Θοδωρής Κατσαφάδος: Στη σκηνή έχω νιώσει σαν να με «χαϊδεύει» ο Θεός
Από τη Σίσσυ Μενεγάτου
Είναι φτιαγμένος από το «υλικό των ονείρων» κι η ζωή του ήταν μια… τρικυμία που κάπου κάπου γινόταν μπουνάτσα, μια ήρεμη θάλασσα και ταξίδευε σε «ψυχές» ρόλων, παίρνοντας δύναμη για να συνεχίσει. Ο Θοδωρής Κατσαφάδος θα μπορούσε να είναι ο ήρωας μιας αρχαίας τραγωδίας. Το σίγουρο είναι πως η μοίρα τού χάρισε αλλά και του πήρε πολλά, στην κυριολεξία μέσα από την αγκαλιά του. Σε ένα τραγικό παιχνίδι της, παιδάκι ακόμα, είδε τον αδελφό του Παναγιώτη να διαμελίζεται από μια χειροβομβίδα! Αργότερα «έφυγαν» στα χέρια του ο πατέρας του, ο άλλος του αδελφός και πέρσι το καλοκαίρι η αγκαλιά του άδειασε ξανά όταν «έφυγε» η αγαπημένη του σύζυγος, η ηθοποιός Χριστίνα Βαρζοπούλου, που επί σχεδόν σαράντα χρόνια ήταν το λιμάνι της ψυχής του. Σεμνός, ειλικρινής, χωρίς να ντρέπεται όταν… σπάει η φωνή του από τις μνήμες, μίλησε στην «ΟΝ time» για το δύσκολο, μοναχικό Πάσχα που πέρασε, αλλά και τη μοναδική φορά που δεν γέμισε το σπίτι με λουλούδια την Πρωτομαγιά. Αν και οι ρόλοι ζωής που κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει ήταν σχεδόν παράλληλοι με αυτούς των τραγωδιών που ενσάρκωσε, κατάφερε να μην γίνουν εφιάλτες που θα τον στοιχειώνουν. Τι κι αν η μοίρα τον χτυπάει από παιδί; Εκείνος έχει καταφέρει να κρατήσει την όμορφη ψυχή του και τη λάμψη στα μάτια του, έστω κι αν κάποιες φορές βουρκώνουν. Κάποιοι κύκλοι ζωής του έκλεισαν επώδυνα, αλλά άνοιξαν άλλοι φωτεινοί. Γιατί, όπως λέει και ο Ν. Καζαντζάκης στην περίφημη «Ασκητική» του, στην οποία ο Θοδωρής Κατσαφάδος δίνει την ψυχή του και κάπου ταυτίζεται, στη σκηνή του θεάτρου «Βρετάνια», τώρα ξέρει. Λυτρώθηκε από το νου και την καρδιά, ανέβηκε πιο πάνω κι είναι λεύτερος.
Ήταν το πρώτο σου Πάσχα χωρίς τη Χριστίνα σου (Βαρζοπούλου), την αγαπημένη σου σύζυγο που «έφυγε» ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι…
Ναι (η φωνή του «σπάει»… κομπιάζει, βουρκώνει). Κατέβηκα κάτω στον Άγιο Βασίλειο που πηγαίναμε κοντά σαράντα χρόνια, γιατί είναι λίγα μέτρα από το σπίτι μας η εκκλησία. Πάντα οι δυο μας ακολουθούσαμε τον Επιτάφιο. Ήταν η πρώτη φορά που ήμουν μόνος μου και κρατούσα και το κερί της Χριστίνας μου. Πολύ δύσκολο. Ήταν και το πρώτο Πάσχα που ήμουν μόνος μου και που δεν θέλησα να πάω και πουθενά. Με τη Χριστίνα γνωριστήκαμε το 1973 στο «Μινώα», στο θίασο του λατρεμένου μου Κώστα Βουτσά, μετά χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε το 1982. Από τότε ήμασταν μαζί αχώριστοι… μέχρι πριν από λίγο καιρό που μου «έφυγε».
Δηλαδή, πέρα από τα Πάθη του Κυρίου, βίωσες και τα δικά σου.
