Πέθανε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στα 89 του. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν ένας από τους πιο εμβληματικούς ηθοποιούς του Χόλιγουντ που στη συνέχεια καθιερώθηκε ως σκηνοθέτης και ακτιβιστής, πέθανε σε ηλικία 89 ετών, σύμφωνα με τους New York Times.
Το θάνατό του ανακοίνωσε η Σίντι Μπέργκερ, διευθύνουσα σύμβουλος του γραφείου δημοσίων σχέσεων Rogers & Cowan PMK. Όπως ανέφερε, πέθανε στον ύπνο του, χωρίς όμως να αναφέρει συγκεκριμένη αιτία.
«Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έφυγε από τη ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου 2025, στο σπίτι του στο Sundance, στα βουνά της Γιούτα – στο μέρος που αγαπούσε, περιστοιχισμένος από αυτούς που αγαπούσε. Θα μας λείψει πολύ», ανέφερε η Μπέργκερ στη δήλωσή της. «Η οικογένεια ζητά ιδιωτικότητα».
Ο Ρέντφορντ, ένας από τους τελευταίους θρύλους του αμερικανικού σινεμά, αφήνει ανεξίτηλο στίγμα για ταινίες όπως Τα Καλύτερά μας Χρόνια, Οι δύο ληστές, Το Κεντρί, Οι μέρες του Κόνδορα, Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου.
Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ, γνωστότερος ως Ρόμπερτ Ρέντφορντ, γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις 18 Αυγούστου του 1936. Ο πατέρας του ήταν, αρχικά, γαλατάς και, στη συνέχεια, λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά. Ήταν Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και ακτιβιστής. Έχει κερδίσει δύο βραβεία Όσκαρ: το πρώτο (1980) για τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνηθισμένοι άνθρωποι» και το δεύτερο (2002) για τη συνολική του προσφορά στο χώρο του κινηματογράφου. Στις ΗΠΑ επί 25 -περίπου- χρόνια το όνομά του ήταν συνώνυμο των λέξεων «ξανθός» και «ωραίος».
Η καριέρα του εκτοξεύτηκε τη δεκαετία του ’60 και του ’70 με ταινίες που άφησαν εποχή, όπως «Butch Cassidy and the Sundance Kid», «The Sting» και «All the President’s Men». Με το ρόλο του, έδωσε πρόσωπο σε μια ολόκληρη γενιά κινηματογραφικών ειδώλων, συνδυάζοντας τη γοητεία με την ερμηνευτική δύναμη.
Μια θρυλική καριέρα
Η πρώτη φορά που συμμετείχε σε κινηματογραφική ταινία ήταν το 1962, στο ανεξάρτητο «War Hunt» (Ο πόλεμος μας έκανε σκληρούς), το οποίο γυρίστηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. Το 1965, έπαιξε στο «Situation Hopeless… But Not Serious», το οποίο ήταν η πρώτη του επίσημη ταινία.
Την ίδια χρονιά, συμπρωταγωνίστησε με τους Νάταλι Γουντ και Κρίστοφερ Πλάμερ, στο «Inside Daisy Clover», του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, το οποίο προτάθηκε, τελικά, για δύο βραβεία Όσκαρ, ενώ ο ίδιος ο Ρέντφορντ κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα, αφού ανακηρύχθηκε ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός.
Το 1966, του δόθηκε ο ρόλος του σερίφη στο «The Chase», του Άρθουρ Πεν, όμως, ο ίδιος επέλεξε αυτόν του κατάδικου. Ο σερίφης ενσαρκώθηκε από το Μάρλον Μπράντο. Επίσης, συνεργάστηκε και πάλι με τη Νάταλι Γουντ, αυτή τη φορά, για το «This Property Is Condemned», του Σίντεϊ Πόλακ, το οποίο είχε βασιστεί στο ομότιτλο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς. Το 1967, πρωταγωνίστησε μαζί με την Τζέιν Φόντα στην κινηματογραφική εκδοχή του «Barefoot in the Park». To 1968, υπέγραψε συμφωνία για το γύρισμα μιας ταινίας γουέστερν με την Paramount.
Ωστόσο, αθέτησε την υπόσχεσή του, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί στα δικαστήρια και ο Ρέντφορντ να μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα χωρίς δουλειά. Το 1969, πρωταγωνίστησε στο γουέστερν «Οι δύο ληστές» του Τζορτζ Ρόι Χιλ, μαζί με τον Πολ Νιούμαν.
