζει προς το χειρότερο.
Η αλήθεια είναι ότι η βία τα τελευταία χρόνια είναι στην πρώτη γραμμή. Με όποιο τρόπο κι αν εκφράζεται, ό,τι συμβαίνει είναι βίαιο. Σημαίνει ότι ο κόσμος της πόλης μας αλλάζει. Αυτό μας κάνει εμάς που δεν βιώνουμε κάτι αντίστοιχο, που δεν ανήκουμε στον κύκλο της βίας, πραγματικά ν’ αναρωτιόμαστε πού είμαστε, ποιοι είναι οι άνθρωποι γύρω μας. Μας αναγκάζει να δούμε με άλλα μάτια αυτό που θεωρούσαμε δεδομένο. Αισθάνομαι πολύ συχνά μετέωρη στην Αθήνα. Σαν να μην αναγνωρίζω τα σπίτια, τους ανθρώπους, τους δρόμους.
Σε φοβίζει όλο αυτό;
Στην αρχή αισθανόμουν τρόμο. Πολύ μεγαλύτερο συναίσθημα από το φόβο. Δεν μπορώ να πω ότι το συνηθίζω, γιατί αν το συνηθίσω σημαίνει ότι θα βολευτώ σ’ αυτό, αλλά αρχίζω να το καταλαβαίνω, να το διαισθάνομαι και να μπορώ να κινηθώ μέσα σ’ αυτό μ’ ένα βλέμμα αποστασιοποίησης και παρατήρησης.
Επειδή μου λες «μ’ ένα βλέμμα αποστασιοποίησης και παρατήρησης», ελπίδα υπάρχει; Αγώνας υπάρχει;
Εννοείται ότι είσαι μέσα σε αυτό και οτιδήποτε συμβαίνει πρέπει ν’ αντιδράς. Όταν μιλάω για αποστασιοποίηση και παρατήρηση, εννοώ ότι πρέπει να δούμε πολύ καλά το ξένο, το διαφορετικό. Να το παρατηρήσουμε για να μπορέσουμε να το πολεμήσουμε.
Η συγκεκριμένη ηρωίδα σου η Ελισάβετ πώς το πολεμάει;
Η Ελισάβετ το πολεμάει διατηρώντας τη μνήμη της. Οι άνθρωποι αλλάζουν όταν χάνουν τη μνήμη. Η Ελισάβετ με μανία προσπαθεί να διατηρήσει τη μνήμη της. Θέλει να θυμάται, όταν όλοι οι άλλοι άνθρωποι αρνούνται να το κάνουν. Αυτό που λέμε για το ρόλο της Ιστορίας στην Ανθρωπότητα , για μένα είναι πολύ σημαντικό. Εάν θυμόμαστε, εάν πραγματικά είχαμε εντρυφήσει στα ιστορικά γεγονότα, θα είχαμε αποφύγει πολλά τωρινά. Γιατί είναι ένας κύκλος αυτός που επαναλαμβάνεται.
Έχεις περάσει κατάθλιψη;
Κατάθλιψη όχι ακριβώς. Περνάω περιόδους οργής, θυμού. Μεγάλες περιόδους θυμού. Είμαι θυμωμένη. Θυμώνω όταν συμβαίνει κάτι άδικο. Δεν θλίβομαι, θυμώνω.
Έχεις «δουλέψει» με τον εαυτό σου; Έχεις κάνει ψυχανάλυση;
Ναι, βέβαια. Αυτό συνέβη μετά το θάνατο του πατέρα μου που έκανα ψυχοθεραπεία για περίπου έναν χρόνο.
Το θέατρο μπορεί να δώσει ελπίδα μέσα σε αυτήν τη δύσκολη εποχή που ζούμε;
Το θέατρο αφυπνίζει συνειδήσεις, χαρίζει στιγμές αισιοδοξίας, προσθέτει στη φαντασία μας. Δεν θα μας διδάξει κάτι, αλλά μπορεί να μας δείξει. Δεν μ’ αρέσει να κάνω διδακτικό θέατρο. Δεν σηκώνουμε το δάχτυλο στο θεατή και του λέμε «κοίτα να δεις αυτό που κάνεις είναι λάθος». Γι’ αυτό στέκομαι περισσότερο στη λέξη «αφύπνιση».
Μιλάς με αγάπη και σεβασμό για το θέατρο που υπηρετείς εδώ και 30 χρόνια. Κι όμως το θέατρο «κλονίζεται» τους τελευταίους μήνες από καταγγελίες περί σεξουαλικών και άλλων κακοποιητικών συμπεριφορών, και μάλιστα δύο συνάδελφοί σου, ο Πέτρος Φιλιππίδης και ο Δημήτρης Λιγνάδης, έχουν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;
Το θέατρο δεν «κλονίζεται» Το θέατρο είναι μια τέχνη που υπήρχε πριν από εμάς και θα υπάρχει αιωνίως. Οι κακές συμπεριφορές δεν είναι μόνο στο δικό μας χώρο, είναι σε πολλούς χώρους, απλώς το να συμβαίνει σε άλλους χώρους δεν «πουλάει» τόσο σαν θέμα, οι εγκληματικές μερικές φορές συμπεριφορές συμβαίνουν πάντα και νομίζω ότι πολλά από αυτά ακόμα είναι κρυμμένα πολύ καλά. Όμως η αρχή που έκαναν κάποιοι άνθρωποι, κάποιες κυρίες του χώρου, όπου έβγαλαν κάποια πράγματα στην επιφάνεια και οδηγήθηκαν κάποιοι άνθρωποι στη Δικαιοσύνη η οποία θα αποφανθεί γι’ αυτά, ήταν ένα βήμα για όλους τους υπόλοιπους στο να αρχίσουμε να ευαισθητοποιούμαστε περισσότερο στην κακή συμπεριφορά στο χώρο εργασίας . Ο χώρος εργασίας ενός ανθρώπου, επειδή πάει εκεί και για να βγάλει τα χρήματα που του χρειάζονται για να ζήσει, πρέπει να διέπεται από σεβασμό και ευγένεια. Και μιλάω για όλα τα επαγγέλματα.
