Κλαούντια Καρντινάλε: Η «νεράιδα» του ιταλικού κινηματογράφου
Κλαούντια Καρντινάλε: Η «νεράιδα» του ιταλικού κινηματογράφου. Έφυγε στα 87 χρόνια της το σύμβολο του σεξ, που δεν ήθελε να γίνει σταρ, αλλά «ταίριαξε» με την οθόνη
Κλαούντια Καρντινάλε: Η «νεράιδα» του ιταλικού κινηματογράφου. Έφυγε στα 87 χρόνια της το σύμβολο του σεξ, που δεν ήθελε να γίνει σταρ, αλλά «ταίριαξε» με την οθόνη. Η Κλαούντια Καρντινάλε, ηγετική μορφή του ιταλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960, της οποίας η πληθωρική ομορφιά υμνήθηκε από τους σκηνοθέτες Λουκίνο Βισκόντι, Σέρτζιο Λεόνε και Φεντερίκο Φελίνι, που την καθιέρωσαν ως το «κορίτσι των ονείρων» της Ιταλίας, πέθανε σε ηλικία 87 ετών στο Νεμούρ της Γαλλίας. Ο ατζέντης της, Λοράν Σαβρί, επιβεβαίωσε το θάνατό της την Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου, χωρίς να αναφέρει την αιτία.
Κλαούντια Καρντινάλε: Η «νεράιδα» του ιταλικού κινηματογράφου
Κατά τη διάρκεια της 60ετούς καριέρας της, η Καρντινάλε εμφανίστηκε σε περισσότερες από 150 ταινίες. Πρωταγωνίστησε επίσης σε πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, συμπεριλαμβανομένης της κλασικής κωμωδίας του Μπλέικ Έντουαρντς «Ο Ροζ Πάνθηρας».
Υπήρξε το γυναικείο ιδεώδες του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στην ταινία του Φελίνι «8½». Στην ταινία του Βέρνερ Χέρτζογκ «Φιτζκαράλντο» υποδύθηκε την ιδιοκτήτρια ενός πορνείου που χρηματοδοτεί το εξωφρενικό σχέδιο του εραστή της να χτίσει μια όπερα στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Στο γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε «Κάποτε στη Δύση» ενσάρκωσε μια χήρα-πιστολέρο.
Η Καρντινάλε από κοινού με τη Σοφία Λόρεν και την Τζίνα Λολομπρίτζιτα θεωρούνταν ως τα απόλυτα ιταλικά σύμβολα του σεξ της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Ωστόσο, διέθετε μια πιο προσιτή περσόνα στην οθόνη, όπως έχει πει ο Ιταλός κριτικός κινηματογράφου Μάσιμο Μπενβενιού. «Οι σταρ εκείνης της εποχής, η Ανίτα Έκμπεργκ, η Σοφία Λόρεν, η Μπριζίτ Μπαρντό και η Τζέιν Μάνσφιλντ ήταν πολύ καμπυλωτές γυναίκες. Η Κλαούντια ήταν λιγότερο καμπυλωτή και πιο αληθινή, “το κορίτσι της διπλανής πόρτας”», προσθέτει.
Παρ’ όλα αυτά, στα νεανικά της χρόνια δεν είχε τη φιλοδοξία να γίνει ηθοποιός, ενώ για ένα διάστημα δυσκολευόταν να μιλήσει ιταλικά, καθώς είχε μεγαλώσει μιλώντας γαλλικά.
Ο μικρός αδελφός που ήταν γιος της
Η Κλαούντια Ζοζεφίν Ροζ Καρντινάλε γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1938, στο γαλλικό προτεκτοράτο της Τυνησίας. Οι γονείς της Φραντσέσκο Καρντινάλε και Γιολάντα Γκρέκο ήταν μετανάστες από τη Σικελία. Ήταν η μεγαλύτερη από τέσσερα αδέλφια που μεγάλωσαν σε μια δεμένη σικελική κοινότητα στην Τύνιδα, την πρωτεύουσα της χώρας. Ο πατέρας της ήταν μηχανικός στους σιδηροδρόμους της Τυνησίας και η μητέρα της νοικοκυρά.
Στα 18 της χρόνια πήρε μέρος σε ένα διαγωνισμό ομορφιάς που είχε διοργανώσει εν μέρει η μητέρα της στην ιταλική πρεσβεία της Τυνησίας. Στέφθηκε «η πιο όμορφη Ιταλίδα κοπέλα στην Τυνησία». Το βραβείο της ήταν ένα ταξίδι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, όπου φωτογραφήθηκε από τα ιταλικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όπως δήλωσε η ίδια αργότερα, αυτό συνέβη λόγω του μπικίνι που φορούσε. Παρόλο που είχε ήδη εμφανιστεί σε μερικές ταινίες, σε συνεντεύξεις της εκείνη την εποχή είχε δηλώσει ότι δεν φιλοδοξούσε να γίνει ηθοποιός. «Έπειτα από αυτό ήταν στο εξώφυλλο όλων των ιταλικών περιοδικών, με τίτλους όπως “Αυτό είναι το κορίτσι που δεν θέλει να κάνει ταινίες”», περιγράφει ο κριτικός κινηματογράφου Μπενβενιού.