Δεν θα το πω «πάθη» θα το πω απολογισμό. Κάθομαι στο σπίτι, κάνω τις δουλειές που πρέπει, διαβάζω γιατί τρέχουν επαγγελματικές υποχρεώσεις, αλλά και οικογενειακές με το παιδί μου και το εγγόνι μου. Είναι μια ευκαιρία να κάνω τους απολογισμούς μου, να κάνω «ταμείο» που λέμε. Γι’ αυτό και θέλω να είμαι μόνος μου εδώ, με αυτά που εγώ θέλω να έχω στο μυαλό μου και στην ψυχή μου. Ήταν -δεν μπορώ τον αόριστο- για εμένα είναι υπέροχος άνθρωπος η Χριστίνα μου, είμαι πολύ τυχερός που τη γνώρισα και έζησα μαζί της. Πολύ ευλογημένος που έκανα την κόρη μου μαζί της. Η Χριστίνα μόνο χαρά μου έδωσε στη ζωή.
Ήταν κάτι ξαφνικό ή το περίμενες;
Ήταν ξαφνικό. Τα προβλήματά της τα είχε όπως τα έχουμε όλοι, από κάποια ηλικία και μετά αρχίζουν τα μικροπροβλήματα, αλλά ξαφνικά την ώρα που μιλάγαμε να πάθει ανακοπή, ήταν κάτι τραγικό. Απίστευτο. Ευτυχώς ήμουν παρών γιατί θα είχα τύψεις ότι δεν ήμουν κοντά της. Εκείνο τον καιρό ήμουν στο σίριαλ «Παρουσιάστε» με τον Γιάννη Μπέζο και είχα δωδεκάωρα γυρίσματα και θέατρο. Την φρόντιζα όμως πολύ. Ήμουν κοντά της, μιλούσαμε και… πέταξε σαν πουλάκι. Δεν μπορείς να φανταστείς τι «βάλσαμο» ήταν για μένα το «Παρουσιάστε» και τα γυρίσματα με τον Γιάννη Μπέζο, τον Μανώλη Μαυροματάκη και όλους τους συναδέλφους μου. Ο Γιάννης ήταν ευλογία που μου έτυχε στη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μου. Τον ξέρω χρόνια. Είναι υπέροχος άνθρωπος.
Έχεις έναν μοναδικό τρόπο -ακόμα και τώρα που μου μιλάς- να «κρατάς» ανθρώπους στην ψυχή σου, καθώς σου έχουν συμβεί πολλά τραγικά περιστατικά με θανάτους πολύ δικών σου ανθρώπων. Σαν να μην έχουν φύγει…
Έτσι ακριβώς. Οι άνθρωποι δεν φεύγουν ποτέ όσο τους έχουμε μέσα μας, στο μυαλό μας και στην ψυχή μας. Τους σκεφτόμαστε και είμαστε μαζί τους και το καντηλάκι τους είναι πάντα αναμμένο. Έτσι δεν θα φύγουν. Εξαρτάται από εμάς (βουρκώνει).
Νιώθω ότι παρόλο που έχεις πάρει πολλή αγάπη κι απ’ τον κόσμο και από τους δικούς σου ανθρώπους, σε έχει χτυπήσει πάρα πολύ η μοίρα από μικρό παιδί.
Ναι, πράγματι έχω πάρει πολλή αγάπη, αλλά από την άλλη η μοίρα το ήθελε έτσι να βιώσω δύσκολες «απώλειες» στη ζωή μου. Δεν θέλω να τα μεγαλοποιώ, ούτε να το κάνω μελοδραματικό, όμως η ζωή τα έφερε έτσι να σκοτωθεί ο αδελφός μου όταν ήμασταν μικρά παιδιά με τραγικό τρόπο μπροστά στα μάτια μου, να πεθάνει ο πατέρας μου στα χέρια μου, ο άλλος αδελφός μου, η γυναίκα μου. Όλοι στα χέρια μου «έφυγαν»… Μου έχουν συμβεί αυτά τα τραγικά πράγματα και δεν ξέρω τι είναι αυτό… μοίρα, σύμπτωση; Πάντως είναι οδυνηρό. Όμως εγώ τους έχω μέσα στην ψυχή μου, για εμένα δεν έχουν φύγει, ζω με αυτούς, θα ζω με αυτούς μέχρι το τέλος της ζωής μου, θέλω να τους «κρατάω». Εγώ είμαι πάρα πολύ συνδεδεμένος με το παρελθόν. Πάντα «κουβαλάω» μέσα στην ψυχή μου και τους ανθρώπους της οικογένειάς μου που «φύγανε» αλλά και τους ανθρώπους της δουλειάς μου που τους αγάπησα και έχουν «φύγει».