Ο Ρέντφορντ κατάφερε να κερδίσει τους υπόλοιπους υποψήφιους (Στιβ Μακ Κουίν, Μάρλον Μπράντο, Γουόρεν Μπίτι), για το δεύτερο πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία αυτή είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ. Ωστόσο, απέρριψε πρωταγωνιστικούς ρόλους στα «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» και «Ο πρωτάρης» του Μάικ Νίκολς, επειδή ανησυχούσε για την πιθανή δημιουργία του «στερεοτύπου του ξανθού αρσενικού». Στη συνέχεια, πρωταγωνίστησε σε ταινίες που είχαν μέτρια απήχηση, όπως, το «Downhill racer», του Μάικλ Ρίτσι (1969). Παρ’ όλα αυτά κέρδισε βραβεία BAFTA καλύτερου ηθοποιού για το «Downhill Racer» και το «Tell them Willie Boy is here».
Στην επόμενη συνεργασία του με τους Τζορτζ Ρόι Χιλ και Πολ Νιούμαν, ο Ρέντφορντ κατάφερε να γίνει υποψήφιος για το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου για την ταινία Το Κεντρί.
Συνεργάσθηκε ξανά με το Σίντεϊ Πόλακ το 1972 για το γουέστερν Jeremiah Johnson και το 1973 για τη δραματική ιστορία αγάπης The Way We Were, μαζί με τη Μπάρμπρα Στράιζαντ. Στην ταινία αυτή, η οποία συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του είδους της, έπαιξε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους του, αυτόν του Χάμπελ. Ακόμη, το τραγούδι της Στράιζαντ The Way We Were κέρδισε βραβείο Όσκαρ. Μεταξύ των δύο ταινιών του Πόλακ, μεσολάβησε το The Candidate του Μάικλ Ρίτσι (1972). Ακολούθησε μια ταινία μέτριας απήχησης, το The Hot Rock. Στην επόμενη συνεργασία του με τους Τζορτζ Ρόι Χιλ και Πωλ Νιούμαν, ο Ρέντφορντ κατάφερε να γίνει υποψήφιος για το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου για την ταινία Το Κεντρί. Το 1974, ακολούθησε μια νέα επιτυχία, Ο μεγάλος Γκάτσμπυ, η οποία βασίσθηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Η ταινία αυτή, πέρασε από πολλές περιπέτειες, έως ότου ξεκίνησαν τα γυρίσματά της, καθώς ο πρωταγωνιστικός ρόλος, προοριζόταν για τον Τζακ Νίκολσον, όμως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ τον κέρδισε την τελευταία στιγμή, ενώ ο σκηνοθέτης Τζακ Κλέυτον πίεζε ασφυκτικά τον τελικό πρωταγωνιστή να απαρνηθεί το προσωπικό του στυλ και να βάψει τα μαλλιά του μαύρα, κάτι που εκείνος αρνείτο πεισματικά. Το 1975, συνεργάσθηκε και πάλι με τον Πόλακ για το πολιτικό θρίλερ Οι τρεις μέρες του κόνδορα, ενώ το 1976, στην ταινία All the President’s Men, η οποία και βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ, πήρε το ρόλο του δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουορντ, ο οποίος πάσχιζε να διαλευκάνει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Ακολούθησαν δύο ακόμη ταινίες, με τον Πόλακ παραγωγό και τη Φόντα συμπρωταγωνίστρια, οι οποίες ήταν: το A Bridge Too Far, του 1977 και το The Electric Horsemen, του 1979.
Η δεκαετία του 1980 ήταν μια πολύ λιγότερο δραστήρια περίοδος για τον Ρέντφορντ, αφού συμμετείχε σε ελάχιστες ταινίες. Αυτές ήταν: το The Natural, του 1984, στην οποία υποδύθηκε τον πρωταθλητή του μπέιζμπολ, το Out of Africa του 1985, το οποίο βραβεύθηκε με επτά Όσκαρ και ήταν καρπός μιας νέας συνεργασίας του και του Σίντεϊ Πόλακ, ωστόσο, ο ίδιος ο Ρέντφορντ παραδέχθηκε πως πρόκειται για τη χειρότερη ταινία που έχει γυρίσει σε ολόκληρη την καριέρα του, η κωμωδία Legal Eagles, του 1986, στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τις Ντέμπρα Ουίνγκερ και Ντάριλ Χάνα και το Havana, του 1990, ενώ το 1988, σκηνοθέτησε την ταινία The Milagro Beanfield War.