Η Κλαούντια επέστρεψε στην Τυνησία για να ζήσει με τους γονείς της, απορρίπτοντας τις προτάσεις. Ενώ ήταν ακόμα έφηβη, έπεσε θύμα βιασμού από έναν ενήλικα γνωστό της, ο οποίος την ανάγκασε να μπει σε μια σχέση που την οδήγησε σε εγκυμοσύνη. Το 1957 γέννησε ένα γιο, τον Πάτρικ, στο Λονδίνο. Λόγω των συνθηκών, οι γονείς της τον μεγάλωσαν ως μικρότερο αδελφό της και δεν του είπαν την αλήθεια μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών.
Την ίδια χρονιά, ο Ιταλός παραγωγός Φράνκο Κριστάλντι την πήρε στο κινηματογραφικό του στούντιο και η Κλαούντια ξεκίνησε την καριέρα της ως Κλαούντια Καρντινάλε. Ο πρώτος της μεγάλος ρόλος ήταν στην κωμική αστυνομική ιστορία «Ο κλέψας του κλέψαντος», σε σκηνοθεσία Μάριο Μονιτσέλι, που κυκλοφόρησε το 1958. Πρωταγωνίστησε σε αρκετές μεγάλες ταινίες σε σύντομο χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένων του βραβευμένου με Όσκαρ «8½» του Φελίνι και «Ο Γατόπαρδος» του Βισκόντι, το 1963. «Τότε έγινε γνωστή ως “η φίλη της Ιταλίας”, το “κορίτσι των ονείρων σου”», συνεχίζει ο Μπενβενιού.
Η Καρντινάλε πρωταγωνίστησε επίσης στο «La Ragazza di Bube» του Λουίτζι Κομεντσίνι (1964), το οποίο αποτέλεσε εμπορική επιτυχία. Για το ρόλο της κέρδισε το βραβείο Nastro d’Argento της Ιταλίας για την καλύτερη ηθοποιό, την πρώτη της σημαντική διάκριση. Το 1966 παντρεύτηκε τον Κριστάλντι στο Λας Βέγκας, αλλά, όπως δήλωσε η κόρη της, Κλόντια Σκουιτιέρι, δεν θεωρούσε το γάμο «επίσημο», παρόλο που ο Κριστάλντι έδωσε στο γιο της το επώνυμό του.
Δεν μπορούσε να «δαμαστεί»
Στο επικό δράμα του Βισκόντι «Ο Γατόπαρδος» υποδύθηκε μια νεαρή Σικελή, που γρήγορα κερδίζει την καρδιά τόσο ενός στρατιώτη (Αλέν Ντελόν) όσο και του θείου του (Μπαρτ Λάνκαστερ). Στην αυτοβιογραφία της «Τα αστέρια μου» («Mes Étoiles», 2005), η ίδια έγραψε: «Μπορείς να μάθεις την ομορφιά. Ο Βισκόντι με έμαθε πώς να είμαι όμορφη. Με έμαθε να καλλιεργώ το μυστήριο, χωρίς το οποίο, όπως έλεγε, δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ομορφιά».
Το 1964, η Καρντινάλε είχε μια κωμική στροφή, όταν εργάστηκε για πρώτη φορά με έναν Αμερικανό σκηνοθέτη, τον Μπλέικ Έντουαρντς. Υποδύθηκε μια πριγκίπισσα που χάνει ένα πολύτιμο κόσμημα στο «Ροζ Πάνθηρα», όπου πρωταγωνίστησαν επίσης οι Πίτερ Σέλερς και Ντέιβιντ Νίβεν. Ένας άλλος καθοριστικός ρόλος ήρθε στο σπαγκέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε «Κάποτε στη Δύση» (1968), όπου έπαιξε μια πόρνη από τη Νέα Ορλεάνη. Ως ο μοναδικός γυναικείος χαρακτήρας σε ένα καστ ανδρών αντιηρώων με επικεφαλής τον Τσαρλς Μπρόνσον και τον Χένρι Φόντα, η Καρντινάλε «κατάφερε να σταθεί στο ύψος αυτών των εξαιρετικά μεγάλων ηθοποιών», σύμφωνα με τους κριτικούς.
Η σκληρή ανεξαρτησία της σε εκείνη την ταινία έγινε επίσης ένα χαρακτηριστικό της καριέρας της. «Είχε κάτι ελεύθερο, μια ισχυρή προσωπικότητα που δεν θα μπορούσε ποτέ να δαμαστεί. Ήταν πολύ ανεξάρτητη», δήλωσε ο Αντόνιο Μόντα, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ρώμης.
