Άγιος Έρωτας: Ο Παύλος συλλαμβάνεται. Η στιγμή που η αλήθεια ξεγυμνώνεται και η Στέρνα βυθίζεται ξανά στο σκοτάδι των αποκαλύψεων.
Το βλέμμα του Παύλου καίει από οργή, τα χέρια του τρέμουν και ο αέρας γύρω του μοιάζει να ηλεκτρίζεται. Απέναντί του, η Θάλεια, προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της, όμως κάτι μέσα της φωνάζει πως το τέλος πλησιάζει. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τα λόγια μετατρέπονται σε κραυγές και οι κραυγές σε πράξεις. Ο Παύλος χάνει τον έλεγχο, την αρπάζει βίαια, την ταρακουνά, ώσπου η πόρτα ανοίγει απότομα και ο Κυριάκος εισβάλλει, με το πρόσωπό του να φλέγεται από θυμό.
«Φτάνει, Παύλο!» φωνάζει, και χωρίς δισταγμό ορμά πάνω του. Τον απομακρύνει με δύναμη, μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα υπαλλήλων και πελατών. Ο Παύλος σωριάζεται στο πάτωμα, γεμάτος ταπείνωση και οργή. Για μια στιγμή κοιτάζει τη Θάλεια, μα εκείνη δεν φοβάται πια – μόνο ανασαίνει για πρώτη φορά ελεύθερα. Εκείνη η στιγμή γίνεται το σημείο καμπής, το τέλος ενός εφιάλτη που κρατούσε χρόνια.
Ο Κυριάκος, ο Ανδρέας και ο Νικηφόρος αποφασίζουν πως ήρθε η ώρα η αλήθεια να βγει στο φως, όσο κι αν κοστίσει. Με προσοχή στήνουν μια παγίδα στον Παύλο, και εκείνος, εγκλωβισμένος στα ίδια του τα ψέματα, καταρρέει. Μπροστά στα μάτια τους, ομολογεί τον φόνο της Κατρίν. Οι λέξεις του πέφτουν βαριές, σαν πέτρες, και η Στέρνα παγώνει. Ο Παύλος συλλαμβάνεται. Η Θάλεια δακρύζει – όχι από λύπη, αλλά από λύτρωση. Το μαρτύριό της τελειώνει.
Όμως στη Στέρνα τίποτα δεν τελειώνει τόσο εύκολα. Ο δικηγόρος του Παύλου κινείται ύπουλα, και με ένα νομικό τέχνασμα εξασφαλίζει την προσωρινή αποφυλάκισή του. Έτσι, την ημέρα των εγκαινίων του αρωματοπωλείου της Ειρήνης, την ώρα που όλα λάμπουν και η χαρά κυριαρχεί, η πόρτα ανοίγει ξανά. Ο Παύλος εμφανίζεται, με εκείνο το ψυχρό, ειρωνικό χαμόγελο που παγώνει τους πάντες. Η Θάλεια ασπρίζει, νιώθοντας τα πόδια της να λυγίζουν.
Κι όμως, πριν προλάβει να μιλήσει, η πόρτα ξανανοίγει. Ο Νικηφόρος μπαίνει, ψύχραιμος και αποφασιστικός, με τη στολή του και ένα νέο ένταλμα στο χέρι. «Παύλο Μαρκόπουλε, συλλαμβάνεσαι», ανακοινώνει δυνατά. Η φωνή του αντηχεί σαν καμπάνα δικαιοσύνης. Ο Παύλος στέκεται αποσβολωμένος, ενώ όλοι γύρω του γίνονται μάρτυρες της πτώσης ενός ανθρώπου που κάποτε νόμιζε πως ήταν άτρωτος.
Η σκηνή διχάζει την οικογένεια. Η Θάλεια και η Χλόη νιώθουν πως η δικαιοσύνη επιτέλους αποδόθηκε, μα η Σοφία και ο Βασίλης αρνούνται να πιστέψουν πως ο πατέρας τους είναι δολοφόνος. «Όχι, δεν μπορεί να το έκανε ο μπαμπάς», φωνάζει η Σοφία, και ο Βασίλης τη σφίγγει στην αγκαλιά του. Για εκείνους, ο Παύλος είναι ακόμα το θύμα μιας πλεκτάνης — κι είναι έτοιμοι να παλέψουν για εκείνον, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.