Αμερικανικές εκλογές: Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για τη μεγάλη αναμέτρηση Κλίντον-Τραμπ
Αντίστροφη μέτρηση για τον νέο πλανητάρχη – Τα θετικά και τα αρνητικά του κάθε υποψηφίου – Οι ομάδες συμφερόντων
Του Γιώργου Τζογόπουλου
Με τις κάλπες να έχουν ανοίξει για τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τραμπ πέρασε μπροστά σε μία δημοσκόπηση είναι ενδεικτικό της αβεβαιότητας που επικρατεί και έτσι θα πρέπει να περιμένουμε έως τα ξημερώματα της Τετάρτης για να μάθουμε το αποτέλεσμα. Ιδίως μετά την ψηφοφορία στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 23 Ιουνίου, όταν, παρά τις προβλέψεις, επικράτησε το Brexit, χρειάζεται να είμαστε προετοιμασμένοι για κάθε σενάριο, καθώς είναι διάχυτη η αίσθηση ότι όλα είναι πιθανά.
Το μοναδικό πλεονέκτημα που φαίνεται να διαθέτει η Χ. Κλίντον έναντι του Ντ. Τραμπ είναι ότι εγγυάται τη συνέχεια στην αμερικανική πολιτική. Αντίθετα, ο εκκεντρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων είναι άγνωστο αν θα κάνει πράξη όσα υπόσχεται ή αν θα προσγειωθεί τελικά στην πραγματικότητα. Ωστόσο, το ίδιο το προφίλ της Χ. Κλίντον είναι εξαιρετικά φθαρμένο και αυτό δημιουργεί τις περισσότερες ελπίδες στον Ντ. Τραμπ ότι θα επικρατήσει. Τα σκάνδαλα στα οποία είναι ίσως μπλεγμένη η υποψήφια των Δημοκρατικών επηρεάζουν τη δημόσια εικόνα της. Η έρευνα του FBI για το κατά πόσο έχει αφήσει να διαρρεύσουν κρατικά μυστικά μέσω της προσωπικής της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας είναι ενδεικτική.
Σε κάθε περίπτωση, και μόνο το γεγονός ότι η φετινή επιλογή των Αμερικανών πολιτών θα αφορά όχι τον πρόεδρο που προτιμούν, αλλά αυτόν που θεωρούν ότι είναι η λιγότερο κακή επιλογή δημιουργεί προβληματισμό. Προβληματισμό δημιουργεί επίσης η μονοδιάστατη κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία υποστηρίζουν φανατικά τη Χ. Κλίντον. Για μια χώρα που υπερασπίζεται τα δημοκρατικά ιδεώδη, αυτό είναι μελανό σημείο. Και ίσως ευνοήσει τελικά τον Ντ. Τραμπ, καθώς έχει παρατηρηθεί και σε άλλες χώρες ότι πολλοί πολίτες δεν πειθαρχούν στις υποδείξεις των συστημικών μέσων ενημέρωσης.
ΠΟΥ ΘΑ ΚΡΙΘΟΥΝ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ
Ο νικητής των εκλογών θα πρέπει να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία των 538 εκλεκτόρων, δηλαδή 270. Σε όλες τις πολιτείες, εκτός από τη Νεμπράσκα και το Μέιν, ο υποψήφιος που θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία των ψήφων παίρνει το σύνολο των εκλεκτόρων τους. Περί τις δώδεκα πολιτείες θεωρούνται εξαιρετικά σημαντικές στην αμερικανική εκλογική διαδικασία. Η Χίλαρι Κλίντον και ο Ντόναλντ Τραμπ επικεντρώνουν εκεί την προεκλογική εκστρατεία τους με συχνές επισκέψεις, σχεδόν αγνοώντας την υπόλοιπη χώρα. Σε αυτές ανήκουν η Φλόριντα, η Πενσιλβάνια, το Οχάιο, το Μίσιγκαν, η Τζόρτζια, η Βόρεια Καρολίνα, η Βιρτζίνια, η Αριζόνα, το Ουισκόνσιν, το Κολοράντο, η Αϊόβα, η Νεβάδα και το Νιου Χαμσάιρ.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, ανάλυση του ερευνητικού κέντρου «Μπρούκινγκς» που επεξεργάζεται το κατά πόσο η κρυμμένη μεσαία τάξη των λευκών μπορεί να δώσει τη νίκη στον Ντόναλντ Τραμπ. Πρόκειται κυρίως για ψηφοφόρους χωρίς ιδιαίτερο εκπαιδευτικό υπόβαθρο, οι οποίοι συνήθως απείχαν. Αν, λοιπόν, αυτή τη φορά εμφανιστούν και ψηφίσουν, η συμμετοχή θα αυξηθεί και αυτό θα ευνοήσει τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων έναντι αυτής της Δημοκρατικών. Ωστόσο, σύμφωνα με το κορυφαίο αμερικανικό ερευνητικό κέντρο, ακόμα και αν αυτό συμβεί, δεν αρκεί για μια νίκη του Ντ. Τραμπ, με βάση συγκεκριμένες μετρήσεις στις προαναφερθείσες πολιτείες.
ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ
Το ερώτημα που τίθεται είναι τι μπορεί να αλλάξει την επόμενη ημέρα, ιδίως σε περίπτωση νίκης του Ντ. Τραμπ. Η ρητορική του φοβίζει τις Βρυξέλλες, καθώς είναι σαφές ότι δεν επενδύει ιδιαίτερα στην αμερικανική συνεργασία με την Ε.Ε. Οι περισσότερο απαισιόδοξοι, μάλιστα, προβλέπουν επιστροφή στα πρώτα χρόνια του Τζορτζ Μπους. Οι δηλώσεις του Ρεπουμπλικάνου για πιθανή μείωση της στήριξης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ εντείνουν την ευρωπαϊκή ανησυχία. Από τη δική της πλευρά, η Χ. Κλίντον δεν πρόκειται να διαταράξει το αρμονικό κλίμα της συνεργασίας των ετών του Μπ. Ομπάμα, αλλά έχει απαιτήσεις από την Ε.Ε. σχετικά με τη μάχη κατά της τρομοκρατίας. Πάντως, ενώ μια προεδρία του Ντ. Τραμπ θα αποτελέσει ουσιαστικό εμπόδιο για τις διατλαντικές σχέσεις, μια προεδρία της Χ. Κλίντον απλώς θα θέσει νέες βάσεις.
Πάντως, ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής υπό τη νέα ηγεσία θα είναι η διαμόρφωση των σχέσεων με τη Ρωσία.
Ο Τραμπ προτείνει αυτό που, ιδίως μετά την έναρξη της ουκρανικής κρίσης, φαντάζει αδιανόητο για τους περισσότερους δυτικούς αναλυτές: Την προσπάθεια προσέγγισης με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν. Κατά την άποψη του Ρεπουμπλικάνου υποψήφιου προέδρου, έτσι θα δημιουργηθεί προοπτική ουσιαστικής επίλυσης όχι μόνο της ουκρανικής κρίσης, αλλά και της συριακής.
Αντίθετα, η Χ. Κλίντον, η οποία έχει αποκαλέσει στον παρελθόν τον Πούτιν «bully», πρόκειται να συνεχίσει τη σκληρή αμερικανική γραμμή απέναντι στο Κρεμλίνο. Μάλιστα, συνδέει το ρωσικό ενδιαφέρον για τις αμερικανικές εκλογές με τη θεωρητική επιθυμία του Ρώσου προέδρου για μια νίκη του Ντ. Τραμπ, ώστε να αποδομήσει τον πολιτικό της αντίπαλο.
Από την Τετάρτη και μετά η Ευρωπαϊκή Ενωση θα είναι αντιμέτωπη είτε με μια υπαρξιακή κρίση είτε με μια νέα πρόκληση. Οι Βρυξέλλες προτιμούν σαφέστατα το δεύτερο, δηλαδή μια νίκη της Χ. Κλίντον. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, πρέπει να είναι έτοιμες να ανταποκριθούν στο αμερικανικό αίτημα για μεγαλύτερη συμβολή στην ασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτό, Γαλλία και Γερμανία συζητούν από τον Σεπτέμβριο τη δυνατότητα μιας πιο στενής συνεργασίας στην αμυντική πολιτική. Τέτοια σχέδια έχουν διατυπωθεί και στο παρελθόν, αλλά δεν είχαν συνέχεια ή τουλάχιστον όχι την επιθυμητή. Πλέον, τα πράγματα φαίνεται ότι είναι διαφορετικά, καθώς, ακόμα και αν κερδίσει η Χ. Κλίντον, θα πιέσει την Ευρώπη να ξοδέψει περισσότερα για την άμυνά της.
