Αναπάντεχη ανακάλυψη στην Αλβανία
Αναπάντεχη ανακάλυψη στην Αλβανία. Άθικτες Βυζαντινές τοιχογραφίες αποκαλύφθηκαν στον Άγιο Νικόλαο Μεσοποτάμου. Ένας κρυμμένος θησαυρός αιώνων
Αναπάντεχη ανακάλυψη στην Αλβανία
Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος, καθώς μπροστά στα μάτια τους αποκαλύφθηκαν μορφές αγίων, ζωγραφισμένες με εντυπωσιακά έντονα χρώματα, σε ύψος οκτώ μέτρων. Το γεγονός ότι βρίσκονταν σε τόσο μεγάλο ύψος φαίνεται να συνέβαλε καθοριστικά στη διατήρησή τους για εκατοντάδες χρόνια. Όπως αναφέρει η διευθύντρια του Κέντρου, Φλώρα Καραγιάννη, αυτές οι τοιχογραφίες ήταν παντελώς άγνωστες στη μέχρι τώρα έρευνα του μνημείου, κάτι που, όπως τονίζει, «δεν συμβαίνει συχνά».
«Συνήθως γνωρίζουμε τις τοιχογραφίες και τις συντηρούμε. Το να έχεις άσπρους τοίχους και κάτω από αυτούς ξαφνικά να εμφανίζονται μορφές και πρόσωπα είναι μεγάλη χαρά και αποκάλυψη», συμπληρώνει η κ. Καραγιάννη. Εξηγεί ότι σε άλλα μνημεία εκτός Ελλάδας, όπου το Κέντρο δραστηριοποιείται, οι τοιχογραφίες είναι πάντοτε γνωστές, και οι εργασίες αφορούν κυρίως καθαρισμούς και στερεώσεις. «Αυτή τη χαρά της αποκάλυψης τη ζήσαμε στον ναό του Αγίου Νικολάου πολύ έντονα», υπογραμμίζει, τονίζοντας τη μοναδικότητα αυτής της εμπειρίας.
Σύμφωνα με τον πολιτικό μηχανικό Λεωνίδα Παππά, ο οποίος έχει μεταπτυχιακές σπουδές στις αποκαταστάσεις μνημείων και διετέλεσε πρόεδρος της «Ομόνοιας» (που εκπροσωπεί τους Έλληνες στην Αλβανία), η παράδοση θέλει το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στο Μεσοπόταμο – ένα χωριό της Βορείου Ηπείρου στον Δήμο Φοινίκης της Αλβανίας – να χτίστηκε περίπου το 1050, επί της εποχής του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου.
Κατά τη σαραντάχρονη περίοδο εξουσίας του ηγέτη της Αλβανίας, Ενβέρ Χότζα, ο οποίος απαγόρευσε δια νόμου τη θρησκεία στη χώρα, καταστράφηκαν όλα τα κτίρια του μοναστηριού, με μόνη εξαίρεση την εκκλησία, η οποία διασώθηκε ως μνημείο πολιτισμού. Ήταν τελικά μία από τις μόλις 350 εκκλησίες που διασώθηκαν σε όλη τη χώρα, αποφεύγοντας την κατεδάφιση ή τη μετατροπή τους σε αποθήκες σιτηρών για αγροτική χρήση.
Ο κ. Παππάς ανέφερε επίσης μια φήμη που κυκλοφορεί, ότι κάποια στιγμή ο ναός λειτουργούσε με δύο ιερά: και ως ορθόδοξος για τον τοπικό πληθυσμό, αλλά και ως καθολικός για τις ανάγκες του στρατού κατά την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, όταν ο τόπος είχε καταληφθεί από τον οίκο των Ανζού, μια μεσαιωνική οικογένεια. «Κάτι τέτοιο δεν είναι συνηθισμένο. Δεν συμβαίνει γενικά», σημειώνει ο κ. Παππάς, προσθέτοντας ότι πρόκειται για μια υπόθεση που διατύπωσε ο Αλεξάντερ Μέξι, ο πρώτος πρωθυπουργός της Αλβανίας της Μεταπολίτευσης, ιστορικός και αρχιτέκτονας, στη διδακτορική του διατριβή με αντικείμενο το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Ο ίδιος, ωστόσο, προσθέτει ότι «η εν λόγω υπόθεση δεν επιβεβαιώνεται, θεωρείται πολύ απίθανο το ενδεχόμενο της λειτουργίας ενός ναού και από ορθοδόξους και από καθολικούς παράλληλα», και εκφράζει την πεποίθηση ότι αυτή η άποψη διαδόθηκε ευρύτερα για τουριστικούς λόγους.
Σε ό,τι αφορά τις εργασίες συντήρησης στον ναό του Αγίου Νικολάου, ο κ. Παππάς αναφέρει ότι πριν από κάποιο χρονικό διάστημα έγιναν εργασίες στερέωσης του οικοδομήματος από το Ινστιτούτο Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού της Αλβανίας. Ακολούθησε η δεύτερη φάση εργασιών, την οποία ανέλαβε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών Μνημείων (που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη), και αφορούσαν τη συντήρηση του διάκοσμου, δηλαδή των αγιογραφιών και κάποιων γλυπτών στο εσωτερικό του μνημείου.
Ο κ. Παππάς σημειώνει ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, τα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν στις τοιχογραφίες δημιουργούνταν από φυτά, καθώς χρωστικές ουσίες ήταν τότε δυσεύρετες και πολύ ακριβές. Το γεγονός αυτό δημιουργεί την υπόθεση ότι κάποιος σημαντικός άνθρωπος της εποχής χρηματοδότησε την αγιογράφηση του ναού.
Μιλώντας για το ευρύτερο έργο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων εκτός Ελλάδας, η κ. Καραγιάννη αναφέρει: «Το κέντρο, εδώ και περίπου 28 χρόνια, υλοποιεί προγράμματα συντήρησης και αποκατάστασης βυζαντινών μνημείων εκτός Ελλάδας. Όλα αυτά τα χρόνια έχει συντηρήσει πάμπολλα μνημεία στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στην Τουρκία, στη Μαύρη Θάλασσα». Εξηγεί πως στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας, υπογράφονται μνημόνια συνεργασίας με τα Υπουργεία Πολιτισμού ή τις εκκλησίες των εκάστοτε χωρών, και με χρηματοδότηση από το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, υλοποιούνται αυτά τα έργα με σκοπό την ανάδειξη και τη συντήρησή τους.
Από τα έργα που γίνονται όλα αυτά τα χρόνια, η κ. Καραγιάννη ξεχωρίζει τα ψηφιδωτά δάπεδα της εντυπωσιακής παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Προφήτη Ηλία, που συντηρούνται τώρα στην Ιορδανία (Μέση Ανατολή), τις τοιχογραφίες που συντηρούνται στη Βόρεια Μακεδονία, καθώς και τα ξυλόγλυπτα τέμπλα και προσκυνητάρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου που έχουν συντηρηθεί. «Κάθε περίπτωση είναι μοναδική», τονίζει, υπογραμμίζοντας τη σημασία και την ποικιλομορφία του έργου τους.