Οι φόβοι για τη μακάβρια ιστορία του ιδρύματος στο Tuam στην Ιρλανδία επιβεβαιώνονται μέρα με τη μέρα, καθώς οι αρχές εντοπίζουν συνεχώς ανθρώπινα λείψανα βρεφών στον χώρο του πρώην καταφυγίου για ανύπαντρες μητέρες και παιδιά, γνωστού ως St Mary’s Home.
Οι ανασκαφές, που ξεκίνησαν φέτος υπό την εποπτεία του Γραφείου Εξουσιοδοτημένης Παρέμβασης Tuam (ODAIT), επιβεβαιώνουν τη ζοφερή υπόνοια που είχε προκύψει εδώ και χρόνια: ότι ο χώρος ενδέχεται να λειτουργούσε ως μαζικός τάφος για σχεδόν 800 νεογέννητα. Οι έρευνες μέχρι στιγμής έχουν φέρει στο φως επτά νέα σύνολα λειψάνων, ενώ η διαδικασία συνεχίζεται με προσεκτικές χειρωνακτικές ανασκαφές.
Το ίδρυμα St Mary’s Home στην Ιρλανδία, το οποίο διοικούνταν από τις Αδελφές Bon Secours, λειτούργησε από το 1925 έως το 1961. Εκεί φιλοξενούνταν ανύπαντρες γυναίκες που κυοφορούσαν, οι οποίες μετά τον τοκετό συχνά αποχωρίζονταν τα παιδιά τους, καθώς πολλά βρέφη δίνονταν για υιοθεσία. Το 2014, η τοπική ιστορικός Κάθριν Κόρλες αποκάλυψε ότι 796 βρέφη είχαν πεθάνει στο ίδρυμα χωρίς να υπάρχουν καταγεγραμμένοι τόποι ταφής, προκαλώντας διεθνή κατακραυγή.
Σύμφωνα με την ODAIT, τα πρόσφατα λείψανα εντοπίστηκαν κοντά σε μια θολωτή υπόγεια κατασκευή στο δυτικό άκρο του χώρου. Η υπηρεσία ανακοίνωσε ότι θα ακολουθήσει πλήρης ανάλυση για την εκτίμηση της ηλικίας των βρεφών κατά τον θάνατο, διαδικασία που ενδέχεται να διαρκέσει έως τρεις μήνες.
Πριν μετατραπεί σε ίδρυμα, το κτήριο είχε μακρά ιστορία διαφορετικών χρήσεων: αρχικά λειτούργησε ως εργοστάσιο για περίπου 80 χρόνια και στη συνέχεια ως στρατώνας για επτά χρόνια. Οι ερευνητές δεν έχουν ακόμη επιβεβαιώσει εάν τα νέα λείψανα ανήκουν στην περίοδο λειτουργίας του ιδρύματος ή σε παλαιότερες εποχές.
Κατά τη διάρκεια των ερευνών έχουν επίσης βρεθεί δύο ακόμη σύνολα λειψάνων που πιθανόν χρονολογούνται από την εποχή του εργοστασίου, καθώς και πέντε σκελετοί που είχαν εντοπιστεί σε προηγούμενη φάση της ανασκαφής. Το Εθνικό Μουσείο της Ιρλανδίας συνεργάζεται στενά με την ODAIT για τη διαχείριση και τη διατήρηση των ιστορικών ευρημάτων.
Η πρώτη επίσημη αναγνώριση της ύπαρξης ανθρώπινων λειψάνων στο Tuam έγινε το 2017, μετά από κυβερνητική έρευνα που εντόπισε «σημαντικές ποσότητες» υπογείως. Η μαζική ανασκαφή που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2025 αναμένεται να διαρκέσει έως το 2027, ενώ οι εργασίες παρακολούθησης θα συνεχιστούν για ακόμη τρία χρόνια.
Στο έργο συμμετέχουν ειδικοί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Ισπανία, καθώς η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος θεωρείται μοναδική. Η ODAIT έχει επισημάνει ότι ο μεγάλος αριθμός βρεφικών λειψάνων απαιτεί «απόλυτη εγκληματολογική ακρίβεια» και γι’ αυτό ο χώρος παρακολουθείται 24 ώρες το 24ωρο, ώστε να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της έρευνας.