Εμμανουήλ Καραλής: Για κάποια παιδιά στο σχολείο δεν είχαμε ονόματα, ήμασταν απλώς τα μαυράκια
Τα παιδικά βιώματα του Έλληνα Ολυμπιονίκη
Εμμανουήλ Καραλής: Για κάποια παιδιά στο σχολείο δεν είχαμε ονόματα, ήμασταν απλώς τα μαυράκια. Ο Έλληνας Ολυμπιονίκης του άλματος επί κοντώ κάνει μια κατάθεση ψυχής στο βιβλίο «Εμμανουήλ Καραλής: Οταν κοιτάς από ψηλά». Μοιράζεται με τον κόσμο ιστορίες από τη ζωή του προσπαθώντας να ρίξει φως σε σκοτεινές στιγμές που έχει βιώσει.
Μία από αυτές φιλοξενείται στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου «Διόπτρα». Ο Μανόλο εξιστορεί τα χρόνια που για τους συμμαθητές τους, εκείνος και η δίδυμη αδερφή του, δεν είχαν ονόματα και ήταν απλά «μαυράκια». Η μητέρα τους, υπερασπίστηκε το δίκιο του και «κάθε μέρα η πολύχρωμη παρέα μας, μεγάλωνε», όπως λέει ο ίδιος.

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο:
Πιασμένος χέρι χέρι με την αδερφή μου την Αγγελική, περάσαμε την πόρτα του σχολείου, έτοιμοι να ζήσουμε και πάλι τη χαρά που μας έδινε ο παιδικός σταθμός και το νηπιαγωγείο, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας στο Χαλάνδρι.
Η Αγγελική ήταν πάντα πιο τολμηρή και ήταν πάντα η ηρωίδα μου.
Ακόμα είναι! Δεν έκανα βήμα χωρίς την έγκρισή της. Ήταν άλλωστε η μεγάλη μου αδερφή. Είχε γεννηθεί ένα λεπτό πριν από μένα.
Αν δεν έδενε τα κορδόνια μου, δεν μπορούσα να ξεκινήσω. Ακόμα κι όταν φορούσα ανάποδα τα αθλητικά μου, με το δεξί μου παπούτσι στο αριστερό πόδι, αν εκείνη έλεγε ότι ήταν εντάξει, εγώ προχωρούσα σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Είχα ανάγκη την έγκρισή της και την προστασία της. Εμπιστευόμουν τα πάντα επάνω της και εκείνη το ήξερε και το απολάμβανε. Ήταν η ηγέτιδα και αυτός ο ρόλος της πήγαινε πολύ. Ακόμα κι όταν μας χώρισαν, για να μην είμαστε μαζί στο ίδιο τμήμα, κι ένιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου, εκείνη μου έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το χέρι και μου έδειξε τη γωνιά όπου θα συναντιόμασταν στα διαλείμματα. Μόνοι για ένα διάστημα με κάγκελα γύρω μας, εντός του σχολείου πια, αν και πραγματικά κάγκελα δεν υπήρχαν. Για κάποια παιδιά δεν είχαμε ονόματα. Ήμασταν απλώς τα μαυράκια. Και αυτό μας πλήγωνε.
Τι μπορεί να είχε πάει στραβά; Τι είχε αλλάξει από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό, εκτός ίσως από το προάστιο όπου ανήκαν; Κι όμως φάνταζε σαν άλλος πλανήτης».
Γιατί κάποια τόσο μικρά παιδιά μπορούν να γίνουν τόσο σκληρά; Δύσκολα ερωτήματα για να τα απαντήσω εγώ τότε. Όχι όμως και για τη μητέρα μου, που εξαιτίας αυτού άρχισε σιγά σιγά να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας στη μασκότ του σχολείου. Αφού μας άκουσε προσεκτικά για το τι συνέβαινε, ήρθε αμέσως στις δασκάλες μας και διεκδίκησε το δίκιο μας. Η μάνα μου έχει πάντα έναν δικό της τρόπο να διεκδικεί το δίκιο της και, ενώ τη μελετάω τόσα χρόνια, ακόμα ψάχνω να τον αποκωδικοποιήσω. Το σίγουρο είναι πως δεν ανέχεται την αδικία. Και αυτό είναι κάτι που το έχει πολύ έντονο, τώρα που μεγάλωσε, και η Αγγελική. Αυτό το μοναδικό αίσθημα του δικαίου, που βάζει τις πιο τέλειες διαχωριστικές γραμμές σε αυτά που διεκδικείς, αλλά και σε αυτά που ο ίδιος αποφασίζεις να κάνεις.
Υπάρχουν μερικά πράγματα στη ζωή που δεν μαθαίνονται με λόγια αλλά δείχνονται με πράξεις, και όταν λίγα χρόνια αργότερα, μέσα στους στίβους πια, θα έπαιρνα την απόφαση να υπερασπιστώ με ό,τι νόμιμο μέσο είχα την αξιοπρέπειά μου και την περηφάνια μου, οδηγώντας στα δικαστήρια εκείνους που προσπάθησαν να με γονατίσουν, θα καταλάβαινα πως αυτή η δύναμη είχε τις ρίζες της σε εκείνες τις ημέρες που η Σάρρα έπιανε ένα ένα όλα εκείνα τα παιδιά που δεν ήθελαν να μάθουν ούτε το όνομά μας, αλλά έβλεπαν μόνο το χρώμα μας, προσπαθώντας να τα κάνει να καταλάβουν αυτό το απλό πράγμα, το πιο αυτονόητο ίσως πράγμα στον κόσμο, πως μπορεί να μην είμαστε όλοι ίδιοι, αλλά είμαστε ίσοι.
«Πώς σε λένε, αγοράκι, εσένα;»
«Κώστα, κυρία».
«Θα ήθελες, Κωστάκη, να σε φωνάζω “γάλα” από σήμερα;»
«Γιατί, κυρία, να με φωνάζετε “γάλα”;»
«Γιατί είσαι άσπρος».
«Και τι μ’ αυτό; Έχω όνομα».
«Και τα παιδάκια αυτά έχουν όνομα. Είναι ο Εμμανουήλ και η Αγγελική. Εσύ γιατί λοιπόν τα λες μαυράκια και δεν τα φωνάζεις με τα ονόματά τους;»
Μια περίεργη σιωπή απλωνόταν.