Η ηγουμένη που σκότωνε καλόγριες και τους έκλεβε τις περιουσίες. Η ιστορία που συγκλόνισε τη μεταπολεμική Ελλάδα γίνεται ταινία
Η υπόθεση της Μαριάμ Σουλακιώτη έχει εμπνεύσει βιβλία, ρεπορτάζ και πλέον ταινίες, όπως το «Sound of Silence», που επιχειρεί να αποδώσει τη φρίκη της ζωής και των εγκλημάτων της ηγουμένης Μαριάμ μέσα από το πρίσμα της μυθοπλασίας, διατηρώντας όμως την ανατριχιαστική αλήθεια των γεγονότων που συγκλόνισαν την Ελλάδα και τον κόσμο.
Η ταινία «Sound of Silence» φιλοδοξεί να μεταφέρει το κοινό στην ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1970, με έντονη αγωνία και συναισθηματική φόρτιση, μέσα από την ιστορία δύο κοριτσιών που βρέθηκαν αντιμέτωπα με την κτηνωδία ενός μοναστηριού και μιας γυναίκας που υπερέβαινε κάθε όριο ανθρωπιάς. Μέσα από τη ματιά της Τζόις Α. Νασαουάτι, η πραγματική ιστορία της Μαριάμ Σουλακιώτη αποκτά κινηματογραφική διάσταση.
Η «Γυναίκα Ρασπούτιν»
Η Μαριάμ Σουλακιώτη, γνωστή και με το σκοτεινό παρατσούκλι «Γυναίκα Ρασπούτιν», δεν υπήρξε απλώς μια ηγουμένη, αλλά το πρόσωπο πίσω από μια από τις πιο ανατριχιαστικές υποθέσεις εγκληματικότητας στη μεταπολεμική Ελλάδα. Η ιστορία της ξετυλίγεται στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, σε μια εποχή όπου η χώρα προσπαθούσε να ανασυνταχθεί μετά τις καταστροφές του πολέμου και το φως της πίστης έμοιαζε να συνυπάρχει με τις πιο σκοτεινές εκφάνσεις της ανθρώπινης απληστίας και διαστροφής.
Γεννημένη περίπου το 1883 στην Κερατέα Αττικής, η Σουλακιώτη ήταν εργάτρια σε εργοστάσιο πριν εισέλθει στη μοναχική ζωή. Η κανονική χειροτονία της στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν προμήνυε τα φρικτά εγκλήματα που θα ακολουθούσαν. Ωστόσο, η ιστορία της πήρε σκοτεινή τροπή όταν, μετά την υιοθέτηση του νέου ημερολογίου το 1924, προσχώρησε στην ομάδα των παλαιοημερολογιτισσών υπό τον αυτοανακηρυχθέντα αρχιεπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίο. Υπό την καθοδήγησή του, η Μαριάμ βρήκε το κατάλληλο έδαφος για να καλλιεργήσει την αυστηρή πειθαρχία και την αδίστακτη επιρροή που θα καθόριζε το μέλλον της μονής της. Το 1927, μαζί με άλλες μοναχές και τον αρχιεπίσκοπο, ίδρυσαν τη Μονή Εισοδίων Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης, ένα απομονωμένο καταφύγιο στην Κερατέα, που σύντομα θα γινόταν τόπος φρίκης και θανάτου.
Η Μαριάμ Σουλακιώτη ξεκίνησε την πραγματική της δραστηριότητα ως ηγουμένη ήδη από το 1939, αναλαμβάνοντας την πλήρη ευθύνη της μονής, καθώς η υγεία του Ματθαίου επιδεινώθηκε. Με το πέρασμα των χρόνων, η επιρροή της επεκτάθηκε πέρα από τα όρια της μονής. Η ηγουμένη Μαριάμ έγινε το πρόσωπο που συγκέντρωνε την απόλυτη εξουσία, αποφασίζοντας για τη ζωή όσων βρέθηκαν υπό τη «σκέπη» της.
Ο τρόπος δράσης της ήταν συστηματικός: Πλούσιες γυναίκες εντάσσονταν στη μονή με την υπόσχεση πνευματικής κάθαρσης, μόνο για να βρεθούν στη συνέχεια υποχείρια των δικών της φρικτών απαιτήσεων. Τις βασάνιζε, τις εκβίαζε και, όταν ήταν απαραίτητο, τις σκότωνε για να αποκτήσει τις περιουσίες τους. Τα θύματα δεν περιορίζονταν μόνο στις γυναίκες που εισέρχονταν εθελοντικά στη μονή. Οι μοναχές που υπάκουαν τυφλά ενθαρρύνονταν να συμμετέχουν σε μια αλυσίδα εκβιασμών, ελέγχου και βίας, στέλνοντας χρήματα, περιουσίες και, συχνά, ανθρώπινες ζωές στα χέρια της Μαριάμ Σουλακιώτη.