Όταν όμως κρατάς αυτούς τους ανθρώπους «ζωντανούς» μέσα σου, όπως μου λες, δεν είναι «πληγές» που αιμορραγούν και πρέπει να τις επουλώσεις;
Όχι. Είναι οι άγιοί μου. Είναι οι προστάτες μου. Είναι τα φωτεινά μου σημάδια να προχωρήσω. Είναι εκεί που ανατρέχω όταν έχω προβλήματα. Σε αυτούς απευθύνομαι. Δεν είναι πληγές. Δεν είναι βάρος. Τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα που «έφυγαν» θέλω να τα θυμάμαι, να μιλάω μαζί τους, μου κάνει καλό να μιλάω γι’ αυτά, γιατί δεν θέλω να φύγουν, θέλω να είναι εδώ κοντά μου.
Σε εμένα είχες αποκαλύψει για πρώτη φορά, πριν από πολλά χρόνια σε συνέντευξή μας, την πρώτη σου οδυνηρή «απώλεια ζωής» όταν παίζοντας σ’ ένα χωράφι με τον αδελφό σου τον Παναγιώτη, βρήκατε μια χειροβομβίδα που έσκασε στα χέρια του και τον διαμέλισε… Εσύ μόλις που πρόλαβες να καλυφθείς αλλά είδες το φρικτό θέαμα…
Ναι. Σου άνοιξα την καρδιά μου πριν από χρόνια, γι’ αυτό που μου συνέβη την Πρωτομαγιά του’63, που για εμένα είναι σαν να έγινε χθες. Πάντα θα θυμάμαι τα μάτια του που με κοίταξαν για λίγο και μετά… (κομπιάζει)
Δυο παιδιά που γελάγατε και παίζατε ανέμελα. Εκείνος 11, εσύ 9 χρόνων και σώθηκες από θαύμα.
Ναι… μιλάμε για κλάσματα του δευτερολέπτου ότι εγώ έστριψα πίσω από έναν τοίχο και σώθηκα. Ήταν η πρώτη μου μεγάλη «απώλεια» κι είναι έξω από τη λογική του ανθρώπου να το διαχειριστεί. Πόσω μάλλον όταν είσαι μόνο εννέα χρόνων. Ο άνθρωπος είναι προγραμματισμένος από τον γεννήτορά του να σκεφτεί ότι ένα άτομο μπορεί να φύγει από τη ζωή και μπροστά του να είναι έτσι όπως είναι, αλλά νεκρός. Αλλά το να είναι διαμελισμένος και διασκορπισμένος σ’ ένα χωράφι, δεν μπορεί η λογική του ανθρώπου να το συλλάβει. Δυστυχώς, η μοίρα κάποιων ανθρώπων είναι αυτό. Όπως η μοίρα η δική μου είναι να «κουβαλάω» τόσα χρόνια, όλους αυτούς.
Και πώς τα κατάφερε ο εννιάχρονος Θοδωρής μετά από αυτό;
Στην αρχή πολύ δύσκολα. Είχα σοκαριστεί. Για τρία χρόνια δεν μπορούσα να μιλήσω. Ούτε γι’ αυτόν, αλλά γενικότερα γιατί μιλούσα με χωριάτικη προφορά και γελούσαν τα παιδιά στο σχολείο στην Αθήνα. Όμως τελικά τα κατάφερα να συνεχίσω κι έφτασα στο σημείο αυτόν τον εφιάλτη που έζησα με τον αδελφό μου να τον «ξορκίζω» μέσα από τη δουλειά μου.
Πώς βρίσκεις τη δύναμη να το παλεύεις όλο αυτό; Και το λέω γιατί είναι κι ένα «μάθημα» για άλλους ανθρώπους που βιώνουν κάτι αντίστοιχο.