Τόσα χρόνια που είσαι στο θέατρο σου έχει συμβεί σεξουαλική παρενόχληση;
Νομίζω ότι θα μπορούσε να έχει συμβεί, απλώς δεν το άφησα. Έχω υπόνοιες για κάποιους ανθρώπους, αλλά δεν συνέβη, με κάποιο τρόπο το απέφυγα. Πιστεύω ότι είμαι τυχερή που το απέφυγα. Θεωρώ ότι είναι θέμα τύχης όποια γυναίκα δεν έχει υποφέρει από αυτό στη ζωή. Θεωρώ λοιπόν ότι από καθαρή τύχη δεν βίωσα κάτι ακραίο.
Κακοποιητική συμπεριφορά στο θέατρο έχεις βιώσει;
Λεκτική, ναι. Εγώ ακινητοποιούμαι σε αυτό και κλαίω. Δεν έχω γρήγορη αντίδραση. Δεν έφυγα όμως από τη δουλειά. Παρέμεινα. Έμεινα γιατί δεν τα παρατάω. Ναι μεν δεν αντιδρώ, αλλά δεν τα παρατάω κιόλας. Είμαι επίμονη.
Έχεις δέκα χρόνια να κάνεις τηλεόραση παρόλο που σου έχουν γίνει προτάσεις. Την αγαπάς; Θα ήθελες να ξαναγυρίσεις τώρα που γίνονται καινούργια πράγματα.
Δεν ήθελα να κάνω το ίδιο πράγμα κι άλλες φορές δεν τα βρήκα και οικονομικά. Όμως την αγαπάω την τηλεόραση και είναι ένα μέσον που το έχω υπηρετήσει όπως ακριβώς και το θέατρο, με προσήλωση και πολλή δουλειά. Θα ήθελα να επιστρέψω μ’ έναν ρόλο που θα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από όσα έχω κάνει έως σήμερα. Θέλω πολύ να παίξω σε κωμωδία στην τηλεόραση.
Επίσης κάνεις και κάτι άλλο πολύ δημιουργικό. Έχεις τη Δημοτική Θεατρική Ομάδα Αγίου Στεφάνου του Δήμου Διονύσου.
Ναι, μου αρέσει πάρα πολύ και από πέρσι πηγαίνουμε στο Διαδημοτικό Φεστιβάλ που γίνεται κάθε καλοκαίρι. Φέτος θα πάμε με μια ελληνική κωμωδία με τίτλο «Ατρείδες εν συντομία». Είναι ο μύθος των Ατρειδών με άλλη ματιά. Το έργο έγραψαν ο Γιώργος Ριζόπουλος και ο Ευθύμης Μπαλωμένος. Το σκηνοθετώ εγώ. Ο Δήμος Διονύσου είναι ένας ιστορικός δήμος για το θέατρο και το καλοκαίρι έχουμε και τις πολιτιστικές γιορτές, τα «Διονύσια».
Έχεις βρει τις ισορροπίες σου, γιατί και τα επαγγελματικά σου τα «πας» εκεί που θέλεις και εδώ και 13 χρόνια είσαι με το σύντροφο της ζωής σου. Μεγάλος έρωτας.
Ναι, έτσι είναι. Είμαστε πολύ καλά μαζί. Γελάμε πολύ. Περνάμε καλά οι δύο μας, συζητάμε πολύ, έχουμε κοινά ενδιαφέροντα, παρόλο που ο Γιάννης κάνει άλλη δουλειά (ηλεκτρολόγος μηχανικός). Του αρέσουν το θέατρο, η λογοτεχνία, το σινεμά, ό,τι αρέσει πολύ και σε μένα. Δεν μας αρέσει η έκθεση στη δημοσιότητα.
Μου είχες πει πριν από μερικά χρόνια ότι ο Γιάννης σού έχει κάνει πρόταση γάμου και ήσασταν στο δρόμο για πολιτικό γάμο. Τι έγινε και δεν το προχωρήσατε;
Δεν μας ήταν απαραίτητο. Δεν είχαμε λόγο να το κάνουμε αφού ζούμε μαζί. Αυτό που βιώνουμε είναι γάμος.
Ένα παιδί δεν το θελήσατε, δεν ήρθε;
Δεν υπήρξε ποτέ σαν σκέψη.
Δεν είσαι από τις γυναίκες εκείνες που ονειρεύονταν να κάνουν οικογένεια;
Δεν ονειρεύτηκα ποτέ ούτε το γάμο ούτε παιδιά. Τα πράγματα που θέλησα να κάνω, τα κάνω ή τα έκανα. Δεν έχω αφήσει κάποιο «υπόλοιπο» (γέλια).
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της Ontime