Η καταχρηστική εξουσία της εκτεινόταν και στα παιδιά που φιλοξενούνταν στη μονή. Ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τη νεολαία ήταν απάνθρωπος: πείνα, σωματική βία και ψυχολογική καταπίεση γίνονταν η καθημερινότητά τους. Παιδιά υποχρεώνονταν να εργάζονται υπό εξαντλητικές συνθήκες, να ακολουθούν ασκητικές πρακτικές χωρίς διάλειμμα και να υποβάλλονται σε τιμωρίες που πολλές φορές τα οδηγούσαν στο θάνατο από ασιτία ή ασθένειες όπως η φυματίωση. Η καταγγελία ότι 150 παιδιά έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας των ακραίων ασκητικών πρακτικών που εφαρμόζονταν συγκλόνισε την κοινή γνώμη όταν ήρθε στο φως κατά τις έρευνες των Αρχών.
Διαβάστε επίσης: Παρθένιος Βεζυρέας: Από τις πασαρέλες και το ράσο στην παρανομία
Η αποκάλυψη της φρίκης
Τα εγκλήματα αποκαλύφθηκαν το 1950, όταν η κόρη μιας πλούσιας δωρήτριας κατήγγειλε ότι η μητέρα της είχε αναγκαστεί να δωρίσει όλη της την περιουσία στο μοναστήρι. Αυτό οδήγησε στην κινητοποίηση της αστυνομίας: Στις 4 Δεκεμβρίου 1950 περισσότερα από 85 μέλη της Αστυνομίας Πόλεων εισέβαλαν στη μονή συνοδευόμενα από δικαστή, αντιεισαγγελέα και ιατροδικαστή. Οι σκηνές που αντίκρισαν ήταν εφιαλτικές: υποσιτισμένες ηλικιωμένες, μισόγυμνες, δεμένες και παιδιά που κρατούνταν σε άθλιες συνθήκες. Τα 36 παιδιά που φιλοξενούνταν μεταφέρθηκαν σε ορφανοτροφεία, ενώ αρκετές γυναίκες απελευθερώθηκαν από τα υπόγεια κελιά.
Στη συνέχεια συνέλαβαν αυτούς που θεωρούσαν υπεύθυνους γι’ αυτή την κατάσταση: αρκετές μοναχές, τον επίσκοπο των παλαιοημερολογιτισσών, αλλά και την εγκέφαλο πίσω από όλα αυτά, τη Μαριάμ Σουλακιώτη.
Οι ανακρίσεις αποκάλυψαν απίστευτες ιστορίες φρίκης: γυναίκες που δεν έτρωγαν για μήνες, βασανιστήρια με καρφίτσες, ιώδιο σε ευαίσθητα μέρη, ανάποδες κρεμάλες, ξυλοδαρμοί, αναγκαστική χορήγηση ναρκωτικών ουσιών σε κρατούμενους για να τους κρατούν υπάκουους. Ακόμα και τα μικρά παιδιά υπέμεναν φρικτές τιμωρίες, καθώς η ηγουμένη Μαριάμ πίστευε ότι η σκληρή μεταχείριση ήταν αναγκαία για τον εξαγνισμό της ψυχής τους.
Το κίνητρο πίσω από όλα αυτά ήταν η απληστία και η εξουσία. Η Μαριάμ Σουλακιώτη συσσώρευσε πλούτο, όπως εκατοντάδες σπίτια, αγροκτήματα, χρυσά και κοσμήματα αξίας χιλιάδων λιρών, εκμεταλλευόμενη την πίστη και την αφέλεια των ανθρώπων που προσέτρεχαν στο μοναστήρι της. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι μοναχές δεν δίσταζαν να προβούν σε ακραία βασανιστήρια και ψυχολογική βία για κάθε παιδί που αντιστεκόταν ή για όποια γυναίκα αρνιόταν να παραδώσει την περιουσία της, πολλές φορές οδηγώντας τα θύματά τους στο θάνατο.
Το κατηγορητήριο που σχηματίστηκε περιλάμβανε ανθρωποκτονία, απάτη, εκβιασμό, βασανιστήρια, πλαστογραφία και παράνομη εκμετάλλευση της περιουσίας τρίτων. Οι δίκες της Σουλακιώτη και των συνεργατών της τράβηξαν το ενδιαφέρον όλης της χώρας, με τα μέσα ενημέρωσης να μεταδίδουν καθημερινά λεπτομέρειες για τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν μέσα στη μονή.
Παρά τις αδιάσειστες αποδείξεις και τις εκατοντάδες μαρτυρίες, η Σουλακιώτη παρέμενε αδιάφορη, αρνούμενη τις κατηγορίες και αποδίδοντας τα πάντα σε «σατανικές μυθοπλασίες». Στις τρεις δίκες που ακολούθησαν καταδικάστηκε σε 26 μήνες, 10 χρόνια και άλλα 4 χρόνια φυλάκισης. Τελικά, πέθανε στις φυλακές Αβέρωφ στις 23 Νοεμβρίου 1954, σε ηλικία 71 ετών.