Με το να τους «κουβαλάω» μέσα μου, αλλά και να νοιάζομαι γι’ αυτούς που υπάρχουν. Αυτήν τη στιγμή εμένα η ζωή μου είναι η κόρη μου Μαριλού και ο εγγονός μου, ο Παναγιώτης που έχει κλείσει τα τέσσερα του χρόνια. Είναι η λατρεία μου, η αγάπη μου που τον βλέπω να μεγαλώνει και να κάνω ό,τι μπορώ, όσο έχω ακόμα δυνάμεις, να τον στηρίζω για να συνεχίσει τη ζωούλα του. Είμαι χαζοπαππούς και το λέω και το δείχνω.
Η κόρη σου, η Μαριλού, έχει ήδη δείξει πολύ θετικά δείγματα του ταλέντου της στην υποκριτική, παίζοντας διάφορους ρόλους.
Ναι, είναι καλή. Την είδα στην παράσταση του Γιώργου Καπουτζίδη «Όποιος θέλει να χωρίσει… να σηκώσει το χέρι του» και ειλικρινά το λέω -κι όχι επειδή είναι το παιδί μου- ήταν μια απίστευτη έκπληξη για εμένα. Με εντυπωσίασε. Και στο καινούργιο σίριαλ του Γιώργου Καπουτζίδη «Σέρρες» στην πλατφόρμα του ANT1 είναι εξαιρετική. Βεβαίως εκεί υπάρχει η άλλη μεγάλη απώλεια του αγαπημένου Πάνου Νάτση. Αυτό το παιδί το γνώρισα όταν ξεκίναγε στη δουλειά του και παίξαμε μαζί στη «Γυναίκα Χωρίς Όνομα». Μιλούσαμε στο τηλέφωνο και συναντιόμασταν, αλλά δυστυχώς χάθηκε τόσο άδικα.
Είναι οι κύκλοι που κάνει η ζωή η οποία σε φέρνει μπροστά στις «πληγές» σου. Σου έδωσε ρόλους σημαντικούς, αλλά συνυφασμένους κατά κάποιον τρόπο με ό,τι έχεις ζήσει. «Αγγελιαφόρος» στις Βάκχες όπου περιέγραφες πώς η Αγαύη τεμάχισε τον Πενθέα στον Κιθαιρώνα, Αγγελιαφόρος στον Ιππόλυτο, Αγγελιαφόρος στην Ηλέκτρα, με τον αποκεφαλισμό του Αιγίσθου… Σαν να σε «κυνηγάει» όλο αυτό…
Ξέρεις όμως όλο αυτό, όταν μπορείς μέσα στο θέατρο να αρθρώνεις αυτό που έχεις βιώσει, μπορεί να είναι και λύτρωση. Ο εφιάλτης δηλαδή αυτός, το μαύρο σκοτάδι της πραγματικότητας, όταν το αρθρώνεις ως θεατρίνος μπροστά στον κόσμο, σε 10.000-12.000 θεατές στην Επίδαυρο, μπορεί να είναι λύτρωση. Είναι ίσως σαν να σου λέει η μοίρα: «Ξαναμίλα γι’ αυτό μέσα από την τέχνη σου, μπροστά στον κόσμο». Είναι όμως δύσκολο. Ματώνεις την ψυχή σου. Κάνεις αναγωγή στα προσωπικά σου. Εγώ πάντα κάνω αναγωγή στην προσωπική μου ζωή όταν επωμίζομαι κάποιους ρόλους με βάθος, πρέπει να μπεις πολύ βαθιά μέσα στο υπαρξιακό και μέσα στην πραγματικότητα της ζωής για να τους παίξεις αυτούς τους ρόλους.
Είναι αξιοθαύμαστο πώς μπορείς και ξεπερνάς το προσωπικό σου βίωμα και την «πληγή» σου για να παίξεις έναν ρόλο.