Η Καρντινάλε χώρισε τον Κριστάλντι γύρω στο 1975 για να ζήσει με τον Πασκουάλε Σκουιτιέρι, έναν ανεξάρτητο σκηνοθέτη, που ήταν γνωστός ως δεξιών πεποιθήσεων προβοκάτορας. «Ήθελε να χειραφετηθεί», δήλωσε ο Μόντα. «Δεν ήθελε να θεωρείται απλώς το “προϊόν” ενός μεγάλου παραγωγού».
Σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις, η Καρντινάλε περιέγραψε τη σχέση της με τον Κριστάλντι ως μια σχέση που βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Όπως δήλωσε, ο Κριστάλντι ήλεγχε σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής της και κρατούσε το μεγαλύτερο μέρος του μισθού που κέρδιζε όταν τη «δάνειζε» σε Αμερικανούς σκηνοθέτες. «Ήμουν απλώς μια υπάλληλος, σαν υπάλληλος γραφείου», έχει δηλώσει η ίδια στο «Variety».
Η σχέση τους έγινε τεταμένη και η επόμενη σχέση της με τον Σκουιτιέρι οδήγησε σε αυτό που η Καρντινάλε αποκάλεσε «τον αποκλεισμό τους από την ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία». Δήλωσε ότι έφυγε για τη Γαλλία για να επανεκκινήσει την καριέρα της, αναλαμβάνοντας υποστηρικτικούς ρόλους. Η Καρντινάλε εμφανίστηκε σε σχεδόν 12 ταινίες του Σκουιτιέρι. Απέκτησαν μία κόρη το 1979 και έμειναν μαζί για 40 χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 2017.
Το τέλος της διαδρομής
Στην αρχή της καριέρας της, η Καρντινάλε είχε ως πρότυπο την Μπριζίτ Μπαρντό. «Ήταν το είδωλό της», δήλωσε η κόρη της. «Όλοι περίμεναν μια μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ τους, αλλά στην πραγματικότητα έγιναν πολύ καλές φίλες».
Στο «Φιτζκαράλντο» του Χέρτζογκ (1982), η Καρντινάλε, αν και σε υποστηρικτικό ρόλο (δίπλα στον Κλάους Κίνσκι), ήταν απαραίτητη για την ιστορία. «Η δεσποινίς Καρντινάλε δεν βρίσκεται στην οθόνη όσο θα ήθελε κανείς, αλλά όχι μόνο φωτίζει το ρόλο της, αλλά και τον κ. Κίνσκι», έγραψε ο Βίνσεντ Κάνμπι στους «Times», σημειώνοντας ότι «βοηθάει να μεταμορφωθεί ο Κίνσκι σε μια πραγματικά γοητευτική παρουσία στην οθόνη».
Η ταινία πήρε το κορυφαίο βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών και χάρισε στην Καρντινάλε μια σειρά από νέους θαυμαστές, βάζοντάς την για άλλη μια φορά στο ραντάρ των παραγωγών και των σκηνοθετών κάστινγκ για πολλά χρόνια ακόμα.
Στα τελευταία της χρόνια, η Καρντινάλε έζησε με το γιο και την κόρη της στο Νεμούρ, όπου δημιούργησε ένα ίδρυμα με το όνομά της, που υποστηρίζει τέχνες που δίνουν έμφαση στις γυναίκες και το περιβάλλον. Το 2000, ανακηρύχθηκε πρέσβειρα καλής θέλησης της UNESCO, του πολιτιστικού οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, «σε αναγνώριση της δέσμευσής της για τη βελτίωση της θέσης των γυναικών και των κοριτσιών μέσω της εκπαίδευσης, καθώς και για την προώθηση και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους».
Το 2023, σε συνεργασία με την Cinecittà, την ιταλική εθνική κινηματογραφική εταιρεία, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης φιλοξένησε μια αναδρομική έκθεση 23 ταινιών της Καρντινάλε. Καθώς μεγάλωνε, η Κλαούντια Καρντινάλε δεν αναλάμβανε πλέον πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ωστόσο, συνέχισε να εργάζεται με συνέπεια και σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα στη Γαλλία, τη χώρα που την υιοθέτησε.
«Η μητέρα μου ήταν πολύ προσαρμοστική», δήλωσε η κόρη της, Κλαούντια Σκουιτιέρι. «Δεν είναι μια πολύτιμη γυναίκα που έχει μεγάλες ανάγκες, που είναι καπριτσιόζα επειδή είναι σταρ. Ήταν πάντα πολύ ταπεινή στις απαιτήσεις της. Σταματούσε πάντα για να υπογράψει αυτόγραφα. Πάντα ήθελε να είναι όσο πιο κοντά μπορούσε στους ανθρώπους. Ένιωθε πολύ ευλογημένη για την τύχη της».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ONtime Σαββατοκύριακο”.