Ένα ακόμη ηχητικό ντοκουμέντο από τις τελευταίες στιγμές της 75χρονης Στέλλας Στάθη στη Σαλαμίνα φέρνει στο φως η εκπομπή «Φως στο Τούνελ», αποτυπώνοντας με ωμό τρόπο το μαρτύριο που προηγήθηκε της δολοφονίας της. Οι κραυγές αγωνίας, η απελπισμένη προσπάθεια να σωθεί και η τραγική άγνοια της ταυτότητας του ανθρώπου που την κακοποιούσε, συνθέτουν ένα σκοτεινό χρονικό τρόμου μέσα στο ίδιο της το σπίτι στη Σαλαμίνα.
Η φωνή της 75χρονης μητέρας και γιαγιάς ακούγεται πανικόβλητη μέσα στη νύχτα. Χωρίς να γνωρίζει ποιος βρίσκεται απέναντί της, εκλιπαρεί για έλεος, προσπαθώντας να βάλει τέλος στον εφιάλτη που βιώνει στο σπίτι της στη Σαλαμίνα.
Η τραγική ειρωνεία είναι συντριπτική: αποκαλεί «παιδί μου» τον άνθρωπο που τη χτυπά, χωρίς να φαντάζεται ότι πρόκειται για τη νύφη της.
«Σε παρακαλώ ρε παιδί μου… Γιατί δεν φεύγεις; Αμαρτία δεν είναι ρε παιδί μου; Γιατί με χτυπάς; Βοήθησέ με Παναγία μου… Σε παρακαλώ, παρ’ τα και φύγε σου λέω!»
Ακολουθούν τα πιο σκληρά δευτερόλεπτα. Η ηλικιωμένη ακούγεται να προσπαθεί να πάρει ανάσα, να εκλιπαρεί ενώ δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα.
«Σταμάτα ρε παιδί μου… σταμάτα… Γιατί με χτυπάς; Γιατί; Γιατί; Θες να με σκοτώσεις; Να με σκοτώσεις θες, πες μου… Φτάνει γαμώτο… Φτάνει! Φτάνει! Βοήθεια…»
Οι εκκλήσεις της, λίγα μόλις λεπτά πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, αποτυπώνουν τη φρίκη και την προδοσία που έζησε από άνθρωπο του στενού της οικογενειακού κύκλου.
Η προδοσία της νύφης
Η φρίκη της υπόθεσης δεν περιορίζεται μόνο στη βιαιότητα της επίθεσης στο απομονωμένο σπίτι στη Σαλαμίνα, αλλά στο γεγονός ότι ως δράστιδα φέρεται η ίδια της η νύφη, ηλικίας 46 ετών.
Η 75χρονη εντοπίστηκε κατακρεουργημένη στο υπνοδωμάτιό της, με πολλαπλές μαχαιριές σε θώρακα και λαιμό, βαριά χτυπήματα στο κεφάλι από μπουκάλι και βαθιές τομές στα χέρια. Τραύματα που, σύμφωνα με τις Αρχές, μαρτυρούν ότι πάλεψε μέχρι την τελευταία στιγμή για τη ζωή της.
Αδιάψευστος μάρτυρας της δολοφονίας θεωρείται ο ήχος που κατέγραψε κάμερα ασφαλείας — ένα στοιχείο που, όπως φαίνεται, δεν είχε υπολογίσει η καθ’ ομολογίαν δράστιδα.
Ένας άνισος αγώνας επιβίωσης, με μοναδικό κίνητρο, σύμφωνα με τη δικογραφία, τα χρήματα και τα κοσμήματα που φέρεται να ήθελε να αρπάξει η νύφη της.
Αντιφάσεις μετά την ομολογία
Η κατηγορούμενη οδηγήθηκε ενώπιον ανακριτή υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Η απολογία της διήρκεσε περισσότερες από τέσσερις ώρες και ολοκληρώθηκε με την απόφαση προφυλάκισής της.
Μετά την αρχική ομολογία, ακολούθησαν αντιφάσεις, κενά μνήμης και προσπάθειες αποποίησης ευθυνών. Η ίδια αρνείται, ανασκευάζει και αφήνει ανοιχτά υπονοούμενα, επικαλούμενη επιλεκτική αμνησία.
Τι είπε στον ανακριτή για τα όσα έγιναν στο μοιραίο σπίτι στη Σαλαμίνα:
Ανακριτής: Στην ομολογία σου στις Αρχές έχεις περιγράψει με λεπτομέρειες τι έχει γίνει, τώρα γιατί λες ότι δεν θυμάσαι;
Κατηγορούμενη: Θυμάμαι μέχρι το σημείο που πήγα με το αυτοκίνητό μου και πάρκαρα δίπλα από το σπίτι της πεθεράς μου. Ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο και το σκεφτόμουν να το κάνω. Ληστεία ήθελα να κάνω. Το τι έγινε μετά δεν το θυμάμαι. Οι αστυνομικοί ήταν σίγουροι ότι το έχω κάνει εγώ, οπότε ό,τι μου έλεγαν το επαναλάμβανα.