Πρέπει, όταν κάνουμε τη δουλειά μας στο θέατρο, να κοντρολάρουμε το προσωπικό συναισθηματικό μας φορτίο και να κάνουμε αυτό που μας έχει ανατεθεί. Ο θεατής δεν έρχεται στο θέατρο για να δει εσένα να υποφέρεις, αλλά για να δει αυτό που θέλει να παρακολουθήσει. Δεν είναι το θέατρο μια στιγμή για να βγάλουμε τα προσωπικά μας. Είναι μια στιγμή για να υπηρετήσουμε αυτό που ο συγγραφέας έχει γράψει και ονειρευτεί να βγάλει μέσα από το έργο του και το ρόλο που εσένα σου δώσανε να ερμηνεύσεις. Χρειάζεται μεγάλη πειθαρχία στο θέατρο. Όταν είμαι στη δουλειά μου, είμαι εκεί γι’ αυτό. Δεν μπερδεύω τα προσωπικά μου. Είναι ξεκάθαρο αυτό. Τα προσωπικά μου δεν αφορούν ούτε τους συναδέλφους μου στα παρασκήνια. Είναι δική μου υπόθεση. Αυτά είναι για το σπίτι μου. Αυτό που με σκοτεινιάζει και με μαυρίζει μπορώ ίσως να το αφήσω ελεύθερο στους ανθρώπους τους πολύ δικούς μου, που είναι ελάχιστοι.
Με την κόρη σου έχετε παίξει μαζί στην «Ηλέκτρα» και στο σίριαλ «Παρουσιάστε». Πώς το είδες όλο αυτό;
Παράξενο. Εγώ -κι έτσι το έχουμε- δεν θέλω ούτε να επεμβαίνω ούτε να επηρεάζω, ούτε να συμβουλεύω, ούτε να διεκδικώ. Την αφήνω μόνη της και κάνει μια υπέροχη πορεία. Έχει τους δικούς της ανθρώπους, το δικό της «παρεάκι» στη δουλειά, μια χαρά. Δεν γίνεται αλλιώς. Ο μπαμπάς είναι πάντα μπαμπάς. Δεν μπορώ να γίνω ούτε καθηγητής υποκριτικής ούτε συνάδελφος.
Αν μπορούσες να βάλεις σε μια ζυγαριά τα επαγγελματικά σου από τη μία μεριά και από την άλλη την προσωπική σου ζωή, πού πιστεύεις ότι θα γείρει; Πού νιώθεις μεγαλύτερη ευτυχία; Ότι τα κατάφερες καλύτερα;
Σαφώς θα γείρει στην οικογένεια μου. Το παιδί μου και το εγγόνι μου είναι ό,τι σημαντικότερο έχω στη ζωή μου. Η μεγαλύτερη ευτυχία μου. Αν τα βάλω στη ζυγαριά αυτά με τα επαγγελματικά, θα σου πω με πολύ μεγάλη ειλικρίνεια ότι νομίζω πως στη δουλειά μου κατάφερα πολύ περισσότερα απ’ όσα ονειρευόμουν και πίστευα. Νομίζω ότι η μοίρα ήταν γενναιόδωρη μαζί μου, γιατί μου έδωσε απίστευτες χαρές στη δουλειά μου. Σπουδαίες στιγμές. Έχω κάνει πράγματα που ούτε καν ονειρευόμουν, ούτε πίστευα ποτέ ότι θα τα κάνω. Είμαι πολύ χορτασμένος από τη δουλειά μου. Στην προσωπική μου ζωή, για να είμαι πολύ ειλικρινής, θα σου πω ότι δεν τα κατάφερα πολύ καλά. Αυτήν τη στιγμή δεν έχω πάρα πολλούς φίλους. Κι εννοώ φίλους με όλη τη σημασία της λέξης. Και γι’ αυτό δεν νομίζω ότι φταίνε οι άλλοι, περισσότερο θεωρώ ότι φταίω εγώ. Δεν τα κατάφερα πολύ καλά στη ζωή. Είμαι πολύ μόνος. Ζω καλύτερα μόνος μου και οι σχέσεις μου είναι οριακά φιλικές.
