Οι μεγαλύτερες βεντέτες στην Κρήτη. Ο «νόμος του αίματος» που έχει ξεκληρίσει ολόκληρες οικογένειες και συγκλονίζει όλη την Ελλάδα.
Από τα απόκρημνα φαράγγια των Σφακίων μέχρι τα ορεινά χωριά του Ρεθύμνου, η Κρήτη κουβαλάει μια ιστορία γεμάτη τιμή, πένθος και εκδίκηση. Οι βεντέτες, αυτοί οι άγραφοι νόμοι της ανταπόδοσης, που ρίζωσαν βαθιά στην κρητική ψυχή από την αρχαιότητα, αποτελούσαν για δεκαετίες τον πιο σκληρό και τραγικό τρόπο απονομής δικαιοσύνης. Το αίμα ζητούσε αίμα, οικογένειες χάνονταν μέσα στον κύκλο της εκδίκησης και ολόκληρα χωριά έμαθαν να ζουν ζωσμένα στα μαύρα και τη σιωπή.
Ορισμένες από αυτές τις βεντέτες πέρασαν στην ιστορία όχι μόνο για τον αριθμό των θυμάτων τους, αλλά και γιατί αποτύπωσαν το κλίμα μιας εποχής όπου η τιμή υπερτερούσε της ίδιας της ζωής. Ακολουθεί μια αναδρομή στις πιο γνωστές και αιματηρές περιπτώσεις, ξεκινώντας με την τραγωδία των Βοριζίων, που ακόμη συγκλονίζει, ξαναζωντανεύοντας τις τελευταίες μέρες.
Ο «κώδικας» του νησιού
Η κρητική βεντέτα βασίζεται στον άγραφο «νόμο του αίματος» και αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς κοινωνικούς κώδικες του νησιού. Αυτό το έθιμο στηρίζεται στις έννοιες της τιμής και της προστασίας της οικογενειακής υπόληψης. Ενώ παλαιότερα οι βεντέτες ξεκινούσαν ακόμη και για κτηματικές διαφορές ή ζωοκλοπές, σήμερα η αφορμή συνήθως είναι ένας φόνος. Το αποτέλεσμα όμως παραμένει το ίδιο: ένας ατελείωτος κύκλος αντεκδίκησης που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.
Η βεντέτα δεν γνωρίζει χρόνο. Ο «αδικητής» μπορεί να τιμωρηθεί ακόμη και δεκαετίες μετά την πράξη του. Αυτό που δηλώνεται άμεσα, όμως, είναι η απαίτηση για εκδίκηση.
Σε αυτή τη λογική, οι άνδρες της οικογένειας του αδικημένου φορούσαν μαύρα πουκάμισα, άφηναν αξύριστα τα γένια, οι μεγαλύτεροι έβαφαν έως και τις κατσούνες τους (τα μπαστούνια) μαύρες, ακόμη και τις πόρτες των σπιτιών τους. Η βεντέτα δεν είχε ποτέ στόχο γυναίκες και παιδιά ή αδύναμα μέλη του οικείου περιβάλλοντος εν γένει, αλλά πάντα τον καλύτερο της οικογένειας, ενώ γινόταν σκοπός ζωής.
Ο «νόμος του αίματος» έχει ξεκληρίσει ολόκληρες οικογένειες, σκεπάζοντας τη γη με δεκάδες ταφόπλακες, ερημώνοντας οικισμούς και χωριά που κάποτε έσφυζαν από ζωή και τα οποία σήμερα κινδυνεύουν να σβηστούν από το χάρτη.

O δασοφύλακας, ο άνδρας με το σταυρό, η σφαγή του οποίου υπήρξε η αφορμή για το μακελειό στα Βορίζια.
Οικογένεια Φραγκιαδάκη – Οικογένεια Βεϊσάκη (1955, Βορίζια Ηρακλείου): Το μακελειό ενός γλεντιού
Στις 27 Αυγούστου 1955, τα Βορίζια του Ηρακλείου ετοιμάζονταν για το πανηγύρι προς τιμήν του Αγίου Φανουρίου. Το χωριό ήταν γεμάτο γέλια, μουσική και χορό και οι κάτοικοι απολάμβαναν τη γιορτή τους. Η ατμόσφαιρα όμως διακόπηκε βίαια όταν ο 31χρονος καφετζής και χασάπης Εμμανουήλ Βεϊσάκης μαχαίρωσε θανάσιμα το δασοφύλακα Γιάννη Φραγκιαδάκη, μπροστά στα μάτια των συγκλονισμένων συγχωριανών του.