Ανακριτής: Μήπως καλύπτεις κάποιον;
Κατηγορούμενη: Δεν καλύπτω κανέναν, αφήστε τα παιδιά απ’ έξω. Τα αγαπάω, σαν μάνα τους. Μόνη μου πρέπει να το έκανα.
Οι συνήγοροί της επικαλούνται «σύγχυση» και ζητούν ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, καθώς και ταυτοποίηση των φωνών στο βιντεοληπτικό υλικό και έλεγχο πρόσβασης στο σύστημα ασφαλείας του σπιτιού.
«Ζούσε τον ρόλο της συντετριμμένης»
Για σχεδόν τέσσερις εβδομάδες μετά το έγκλημα, η κατηγορούμενη εμφανιζόταν ως σοκαρισμένη συγγενής, επιστρέφοντας στον τόπο του εγκλήματος και στεκόμενη δίπλα στον σύζυγό της — γιο της 75χρονης — με τον οποίο ήταν παντρεμένη επί οκτώ χρόνια.
Ο ίδιος περιγράφει:
«Την ημέρα που σκότωσαν την μητέρα μου είχα φύγει για δουλειά από την οποία επέστρεψα στις 7:00 το πρωί. Στο σπίτι είχαν μείνει η σύζυγός μου και τα δύο παιδιά μου. Μίλησα τελευταία φορά μαζί της με μηνύματα στο κινητό.
Κάποιες φορές η σύζυγός μου έβγαινε τα βράδια βόλτα με το αυτοκίνητο γιατί δεν ήταν καλά το τελευταίο διάστημα. Είχε κάποια ψυχολογικά προβλήματα. Αντιμετώπιζε και προβλήματα με τον τζόγο γι’ αυτό δεν της εμπιστευόμασταν χρήματα. Είχε γίνει κι ένα περιστατικό που είχε πάρει την κάρτα των γονιών της και είχε χαλάσει γύρω στις 10.000 ευρώ.»
«Είχε παγώσει, δεν μιλούσε»
Η συμπεριφορά της την ημέρα που εντοπίστηκε η ηλικιωμένη νεκρή είχε προκαλέσει απορίες στους συγγενείς.
Εγγονός:
«Όταν φτάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς εγώ και ο αδερφός μου μπήκαμε γρήγορα μέσα. Είδα τη θεία μου να βρίσκεται σε πανικό. Περπατούσε πάνω κάτω και φώναζε. Η Ρ…… που βρισκόταν εκεί ήταν το άκρως αντίθετο. Είχε παγώσει. Μπήκαμε μαζί με τον αδερφό μου στο δωμάτιο της γιαγιάς, το οποίο ήταν χάλια. Είδα την γιαγιά μου πεσμένη δίπλα από το κρεβάτι μέσα στα αίματα και όλα της τα πράγματα ήταν πεταμένα στο πάτωμα.»
Υπόγειες εντάσεις και παλιά περιστατικά
Στο οικογενειακό περιβάλλον έρχονται πλέον στο φως περιστατικά που δείχνουν ότι η σχέση πεθεράς και νύφης ήταν τεταμένη.
Εγγονή:
«Ο θείος μου ο Νίκος, είχε εμπιστευθεί στη γιαγιά μου, ότι θέλει να χωρίσει. Γιαυτό και από το καλοκαίρι και μετά η σχέση της γιαγιάς μου με την Ρ….. δεν ήταν καλή. Κάποια στιγμή τον Ιούλιο, ενώ ήμασταν στη θάλασσα η Ρ……. άρχισε να βρίζει την γιαγιά μου και να φωνάζει.»
Λίγο καιρό αργότερα, το σπίτι της ηλικιωμένης είχε παραβιαστεί.
Εγγονή:
«Στις 22 Σεπτεμβρίου η γιαγιά μου είχε γενέθλια… Μου είπε ότι ξέρει ποιος τα πήρε και ότι αποκλείεται να είναι η οικιακή βοηθός… υποψιάζεται τη Ρ…… Γνώριζε ότι η νύφη της το είχε ξανακάνει… Ζήτησε να μην πω σε κανέναν τίποτα…»
Σήμερα, η κατηγορούμενη βρίσκεται προφυλακισμένη, ενώ οι Αρχές συνεχίζουν να ερευνούν κάθε πτυχή της υπόθεσης. Ένα έγκλημα που διέλυσε μια οικογένεια και άφησε πίσω του ηχητικά τεκμήρια που εξακολουθούν να στοιχειώνουν.