Στην πορεία σου -έχεις κλείσει πενήντα χρόνια στο θέατρο- ήσουν και είσαι χαμηλών τόνων, αλλά έχεις παίξει σπουδαίους ρόλους και είσαι πολύ αγαπητός στον κόσμο. Όμως δεν έκανες αυτό που λέμε το μεγάλο «μπαμ» του πρωταγωνιστή. Σε στενοχωρεί αυτό;
Όχι. Καθόλου. Νομίζω ότι το προσόν του πρωταγωνιστή είναι κάτι άλλο από το προσόν του καλού ηθοποιού. Δεν είναι το ίδιο. Το να ηγείσαι σε μια δουλειά, να είσαι πρωταγωνιστής, θιασάρχης, είναι κάτι άλλο από το να είσαι πολύ καλός ηθοποιός. Το «μπαμ» το μεγάλο θέλει άλλα ταλέντα που εγώ δεν τα είχα. Δεν ξέρω πώς γίνονται όλα αυτά. Εγώ ήθελα μόνο να παίζω και να παίζω καλά. Να βάζω την ψυχή μου σε αυτά που μου έδιναν να παίξω. Δεν ήθελα ούτε πρωτοβουλίες, ούτε να ηγούμαι πραγμάτων. Εγώ ήθελα και θέλω να παίζω στη σκηνή, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και να αγωνιώ συνέχεια. Έχω την ίδια αγωνία σαν να βγήκα χθες. Πάντα αμφιβάλλω, προσπαθώ, πάντα δεν ξέρω αν το έκανα καλά, με «τρώει» αν θα μπορούσα να το κάνω καλύτερα. Ζω με μια μόνιμη αμφιβολία. Το «μπαμ»; Δεν έγινε ποτέ κι ούτε πρόκειται να γίνει, τώρα μετά από μισό αιώνα θα γίνει το «μπαμ»; Είμαι καλά έτσι όπως είμαι, μου δίνουν υπέροχους ρόλους, μεγάλους ρόλους, δύσκολους ρόλους, μικρούς ρόλους, αμείβομαι μια χαρά, δεν έχω κανένα παράπονο. Νιώθω απίστευτη ευγνωμοσύνη, τυχερός και ευλογημένος που έχω παίξει τόσο μεγάλους ρόλους. Στη σκηνή έχω νιώσει σαν να με «χαϊδεύει» ο Θεός. Ποτέ δεν φανταζόμουν ούτε στα όνειρά μου όταν ήμουν παιδί ότι θα μπορέσω εγώ να βρεθώ αντιμέτωπος με αυτά τα σπουδαία κείμενα, με αυτούς τους ρόλους, με τόσο σπουδαίους ηθοποιούς, με τόσο κόσμο είτε στην Επίδαυρο είτε σε άλλα θέατρα ή στο εξωτερικό περιοδεία με το Εθνικό Θέατρο και την «Αντιγόνη» με τη Λυδία Κονιόρδου. Ακόμα και τώρα τελευταία, μου φέρνει πολλά στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση που πρόσφατα έπαιζα στον «Ήλιο» του ΑΝΤ1.
Πραγματικά δεν τα ονειρευόσουν αυτά;
Oύτε καν. Εγώ ήμουν ένα «χωριατάκι», γεννήθηκα στον Λάκκο της Μάνης ή Κατσαφαδιάνικα όπως ονομάζεται, γιατί σχεδόν όλοι εκεί έχουν το επίθετο Κατσαφάδος. Οι γονείς μου ήταν πολύ φτωχοί. Ο πατέρας μου λεγόταν Δημήτρης, ασχολιόταν με τα πρόβατα και η μητέρα μου, η Καλλιόπη, έκανε δώδεκα παιδιά. Εγώ είμαι ο «βενιαμίν» της οικογένειας. Δεν είχα ιδέα τι σημαίνει Θέατρο, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αισχύλος, Σαίξπηρ, Ίψεν, Τσέχοφ, όλα αυτά τα σπουδαία κείμενα. Αυτά τα γνώρισα εγώ αφού μπήκα στη δουλειά.
Δώδεκα παιδιά! Λόχος ολόκληρος.
Ναι. Έξι έκαναν πριν από τον Πόλεμο κι έξι μετά. Δεν έζησαν όλα. Κακουχίες. Το πρώτο παιδί το έχασε, μετά έχασε δίδυμα, ένα κοριτσάκι που ήταν η δίδυμη αδελφή μου πέθανε από το γάλα της κατσίκας γιατί δηλητηριαστήκαμε. Είχαμε πολλά τέτοια. Ζούσαμε σ’ ένα χωριουδάκι με τριάντα άτομα, χωρίς γιατρό, χωρίς τίποτα. Δεν θυμάμαι πολλά, γιατί άλλα αδέλφια μου έφυγαν στην Αθήνα, άλλα πήγαν στην Αμερική για να δουλέψουν. Τα χρόνια εκείνα οι οικογένειες σκορπίζονταν για να μπορέσουν να ζήσουν. Ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια μετά τον Πόλεμο. Εγώ ήμουν ένα μαζεμένο παιδάκι. Ευαίσθητος. Ήμουν δειλό παιδί. Ο Παναγιώτης μου ήταν ο προστάτης μου. Ο άγγελός μου. Ήμασταν κολλητοί (κομπιάζει).