Η δολοφονία αυτή δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά αποτέλεσε την αφορμή για μια αλυσίδα βίας που γρήγορα ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Οι ώρες που ακολούθησαν μετέτρεψαν το χωριό σε πεδίο μάχης, με πυροβολισμούς, χειροβομβίδες και εκρήξεις. Ο κύκλος της εκδίκησης και του αίματος είχε ανοίξει και η εμπλοκή οικογενειών σε αυτόν ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Λίγες μέρες μετά, ο 18χρονος ανιψιός του Βεϊσάκη, ο Μανούσος, δολοφονήθηκε από συγγενή του θύματος. Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως. Ο Ιωάννης Βεϊσάκης, αδελφός του δράστη, σκότωσε τον Μιχάλη Λεονταράκη, φίλο των Φραγκιαδάκηδων. Κι ενώ πολλοί πίστευαν ότι ο κύκλος θα κλείσει εκεί, το πιο φονικό επεισόδιο δεν είχε ακόμη εκτυλιχθεί.
Ο Θεοχάρης Λεονταράκης, εξοργισμένος από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις, αποφάσισε να χτυπήσει με ακραίο τρόπο. Έτσι, έριξε χειροβομβίδα μέσα στο σπίτι των Φραγκιαδάκηδων, καταστρέφοντάς το ολοκληρωτικά. Το αποτέλεσμα ήταν έξι νεκροί, δεκατέσσερις τραυματίες και ένα χωριό βυθισμένο στη σιωπή και στον τρόμο.
Τα αίτια της αρχικής διένεξης παραμένουν ασαφή. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ξεκίνησε από παράνομη υλοτόμηση, άλλοι ότι ήταν ζήτημα προσβολής σχετικά με ένα χαιρετισμό, ενώ μια τρίτη εκδοχή μιλά για ανταγωνισμό μεταξύ καφενείων. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, η βεντέτα αυτή έμεινε στην ιστορία ως μια από τις πιο αιματηρές στιγμές της Κρήτης του 20ού αιώνα.

Ο Ευάγγελος Πεντάρης με τη Μελίνα Μερκούρη.
Οικογένεια Σαρτζετάκη – Οικογένεια Πενταράκη (1910-1955, Χανιά): Εβδομήντα χρόνια αίματος
Η πιο μακροχρόνια και διαβόητη από τις βεντέτες της Κρήτης ξεκίνησε γύρω στο 1910 και κράτησε πάνω από επτά δεκαετίες. Η αρχή της ιστορίας έχει χαθεί στο χρόνο, με διαμάχες για γη, γυναίκες ή παλιές προσβολές. Όποιο κι αν ήταν το αίτιο, ο πρώτος πυροβολισμός καθόρισε το πεπρωμένο δύο οικογενειών για πολλές γενιές.
Η σύγκρουση ανάμεσα στους Σαρτζετάκηδες και τους Πενταράκηδες κόστισε πάνω από 100 ζωές. Οι φόνοι, οι ενέδρες και τα αντίποινα σκόρπισαν το πένθος στα Χανιά, με κάθε οικογένεια να προσπαθεί να διατηρήσει την τιμή της. Το 1948, ο 14χρονος Ανδρέας Πεντάρης (Πενταράκης) δολοφονήθηκε από χωροφύλακα, ενώ το 1955 ο Απόστολος Σαρτζέτης (Σαρτζετάκης) έπεσε νεκρός έξω από το σπίτι του, τραγουδώντας μια μαντινάδα.
Η αιματηρή παράδοση συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50, με 119 νεκρούς. Το τέλος ήρθε μόνο όταν η νέα γενιά επέλεξε τη συμφιλίωση. Το 1985, η εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη στην Προεδρία της Δημοκρατίας θύμισε το παρελθόν. Ο Ευάγγελος Πεντάρης, συγγενής της άλλης οικογένειας και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, συγκινήθηκε όταν ψήφισε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Χρήστο Σαρτζετάκη. Τελικά, με παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου για εθνική ενότητα, η ψηφοφορία υπέρ του Σαρτζετάκη σηματοδότησε την οριστική λήξη της βεντέτας.
Οικογένεια Κουκουλά – Οικογένεια Μποτανάκη (1987-2009, Κίσσαμος Χανίων): Από τα πρόβατα στη σφαίρα
Μια σύγκρουση για προβατοχώραφα στα Περβολάκια Κισσάμου εξελίχθηκε σε βεντέτα διάρκειας δύο δεκαετιών. Το 1987, ο Κωνσταντίνος Κουκουλάς πυροβόλησε και σκότωσε τον 47χρονο Γιώργο Μποτανάκη, ισχυριζόμενος ότι τα πρόβατα του τελευταίου προκαλούσαν ζημιές στα χωράφια του.
Η αντίδραση των συγγενών του θύματος ήταν άμεση: πυρπόλησαν το σπίτι του Κουκουλά και ξεκίνησε ένας ασταμάτητος κύκλος εκδίκησης. Ο Κουκουλάς, μετά την αποφυλάκισή του, δολοφονήθηκε το 1996 από τους δύο γιους του Μποτανάκη. Το 2009, ο 25χρονος Ξενοφώντας Κουκουλάς έγινε το τρίτο θύμα, κλείνοντας με τραγικό τρόπο αυτή τη μακρόχρονη ιστορία. Τρεις γενιές πόνου αποδείκνυαν ότι η «παλιά Κρήτη» ξυπνούσε ακόμα με τον ήχο των όπλων.