Το 1992, συμπρωταγωνίστησε με τον Σίντεϊ Πουατιέ στην κωμωδία Sneakers και σκηνοθέτησε τη δραματική ταινία A River Runs Through It, με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ. Ο Ρέντφορντ διεκδίκησε το βραβείο της Χρυσής Σφαίρας για τη δουλειά του στην ταινία αυτή. To 1993, συμπρωταγωνίστησε με τους Γούντι Χάρελσον και Ντέμι Μουρ, στην ταινία Ανήθικη πρόταση, του Έιντριαν Λάιν. Ωστόσο, ο ρόλος του χαμηλής ηθικής εκατομμυριούχου τον έφερε αντιμέτωπο για μία και μοναδική φορά, με την υποψηφιότητα για το βραβείο του Χρυσού Βατόμουρου. Το 1994, σκηνοθέτησε το Quiz Show και έθεσε, έτσι, υποψηφιότητα για δύο βραβεία Όσκαρ: αυτού του καλύτερου σκηνοθέτη και αυτού της καλύτερης τανίας. Το 1996, έπαιξε, μαζί με τη Μισέλ Φάιφερ, στο Up Close & Personal. Το 1998, πρωταγωνίστησε και σκηνοθέτησε το The Horse Whisperer, όπου συμμετείχε και η πολύ νεαρής ηλικίας -τότε- Σκάρλετ Γιοχάνσσον. Η ταινία αυτή πήγε σχετικά καλά εμπορικά, ενώ οι κριτικές που απέσπασε ήταν -ως επί το πλείστον- θετικές. Ο Ρέντφορντ προτάθηκε για τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερου σκηνοθέτη. Το 2000, σκηνοθέτησε το The Legend of Bagger Vance, με πρωταγωνιστές τους Γουίλ Σμιθ, Ματ Ντέιμον και Σαρλίζ Θερόν.
Το 2001, συμπρωταγωνίστησε με τον Μπραντ Πιτ στο Spy Game, του Τόνυ Σκοτ. Το 2002, βραβεύθηκε με Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο. Ακολούθησε το θρίλερ μυστηρίου The Clearing, του 2004 με συμπρωταγωνιστές τους Γουίλεμ Νταφόε και Έλεν Μίρεν. Το 2005, έπαιξε με τους Τζένιφερ Λόπεζ και Μόργκαν Φρίμαν στην ταινία An Unfinished Life. Το 2007, σκηνοθέτησε το Lions for Lambs, συμπρωταγωνιστώντας με τη Μέριλ Στριπ και τον Τομ Κρουζ. To 2011, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε το The Conspirator To 2012, γύρισε, σε συνεργασία με το γιο του, το Watershed ένα ντοκιμαντέρ, με θέμα την αλόγιστη εκμετάλλευση και τη σταδιακή πτώση της στάθμης του νερού του ποταμού Κολοράντο, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή νερού για τις δυτικές πολιτείες της Αμερικής. Το 2012 παρουσίασε την ταινία The Company You Keep, στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τη Τζούλι Κρίστι και τη Σούζαν Σαράντον, ενώ είναι και σκηνοθέτης. Το 2013 πρωταγωνίστησε στην ταινία Όλα Χάθηκαν του Τζέι Σι Τσάντορ, που προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών και απέσπασε θερμά χειροκροτήματα από το κοινό.
Σκηνοθέτης και ακτιβιστής
Το 1980, ως σκηνοθέτης, τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας για την ταινία «Ordinary People». Η ίδρυση του Sundance Institute και του φεστιβάλ Sundance τού χάρισε ιδιαίτερη θέση στην προώθηση του ανεξάρτητου κινηματογράφου, ανοίγοντας δρόμους για νέους δημιουργούς και διαφοροποιώντας το τοπίο της βιομηχανίας.
Πέρα από την τέχνη, ο Ρέντφορντ υπήρξε ενεργός ακτιβιστής, με σταθερή προσήλωση στην περιβαλλοντική προστασία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η δράση του επηρέασε τόσο την καλλιτεχνική όσο και την πολιτική σφαίρα, καθιστώντας τον μια προσωπικότητα με διαρκή επιρροή.
To 1958 παντρεύτηκε για πρώτη φορά τη Λόλα βαν Γουάγκενεν, ενώ, το 1985, κατά τη διάρκεια της μείωσης της επαγγελματικής του δραστηριότητας, πήραν διαζύγιο. Απέκτησαν μαζί τέσσερα παιδιά. Το 2009, ο Ρέντφορντ παντρεύτηκε τη Σίμπιλ Ζάγκαρς.
Όλα τα viral video εδώ.