Ένα παιδάκι λοιπόν, μόλις εννιά χρόνων, ταλαιπωρημένο ψυχικά μετά από αυτό το τραγικό που συνέβη με τον αδελφό σου, ήρθες στην Αθήνα. Τι θυμάσαι από τότε που μετακομίσατε στην Άνω Γλυφάδα;
Ένιωσα σαν να με πετάξανε στον ωκεανό. Σαν να κάνεις μπάνιο για χρόνια σε μια μικρούλα λίμνη και ξαφνικά να σε πετάξουν στον ωκεανό και να σου πούνε «κολύμπα». Ήταν αγριευτικό. Από ένα σχολείο με 12 παιδιά, βρέθηκα σ’ ένα άλλο με 300 παιδιά.
Και πώς αυτό το δειλό παιδί αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και μπήκες στη Δραματική Σχολή Βεάκη;
Εντελώς τυχαία. Όταν τελείωσα το σχολείο και μπήκα στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλολογία, μια φίλη μου μου είπε ότι ήθελε να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή και να την βοηθήσω να μάθει ένα ποίημα και έναν μονόλογο. Πήγα εκεί όταν έδινε τις εξετάσεις -δεν είχα ιδέα τι είναι- έβλεπα τα παιδιά που ανέβαιναν στη σκηνή για τις εξετάσεις κι αργότερα μου μπήκε στο μυαλό να γίνω ηθοποιός. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα. Μετά άρχισα να διαβάζω πολύ, να μαθαίνω πράγματα. Το πιο σημαντικό για μένα, που το λέω και στα νέα παιδιά, είναι ότι θέλει δουλειά. Το μεγαλύτερο «δεκανίκι» στην ανασφάλεια αυτού του επαγγέλματος είναι η σκληρή δουλειά. Εγώ δουλεύω πάρα πολύ τους ρόλους μου. Η πρώτη μου δουλειά ήταν όταν σπουδαστής ακόμα της Δραματικής Σχολής βγήκα στο «Μινώα» μαζί με τον Κώστα Βουτσά και τη Χριστίνα μου (Βαρζοπούλου). Τότε γνωριστήκαμε.
Στα πρώτα σου βήματα είχες την τιμή και τη χαρά να παίξεις στη σπουδαία παράσταση «Ντα» μ’ έναν «μύθο» του θεάτρου μας, τον Μάνο Κατράκη.
Υπέροχος άνθρωπος, σπουδαίος ηθοποιός, πάντα θα τον έχω στην ψυχή μου. Είναι ευλογία που τον συνάντησα. Θυμάμαι αυτό το μέγεθος που λέμε ότι ο ηθοποιός πρέπει να φτάσει σε ένα σημείο να παίζει, χωρίς να παίζει. Ο Κατράκης είχε φτάσει σε αυτό το σημείο. Να μην παίζει, να είναι. Αυτή η ωριμότητα και το «μαλάκωμα» πάνω στη σκηνή που έρχεται μόνο με τα χρόνια, κι αν έρθει, γιατί μπορεί να μην έρθει ποτέ. Επίσης θυμάμαι τη σεμνότητά του. Στις αφίσες όταν βγαίναμε στην περιοδεία, όλα τα ονόματα ήταν γραμμένα με αλφαβητική σειρά. Έχω ακόμα αφίσα που το όνομα του Κατράκη είναι σε αλφαβητική σειρά. Εδώ σήμερα βλέπεις νεότατους συναδέλφους να επιβάλλουν να βάζουν το όνομά τους πάνω από τον τίτλο του έργου και τον συγγραφέα!