Ο Γιάννης Παπαδόσηφος είχε κρύψει το όπλο στη γενειάδα του μέσα στο δικαστήριο, όπου πήρε εκδίκηση για το φόνο του γιου του.
Οικογένεια Παπαδόσηφου – Οικογένεια Βενιαράκη (1983-1988, Ρέθυμνο): Εκδίκηση μέσα στο δικαστήριο
Μια ερωτική αντιζηλία στο Ρέθυμνο οδήγησε σε ένα από τα πιο γνωστά φονικά της δεκαετίας του ’80. Ο Γιάννης Βενιαράκης σκότωσε τον 27χρονο Μανόλη Παπαδόσηφο σε καφετέρια. Πέντε χρόνια αργότερα, μέσα στο Εφετείο Πειραιά, ο πατέρας του θύματος Γιάννης Παπαδόσηφος εκτέλεσε τον Βενιαράκη εν ψυχρώ μπροστά στους δικαστές με το όπλο που είχε κρύψει στη γενειάδα του.
Ψύχραιμα, δήλωσε: «Το πένθος τελείωσε. Το παιδί μου από εκεί ψηλά χαμογελάει». Καταδικάστηκε σε δώδεκα χρόνια φυλάκιση, εξέτισε τα πέντε και πέθανε το 2012 χωρίς ποτέ να μετανοήσει. Η υπόθεση έγινε σύμβολο της σύγχρονης «παλιάς Κρήτης», όπου η τιμή συνέχιζε να υπαγορεύει την εκδίκηση ακόμα και στα δικαστήρια.
Οικογένεια Δικωνυμάκη – Οικογένεια Μουζουράκη (1994-1999, Αποκόρωνας Χανίων)
Μια από τις πιο φρικτές βεντέτες των τελευταίων δεκαετιών ξεκίνησε με το βιασμό και τη δολοφονία της 55χρονης Φωτούλας Μουζουράκη το 1994 από τον Μιχάλη Δικωνυμάκη και ένα συνεργό του στο Πάτημα Αποκορώνου. Ακολούθησαν έξι δολοφονίες μέσα σε πέντε χρόνια. Ο γιος της Φωτούλας σκοτώθηκε, κατόπιν δολοφονήθηκαν ο πατέρας και ο αδελφός του δράστη. Τέλος, ο Γιάννης Μουζουράκης, γιος της αδικοχαμένης Φωτούλας, εκτελέστηκε το 1999 στο Περιστέρι. Η υπόθεση αυτή απέδειξε πως ο κύκλος του αίματος δεν έχει ημερομηνία λήξης και ότι οι παραδόσεις της τιμής εξακολουθούν να καθορίζουν τις ζωές πολλών.
Οικογένεια Βρέντζου – Οικογένεια Παρασύρη (1945-1969, Ανώγεια – Ζωνιανά)
Άλλη μια αιματηρή ιστορία από τις γνωστές βεντέτες γράφτηκε με τη δολοφονία του Ιωάννη Βρέντζου από τα Ανώγεια από τον Δαμιανό Παρασύρη από τα Ζωνιανά. Παρόλο που απέχουν μεταξύ τους περίπου επτά χιλιόμετρα, τα δύο χωριά τα χωρίζει άβυσσος. Μάλιστα, πριν από λίγα χρόνια αυτή η «απόσταση» έβαλε φωτιά στο σχέδιο των συνενώσεων των ΟΤΑ, τον περίφημο «Καποδίστρια». Τα Ανώγεια από τη μια δεν ήθελαν να είναι στον ίδιο δήμο με τα Ζωνιανά, ενώ τα Ζωνιανά απαιτούσαν -και τελικά το πέτυχαν- να παραμείνουν αυτόνομη κοινότητα.
Ήταν το 1969 όταν ο Δαμιανός Παρασύρης βρέθηκε στο Πταισματοδικείο Περάματος την ίδια μέρα και ώρα με τον Ιωάννη Βρέντζο. Στο δικαστήριο διεξαγόταν μια δίκη που δεν είχε σχέση με κανέναν από τους δύο, ωστόσο ο Παρασύρης σκότωσε με μαχαίρι τον Βρέντζο. Έτσι, εκδικήθηκε για τη δολοφονία του αδελφού του, τον οποίο είχε σκοτώσει ο Βρέντζος ή Λορντογιάννης στα Δύο Αοράκια του Ηρακλείου το 1945. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Παρασύρης έπεσε θύμα απόπειρας δολοφονίας που είχε αποδοθεί τότε σε στενό συγγενή του θύματός του. Αυτή η βεντέτα, πάντως, υπήρξε ένας από τους λόγους που επικαλούνταν οι Ανωγειανοί για την άρνησή τους να συνενωθούν με τα Ζωνιανά.