Το μυστήριο γύρω από τον ακριβή αριθμό των θυμάτων της παραμένει άλυτο. Ο αριθμός των 27 σκόπιμων δολοφονιών και των 150 θανάτων από αμέλεια λόγω φυματίωσης είναι οι επίσημες καταγραφές, ωστόσο οι Αρχές ανέφεραν ότι ενδέχεται να είχε σκοτώσει περισσότερους από 500 ανθρώπους!
Όσα ειπώθηκαν στις δίκες
Η μοναχή Θεοδότη ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου. Μια άλλη γυναίκα, φυματική, η οποία προσπάθησε να αποδράσει, κλείστηκε σε μια τρώγλη για έξι μήνες με ελάχιστο φαγητό και πέθανε. Ένα ζευγάρι παραχώρησε όλη την περιουσία του στη μονή και λίγο καιρό μετά πέθανε κι αυτό από ασιτία.
Αυτές είναι μόνο τρεις από τις ιστορίες που ήρθαν στο φως με τη σύλληψη της ηγουμένης του μοναστηριού στην Κερατέα. Μια γυναίκα ισχυρίστηκε ότι την άφησαν νηστική για σχεδόν έξι μήνες, δίνοντάς της να τρώει τα κουκούτσια από ελιές και φλούδες κρεμμυδιών. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την ανάγκαζαν να πίνει και τα ούρα της.
Ένας άλλος, ο οποίος κατάφερε να δραπετεύσει, κατέθεσε ότι, όσο βρισκόταν εντός της μονής, του έδιναν βρασμένη παπαρούνα ώστε να τον κρατούν ναρκωμένο – περιείχε όπιο. Όταν παρουσιάστηκε για να βάλει το ράσο, του έκαναν σωματικό έλεγχο και του απέσπασαν ένα σακουλάκι με χρήματα και χρυσά δαχτυλίδια που είχε ράψει μέσα στα ρούχα του.
Μια άλλη γυναίκα είπε ότι στα 15 της ακολούθησε τη μητέρα της, η οποία ήταν ήδη μοναχή, αλλά δεν πρόλαβε να ζήσει για πολύ μαζί της. Πέθανε από τα βασανιστήρια και τις στερήσεις που επέβαλε η ηγεσία της μονής. Όπως ανέφερε, την ίδια την έβαζαν να κουβαλάει πέτρες το πρωί και το βράδυ να ξανοίγεται στη θάλασσα πάνω σε μια τράτα και να ψαρεύει. Της έβαζαν καρφίτσες στα πόδια και τις έριχναν ιώδιο στα γεννητικά όργανα.
Μια γυναίκα κατήγγειλε ότι η μητέρα της ζούσε έγκλειστη μέσα στο μοναστήρι και ότι της απαγόρευαν να έχει σχέσεις με άλλους ανθρώπους εκτός της μονής. Και η ίδια με το ζόρι την έβλεπε. Μάλιστα, κάτω από μεγάλη ψυχολογική πίεση κατάφεραν να της αρπάξουν 10.000 δολάρια, ποσό τεράστιο για την εποχή, το οποίο είχε κληρονομήσει από τον αδελφό της.
Ένας ακόμη μάρτυρας, του οποίου η αδελφή ήταν μαζί με το γαμπρό του μέσα στη μονή -και οι δύο φυματικοί- κατέθεσε ότι βρήκαν το θάνατο μέσα στο μοναστήρι της Κερατέας. Για τα τρία παιδιά τους είπε ότι υποβάλλονταν σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Πιο συγκεκριμένα, ένα από αυτά το κρεμούσαν ανάποδα και το έδερναν μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του. Έτσι πίστευαν ότι θα έβγαινε το δαιμόνιο από μέσα του. Μάλιστα, όσο ζούσε ο πατέρας του, οι καλόγριες τον πίεζαν να κολλήσει φυματίωση και το παιδί, γιατί υποτίθεται πως, αν δεν πέθαινε, θα εξελισσόταν σε διάβολο που θα έκαιγε το μοναστήρι.
Ακόμα μία γυναίκα περιέγραψε στις Αρχές τα όσα αποτρόπαια πέρασε στα χέρια τους η μικρή της ανιψιά: «Κάποτε, το ανιψάκι μου, 10 χρονών κοριτσάκι, το έβαλαν αγγαρεία στο μαγειρείο. Πεινούσε και έγλειψε μια πατάτα. Να η ποινή που του επέβαλαν: Το έδεσαν ολόγυμνο όλη τη νύχτα στο στάβλο και το πρωί το βρήκαν λιπόθυμο από το κρύο και το φόβο. Είχε καθαρίσει την ψυχή του και είχε υποστεί όλη την προεργασία για τον Παράδεισο»!
Όλα τα viral video εδώ.