Ασφυκτικές πιέσεις από ομάδες συμφερόντων
Η φετινή προεκλογική μάχη στις ΗΠΑ θα μείνει στην Ιστορία όχι μόνο για τους ασυνήθιστους τόνους στη διαμάχη του Ντόναλντ Τραμπ με τη Χίλαρι Κλίντον, αλλά και για τη μεγάλη διάσταση που έχει λάβει το θέμα της άσκησης πίεσης και επιρροής από ομάδες συμφερόντων. Δεν πρόκειται για καινούργια πτυχή της αμερικανικής πολιτικής ζωής.
Το αμερικανικό Σύνταγμα προστατεύει τα δικαιώματα των οργανωμένων συμφερόντων. Ωστόσο, μέχρι την έναρξη της Μεγάλης Υφεσης και την εκλογή του Φράνκλιν Ρούζβελτ, οι περισσότερες ομάδες πίεσης δεν διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο.
Η τάση αυτή άλλαξε μετά το «New Deal» και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, προέκυψαν πολλές επιχειρηματικές ομάδες, ακολουθούμενες μερικές δεκαετίες αργότερα από νέες, που ασχολούνταν με θέματα όπως το περιβάλλον, οι μειονότητες, τα δικαιώματα των καταναλωτών, αλλά και η ενεργειακή και η εξωτερική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, το λεγόμενο «lobbying» έχει μετατραπεί σε αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις αμερικανικές εκλογές στρατηγική.
Το Κέντρο «Responsive Politics» δείχνει ότι, ενώ οι ομάδες ειδικών συμφερόντων ήταν 10.405 το 1998, ανήλθαν στις 12.181 το 2012 και είναι ήδη 10.948 φέτος, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία έως τις 9 Αυγούστου. Επίσης, οι δαπάνες για την ίδια περίοδο το 2016 ανήλθαν στα 1,6 δισ. δολάρια. Η ίδια πηγή παρουσιάζει την Akin Gump ως την κορυφαία εταιρεία lobbying και το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ ως αυτό που ξοδεύει τα περισσότερα.
Γίνεται φανερό ότι τα χρήματα και η προσφορά τους από διάφορους φορείς -κυρίως ιδιωτικούς- μπορούν να επηρεάσουν το έργο του Κογκρέσου, τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες, άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους και πολιτικές επιτροπές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και η διαδικασία χάραξης πολιτικής διαμορφώνεται και από άλλους παράγοντες, όπως το δικαστικό σύστημα, η σημασία των ομάδων συμφερόντων δεν μπορεί να αγνοηθεί, ειδικά κατά τη διάρκεια των εκστρατειών για τις προεδρικές εκλογές.
Την τρέχουσα προεκλογική περίοδο, τόσο ο Ντ. Τραμπ όσο και η Χ. Κλίντον έχουν βρεθεί στο στόχαστρο.
Ο πρώτος, για παράδειγμα, κατηγορείται για φοροδιαφυγή, η οποία μπορεί ίσως να αποδοθεί στο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς εταιρειών real estate από την εποχή του Μπιλ Κλίντον. Από τη δική της πλευρά, η πρώην πρώτη κυρία θεωρείται ότι έχει ευνοηθεί από δωρεές που έχουν πραγματοποιήσει μεγάλες εταιρείες στο ίδρυμα του συζύγου της.
Το Associated Press έχει αποκαλύψει ότι περισσότεροι από τους μισούς εκτός κυβέρνησης που την είχαν συναντήσει όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών έκαναν δωρεές στο Ιδρυμα «Κλίντον».
Καθώς ο Ντ. Tραμπ και η Χ. Κλίντον έχουν οικονομικά ωφεληθεί, είτε έμμεσα είτε άμεσα, τώρα προτείνουν μεγαλύτερη διαφάνεια. Και οι δύο υποψήφιοι παρουσιάζονται αποφασισμένοι να επιβάλουν προσωρινή απαγόρευση σε πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους να επηρεάζουν την κυβέρνηση και υπόσχονται ότι θα καλύψουν τα υπάρχοντα κενά όσον αφορά την εργασία ατόμων που απασχολούνται σε ομάδες πίεσης, αλλά με διαφορετική ονομασία.