Σκοτεινή εκδίκηση στο Grand Hotel
Αρχικά, η Ελένη, βλέποντας τον Χατζημήτρο στο ξενοδοχείο, προσπάθησε να τον προσεγγίσει φλερτάροντας, αναζητώντας έναν τρόπο διαφυγής από τη βασανιστική κατάσταση που βίωνε στο Grand Hotel. Εκείνος, γνωστός για την αδυναμία του στις γυναίκες, της άφησε το τηλέφωνό του στη ρεσεψιόν. Η Ελένη τον κάλεσε, ζητώντας του δουλειά στο σπίτι του, ενώ, προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Λίτσας, της εκμυστηρεύτηκε με δάκρυα ότι μοναδικός της στόχος ήταν να βρει χρήματα για να πάρει πίσω το παιδί της που της άρπαξαν βίαια.

Αν και η Λίτσα αρχικά φάνηκε να συγκινείται, σύντομα αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η Ελένη είχε αρχίσει να διαρρέει πληροφορίες που μάθαινε από τον Χατζημήτρο, σχετικά με τον μαχαλά και το ξενοδοχείο, απευθείας στον Ρήγα. Η Λίτσα, έχοντας ήδη την υποψία ότι η Ελένη κρυφάκουγε, έστησε μαζί με τον Γεράσιμο μια νέα παγίδα για να επιβεβαιώσουν τη διπλή της συμπεριφορά. Δυστυχώς για την Ελένη, έπεσε ξανά μέσα – μια πράξη που αυτή τη φορά θα της κόστιζε πολύ ακριβά.
Μόλις επιβεβαιώθηκε οριστικά η προδοσία της Ελένης, ο Χατζημήτρος και η Λίτσα έδωσαν στον Μάρκο τη ρητή εντολή να την απαγάγει και να την εξαφανίσει. Εκείνος την κάλεσε προσποιούμενος ότι υπήρχε νέα συμφωνία και κανόνισε ραντεβού στο καφενείο του Παράσχου. Η Ελένη πήγε στο ραντεβού ανυποψίαστη. Εκεί, ο Μάρκος την άρπαξε βίαια, της φόρεσε ένα σακί στο κεφάλι και τη μετέφερε δεμένη σε μια απομονωμένη αποθήκη.
Στο εφιαλτικό αυτό σκηνικό, μπροστά στην Ελένη, εμφανίζεται η Λίτσα. Με απόλυτη ψυχρότητα και χωρίς κανέναν δισταγμό, την πλησιάζει και, σε μια σκηνή ωμής βίας, τη χαράσσει στο στήθος. Η Ελένη σφαδάζει από τον πόνο και παρακαλεί για έλεος, αλλά η Λίτσα, αποφασισμένη να πάρει την εκδίκησή της, αδιαφορεί πλήρως για τις ικεσίες της.