Δημοσκόπηση GPO για τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ»: Στο 5,8% η διαφορά της Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ
Σημαντικότερα προβλήματα για τους πολίτες, κατά σειρά προτεραιότητας, η ακρίβεια, η ενεργειακή κρίση, τα Ελληνοτουρκικά και η υπόθεση των παρακολουθήσεων.
H πολιτική δηµοσκόπηση της GPO για τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» διεξήχθη αµέσως µετά τις αποκαλύψεις που σχετίζονται µε το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, οι οποίες αναζωπύρωσαν την υπόθεση και το ενδιαφέρον της πολιτικής επικαιρότητας σε συνέχεια όλων όσα είχαν αποκαλυφθεί το καλοκαίρι και είχαν οδηγήσει στις παραιτήσεις των κ. ∆ηµητριάδη και Κοντολέοντα.
Σε εκείνη την πρώτη φάση της υπόθεσης είχε διαφανεί ότι, παρά τη µεγάλη επίδραση που αυτή είχε στο ευρύτερο πολιτικό-δηµοσιογραφικό περιβάλλον, οι πολίτες, έχοντας να αντιµετωπίσουν το αυξανόµενο κύµα ακρίβειας, ιεραρχούσαν σχετικά χαµηλά το ζήτηµα. Σε αυτήν τη δεύτερη φάση της υπόθεσης, η αντίδραση της κοινής γνώµης συνεχίζει να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, αφού οι πολίτες εξακολουθούν να ιεραρχούν ως σηµαντικότερα προβλήµατα την ακρίβεια µε 49,6%, την ενεργειακή κρίση µε 19,8%, τα Ελληνοτουρκικά µε 11,8% και στη συνέχεια την υπόθεση των παρακολουθήσεων µε 10,9% επί του συνόλου των απαντήσεων.
Τι απασχολεί τους πολίτες
Στην απευθείας, βέβαια, ερώτηση για το αν θεωρούν σηµαντική τη συγκεκριµένη υπόθεση το 64,5% απαντά πολύ και αρκετά, οι απαντήσεις ωστόσο στην αρχική ερώτηση ιεράρχησης των προβληµάτων υποδηλώνουν τον περιορισµένο βαθµό ενδιαφέροντος του ζητήµατος για την καθηµερινότητα των πολιτών. Την ίδια στιγµή, όµως, η πρωθυπουργική εικόνα του Κ. Μητσοτάκη έχει δεχθεί ισχυρό πλήγµα, καθώς το 55,1% του δείγµατος καταλογίζει ευθύνες στον ίδιο, µε το ποσοστό των ψηφοφόρων της Ν.∆. να είναι στο 28,4%, του ΣΥΡΙΖΑ στο 79,8% και των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ στο 48,9%.
Επιπλέον, το 41,6% του συνόλου θεωρεί ως βασικό υπεύθυνο τον κ. Μητσοτάκη, στο πρόσωπο του οποίου αναγνωρίζει τον κεντρικό πρωταγωνιστή της υπόθεσης, η εξέλιξη της οποίας έχει κλονίσει την εµπιστοσύνη του 44,4% της κοινής γνώµης και του 14,5% των Νεοδηµοκρατών ψηφοφόρων απέναντι στον κ. Μητσοτάκη, καθώς το 62,6% δεν θεωρεί ότι ο πρωθυπουργός εξάντλησε όλα τα περιθώρια και χρησιµοποίησε τα θεσµικά µέσα που έχει στη διάθεσή του για να ρίξει άπλετο φως στην υπόθεση, έτσι ώστε αυτή να διαλευκανθεί πλήρως.
Η κατάσταση που διαµορφώνεται έχει ως αποτέλεσµα το 37,4% των συµµετεχόντων στην έρευνα να ζητά την παραίτηση της κυβέρνησης και την άµεση προσφυγή στη λαϊκή ετυµηγορία, ενώ την ίδια στιγµή το 30,6% δηλώνει πως η εξέλιξη της υπόθεσης µπορεί να επηρεάσει την τελική επιλογή του κόµµατος που θα ψηφίσει στις επόµενες εκλογές. Η υπόθεση σαφέστατα επηρεάζει κυρίως τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, δηµιουργεί ωστόσο δεύτερες σκέψεις και σε ένα ποσοστό της τάξης του 12,6% των ψηφοφόρων της Ν.∆.
Επειδή, όµως, πάντοτε στην πολιτική σε κάθε δράση υπάρχει και η αντίδραση, η αµηχανία που προκαλεί η υπόθεση σε ένα κοµµάτι της Ν.Δ. συσπειρώνει την ίδια στιγµή ένα άλλο τµήµα της, που φαίνεται να λειτουργεί σε ένα πλαίσιο κοµµατικού «πατριωτισµού».
Δημοφιλία
Είναι αξιοσηµείωτο ότι στον πίνακα δηµοφιλίας των πολιτικών αρχηγών όλοι -εκτός του κ. Κουτσούµπα- εµφανίζουν µια κάµψη των ποσοστών, που για τον κ. Μητσοτάκη είναι αναµενόµενη, για τους υπολοίπους, ωστόσο, εξηγείται µάλλον από την αποστροφή που δηµιουργούν οι τελευταίες αποκαλύψεις για τη λειτουργία του πολιτικού συστήµατος συνολικά. Ολα τα παραπάνω καταλήγουν στον σκληρό πολιτικό δείκτη της πρόθεσης ψήφου, στον οποίον βλέπουµε τη Ν.∆. να καταγράφει ποσοστό 31,6%, µειωµένο κατά µία ποσοστιαία µονάδα σε σχέση µε την προηγούµενη µέτρηση του Οκτωβρίου και τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει µια πολύ µικρή αύξηση, από το 25,5% στο 25,8%, στην τωρινή έρευνα.
Στο 5,8% η «ψαλίδα»
Η διαφορά των δύο κοµµάτων βρίσκεται πλέον στις 5,8 µονάδες, µε το υπόλοιπο πολιτικό σκηνικό να παραµένει σε γενικές γραµµές σταθεροποιηµένο. Τη δεδοµένη στιγµή, το µεγαλύτερο πρόβληµα για την κυβερνητική παράταξη δεν είναι η συνεχιζόµενη δηµοσκοπική φθορά και η αντίστοιχη µικρή αύξηση των ποσοστών της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, αλλά η συσσώρευση υποθέσεων που, σε συνδυασµό µε το εκρηκτικό µείγµα της ακρίβειας, λειτουργούν επιβαρυντικά και αποµειώνουν το πολιτικό κεφάλαιο του Κ. Μητσοτάκη, τη στιγµή που κανείς δεν ξέρει τι άλλο µπορεί να προκύψει στον δρόµο έως τις εκλογές.