Την παγωμένη νύχτα εκείνου του χειμώνα, στη λεωφόρο Συγγρού, ο νεαρός που στεκόταν στην είσοδο του κλαμπ δεν έμοιαζε απλώς με πορτιέρη. Ήταν σιωπηλός, βαρύς, με βλέμμα που έφευγε μακριά από τη μουσική και τα φώτα. Ο Αλέξανδρος Αγγελόπουλος, τότε απλώς «Αλέκος» ή «Χοντρός», δεν ονειρευόταν μια καλύτερη θέση στη νύχτα, αλλά μια έξοδο… από τη ζωή που του αναλογούσε, από τα στενά όρια της επαρχίας, από την κανονικότητα. Ίσως και ο ίδιος να μην περίμενε πως σε λίγα χρόνια θα το προσωνύμιό του θα ήταν ο «Έλληνας Εσκομπάρ».
Γεννημένος στους Νέους Πόρους Πιερίας, γιος αστυνομικού, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που δίδασκε κανόνες και όρια. Αυτός που έμελλε όμως να γίνει ο «Έλληνας Εσκομπάρ» από νωρίς έδειχνε πως δεν χωρούσε μέσα τους. Η ελληνική περιφέρεια τον έπνιγε. Ήθελε χρήμα, άνεση, ταξίδια, δύναμη. Και, όπως αποδείχτηκε αργότερα, δεν είχε ιδιαίτερες αναστολές για το πώς θα τα αποκτούσε.
Η Αθήνα της δεκαετίας του ’80 τού φάνηκε αρχικά σαν μια υπόσχεση. Δουλειές στη νύχτα, γνωριμίες, μετρητά στο χέρι. Όμως, το μεροκάματο του πορτιέρη δεν αρκούσε. Η πρώτη μεγάλη στροφή έγινε στη θάλασσα. Ως ναυτικός σε λάντζες ανεφοδιασμού, βρέθηκε γρήγορα μπλεγμένος σε δρομολόγια λαθραίων τσιγάρων από την Αλβανία στην Ιταλία, όπως και όπλων που άλλαζαν προορισμούς και ιδιοκτήτες.
Η παρανομία τον γοήτευσε. Το ρίσκο, η ταχύτητα, το χρήμα. Κάπου εκεί μπήκε στο χάρτη και η Αμβέρσα. Εκεί, ο Αγγελόπουλος γνώρισε μια γυναίκα που θα αποδεικνυόταν καταλύτης: ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, με διασυνδέσεις σε κύκλους όπου το έγκλημα ήταν καθημερινότητα. Ο έρωτας -ή τουλάχιστον η συμμαχία- άνοιξε πόρτες.
Από τότε η ζωή του πήρε διαστάσεις διεθνούς θρίλερ. Εμπόριο όπλων με προορισμό τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα, συμφωνίες όπου το αντάλλαγμα δεν ήταν χρηματικό, αλλά μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης. Η «κόκα» άρχισε να γίνεται το πραγματικό νόμισμα. Από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ευρώπη, φορτία ταξίδευαν σε πλοία που στα χαρτιά παρουσιάζονταν ως αλιευτικά ή εφοδιαστικά.
Όταν ο Σέρβος αρχηγός του κυκλώματος σκοτώθηκε υπό μυστηριώδεις συνθήκες, ο «Αλέκος» δεν έκανε πίσω. Ανέλαβε τα ηνία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, μέχρι την πρώτη του σύλληψη φέρεται να είχε διοχετεύσει στην ευρωπαϊκή αγορά πάνω από δέκα μεγάλα φορτία κοκαΐνης, αποκομίζοντας κέρδη δεκάδων εκατομμυρίων.
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα έχτιζε μια εικόνα νομιμότητας. Εταιρείες με αλιευτικά δηλωμένα στην Κυλλήνη, συμμετοχές σε γνωστά brands ένδυσης, χρηματιστηριακές δραστηριότητες μέσω της εταιρείας Honor. Αγόρασε ακόμη και την ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού του, τον Ποσειδώνα Νέων Πόρων, που μέσα σε λίγα χρόνια βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στη Β’ Εθνική. Για τους συγχωριανούς του, ήταν ο «δικός τους άνθρωπος», που βοηθούσε και επένδυε στον τόπο.
Στο στόχαστρο
Οι Αρχές όμως είχαν αρχίσει να τον παρακολουθούν. Η DEA στην Αμβέρσα ενημέρωνε τις ελληνικές υπηρεσίες. Ο ΣΔΟΕ έβλεπε «κόκκινες σημαίες». Τα δηλωμένα κέρδη από το «Πάμε Στοίχημα» του ΟΠΑΠ -εκατομμύρια ευρώ μέσα σε δύο χρόνια- μύριζαν ξέπλυμα. Παρά τις πληροφορίες, πολλές επιχειρήσεις κατέληγαν άκαρπες. Κάποια φορτία χάνονταν μυστηριωδώς στον Ατλαντικό, σαν να είχαν «θυσιαστεί» για να σωθεί το δίκτυο.
Το 2004, ο Αγγελόπουλος ως «Έλληνας Εσκομπάρ» ένιωθε άτρωτος. Το αλιευτικό «Africa 1» απέπλευσε από το Κερατσίνι και λίγες μέρες μετά φόρτωσε ανοιχτά της Σενεγάλης πάνω από πέντε τόνους κοκαΐνη, που είχαν φτάσει με παλιά τορπιλάκατο. Αυτή τη φορά, όμως, οι Αρχές παρακολουθούσαν κάθε στίγμα. Αμερικανοί, Ισπανοί, Βρετανοί και Έλληνες περίμεναν. Το ρεσάλτο έγινε ανοιχτά του Γιβραλτάρ.
Ο ίδιος προσπάθησε να κρυφτεί, αλλά ρίσκαρε ένα ταξίδι. Τον Αύγουστο του 2004 συνελήφθη στο αεροδρόμιο της Στουτγάρδης. Εκεί, για πρώτη φορά, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τους διώκτες του. Αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, έριξε την ευθύνη σε άλλον Έλληνα ναρκοβαρόνο. Οι δικογραφίες όμως έκαναν λόγο για προκαταβολές δεκάδων εκατομμυρίων, θαμμένα χρήματα στο Λιτόχωρο, δελτία ΟΠΑΠ που «ξέπλεναν» χαρτονομίσματα των 500 ευρώ.
Στη δίκη καταδικάστηκε σε ισόβια. Κι όμως, η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Στο εφετείο, η ποινή μειώθηκε στα 22 χρόνια με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Αργότερα, δικαστικές αποφάσεις τού επέστρεψαν χρήματα και περιουσιακά στοιχεία. Το 2014, με τις ευνοϊκές διατάξεις του νόμου Παρασκευόπουλου βγήκε από τη φυλακή, έχοντας εκτίσει μόλις 11 χρόνια. Για λίγο έμοιαζε να έχει κερδίσει ξανά.
Η αναίρεση ήρθε αργά. Όταν καθαρογράφθηκε, ο Αγγελόπουλος είχε ήδη αποφυλακιστεί. Το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις στα ΜΜΕ. Τρεις μήνες αργότερα, επέστρεψε εκεί όπου είχε περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του: σε ένα κελί.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ONtime Σαββατοκύριακο (20/12)