Πώς κατάφερες να μείνεις μακριά από αυτό που λέμε «καλάμι»;
Έλα τώρα, αυτό είναι ένα πράγμα που όταν το βλέπω γελάω. Εγώ από πολύ νωρίς προσπαθούσα να κάνω όσο καλύτερα μπορώ τη δουλειά μου. Από κει και πέρα, το να βλέπεις τη φωτογραφία σου σ’ ένα περιοδικό ή να δίνεις μια συνέντευξη στην τηλεόραση δεν σημαίνει ότι είσαι κάτι απίστευτο. Δηλαδή, δεν χρειάζεται. Πρέπει να είμαστε προσγειωμένοι, μαζεμένοι. Πρέπει να είσαι πολύ ανώριμος για να σου συμβεί αυτό, κι εγώ δεν είμαι.
Με αφορμή το #MeToo, εσύ τόσα χρόνια στο σανίδι, έχεις δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση ή υποστεί κακοποιητική συμπεριφορά;
Όχι ποτέ. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι κάποια στιγμή που δεν μου άρεσε ο τρόπος συνεργασίας για καθαρά επαγγελματικούς λόγους, είπα δεν θέλω να ξαναπαίξω με αυτόν τον σκηνοθέτη ή με αυτούς τους συναδέλφους. Αλλά αυτό ήταν η εξαίρεση. Εμένα οι συνεργασίες μου ήταν ευλογημένες. Πέρασα καλά.
Πρωταγωνιστείς στην «Ασκητική», στο εμβληματικό έργο του Ν. Καζαντζάκη που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Πάνου Αγγελόπουλου και μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου, στο θέατρο «Βρετάνια». Μίλησέ μας γι’ αυτό.
Eίναι το συγκλονιστικό φιλοσοφικό έργο, μέσα από το οποίο ο Ν. Καζαντζάκης θέτει τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα για το θάνατο, τον έρωτα, την ελευθερία, την ελπίδα κι άλλες σπουδαίες έννοιες, με αυτό το πάρα πολύ δυσπρόσιτο και ιδιότυπο λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, και αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία. Δεν είναι θέατρο χαρακτήρων, είναι στοχασμοί. Είναι ο λόγος του Καζαντζάκη, οι στοχασμοί του, η φιλοσοφική του θέση και το κείμενό του.
Ποια είναι η πιο σημαντική του φράση που ταιριάζει και στον δικό σου χαρακτήρα;
Είναι όλα τόσο υπέροχα αυτά που λέει μέσα το κείμενο, καταρχήν είναι γεμάτο αντιφάσεις. Π.χ. λέει «Καλή η ζωή, καλός ο θάνατος». Θα πρέπει εμείς από τη σκηνή να μεταδώσουμε στους θεατές τη φιλοσοφία του Καζαντζάκη. Είναι μια κραυγή αγωνίας, αλλά και μια πρόσκληση για τον αγώνα επιβίωσης και εξέλιξης του ανθρώπου. Αυτό και μόνο που λέει: «Ξέρω τώρα, δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος» είναι τα πάντα. Ειδικά στις δύσκολες μέρες που ζούμε, είναι απολύτως επίκαιρος.
Tηλεοπτικά θα κάνεις κάτι;
Ναι. Θα κάνω ένα σίριαλ, μυστηρίου και δράσης, στην ΕΡΤ, σε σκηνοθεσία Μάκη Τσούφη. Αρχίζουμε γυρίσματα τον Ιούνιο. Ο τίτλος του -αν θα παραμείνει αυτός- είναι «Sempre Viva» (σ.σ. είναι το κίτρινο λουλούδι των Κυθήρων και σημαίνει στα Ιταλικά «Για πάντα»). Ίσως κάνω και γκεστ σ’ ένα σίριαλ που θα κάνει η Ελένη Ράντου την ερχόμενη σεζόν. Επίσης έκανα και μια ταινία «Το καθαρτήριο» του Βασίλη Μαζωμένου.
Αναρωτιέμαι αν ένας άνθρωπος όπως εσύ, που έχεις δει το θάνατο μπροστά στα μάτια σου και τον έχεις ξεγελάσει, φοβάσαι κάτι ή είσαι λεύτερος, όπως λέει ο Ν. Καζαντζάκης;
Εγώ βρίσκομαι σε ένα σημείο της ζωής μου που δεν φοβάμαι τίποτα παρά μόνο ένα. Θέλω να είναι καλά τα παιδιά μου. Θέλω να τα αφήσω σε ασφαλές τοπίο. Και κατ’ επέκταση τα παιδιά του κόσμου. Αυτό είναι που με απασχολεί… Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της Ontime