Διονύσης Σαββόπουλος: Η πείνα, ο Μάνος Λοΐζος και η φυλακή
Αρχίζεις και έχεις παραισθήσεις, σου έρχεται να φας το φλιτζάνι, δήλωσε ο σπουδαίος συνθέτης
Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν καλεσμένος στην εκπομπή «Στούντιο 4» το απόγευμα της Παρασκευής 31 Ιανουαρίου. Ο σπουδαίος συνθέτης και στιχουρχός θυμήθηκε τα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα, όπου αντιμετώπισε μεγάλη φτώχεια, φτάνοντας να ζει σε ένα δωμάτιο χωρίς μπάνιο και να περνάει ημέρες νηστικός. Αναφέρθηκε στη βοήθεια που λάμβανε από φίλους, όπως ο Μάνος Λοΐζος, και σε ακραίες καταστάσεις, όπως η αναζήτηση τροφής σε κηδείες. Μοιράστηκε επίσης το χιούμορ που συνόδευε αυτές τις δύσκολες στιγμές, με τον Λοΐζο να εμπνέεται από ένα περιστατικό με μυρμήγκια για να αλλάξει στίχους σε τραγούδι του. Παράλληλα, αναφέρθηκε στη σύλληψή του, την αδιαφορία της οικογένειάς του και τη στήριξη της συζύγου του, Άσπας, η οποία, παρά το νεαρό της ηλικίας της, στάθηκε στο πλευρό του με αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα.
Διονύσης Σαββόπουλος: Η πείνα, ο Μάνος Λοΐζος και η φυλακή
Ανατρέχοντας στα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα, περιέγραψε τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε, φτάνοντας σε σημείο να μην έχει ούτε τα βασικά. «Είχα βρει ένα δωμάτιο που δεν είχε μπάνιο, δεν με ένοιαζε», ανέφερε, ενώ θυμήθηκε την περίοδο που ο φίλος του, Αλέξης Κυριτσόπουλος, του υπέδειξε που να πλυθεί. «Μου είπε “εκεί είναι το μπάνιο, εκεί το σαπούνι, εκεί έχει το νερό”. Μπαίνω μέσα, πλένομαι, σαπουνίζομαι και βγαίνω φρέσκος, και ο Αλέκος από τότε έλεγε “τότε που πήγες και πλύθηκες, βούλωσες το μπάνιο”».
Η πείνα όπως ανέφερε, ήταν μια από τις πιο σκληρές εμπειρίες εκείνης της περιόδου. «Είχα τρεις ημέρες να φάω, ήταν βασανιστικό. Η πείνα είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Αρχίζεις και έχεις παραισθήσεις, σου έρχεται να φας το φλιτζάνι», είπε χαρακτηριστικά. Θυμήθηκε μάλιστα μια επίσκεψη στο σπίτι του Μάνου Λοΐζου, όπου ήλπιζε να βρει φαγητό. «Κοιμήθηκα στο σπίτι ενός παιδιού που δούλευε νύχτα, οπότε μου έδινε το κλειδί και κοιμόμουν εγώ εκεί πέρα και το πρωί ερχόταν το παιδί για να κοιμηθεί και εγώ σηκωνόμουν. Είχα τρεις ημέρες να φάω, ήταν βασανιστικό. Η πείνα είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Αρχίζεις και έχεις παραισθήσεις, σου έρχεται να φας το φλυτζάνι. Ξεκινάω να πάω με τα πόδια στον Μάνο Λοΐζο, που έμενε στην Αττική, ο οποίος όλο και κάτι είχε. Η Μάρω η Λήμνου του πήγαινε από το σπίτι λίγο φαγητό. Κατεβαίνω την Ομόνοια και πάω στην Αττική και μου λέει “δυστυχώς έχει αρρωστήσει η μάνα της και είναι στο νοσοκομείο η Μάρω, δεν έχει φέρει τίποτα, αλλά έχω έναν φίλο στην Κυψέλη που όταν πηγαίνω όλο και κάτι μου δίνει”».
Ο Μάνος Λοΐζος τον παρέπεμψε σε έναν φίλο στην Κυψέλη, όμως φτάνοντας εκεί, αντί για φαγητό, τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. «Φτάνουμε στο σπίτι του παιδιού και βλέπουμε απέξω νεκρόκασα και αγγελτήριο κηδείας, είχε πεθάνει ο μπαμπάς του. Εμείς σε αυτήν την κατάσταση τι να πούμε; Ενσωματωθήκαμε στο πλήθος, λέγαμε τα γνωστά “τι σου είναι ο άνθρωπος, χθες τον έβλεπα”. Ακολουθήσαμε, πήγαμε στην κηδεία, την πέσαμε στα κόλλυβα και στα παξιμάδια και όταν πια τον φέρανε πίσω τον ορφανό στο σπίτι και χαιρετηθήκαμε, ο Μάνος σαν να το σκέφτηκε τελευταία στιγμή του λέει “έχεις μωρέ κανά 20αρικο;” και του έδωσε ένα 20αρικο και πάμε σε μια ταβερνούλα που ήταν εκεί κοντά στο σπίτι του Μάνου και παραγγέλνουμε μια φέτα, μια τηγανητές πατάτες και ρετσίνα και είχε αγοράσει και 2 τσιγάρα και έδωσε το ένα σε εμένα. Φάγαμε αυτό το λιτό γεύμα, καπνίσαμε και τα τσιγάρα. Το πιο νόστιμο γεύμα».
Ωστόσο, γυρνώντας σπίτι διαπίστωσαν ότι η Μάρω Λήμνου τους είχε αφήσει ένα μικρό ταψάκι με γιουβέτσι: «Και μετά ανεβαίνουμε, αυτός έμενα σε ένα δωμάτιο σε μια ταράτσα εκεί στην Αττική, και ανεβαίνουμε ένα μικρό ταψάκι με γιουβέτσι. Στην απουσία του Μάνου είχε έρθει η Μάρω και του άφησε ένα ταψάκι με γιουβέτσι. “Ώπα”, λέω, “όχι, τώρα φάγαμε, αυτό είναι για το βράδυ”, μου λέει. Εγώ πεινάλας. Μετά ξαπλώσαμε και σηκώνομαι εγώ ο βουλιμικός. Δίπλα στο καμαράκι του είχε ένα πλυσταριό, εκεί είχε βάλει το γιουβέτσι. Όλα τα μυρμήγια από την ταράτσα είχαν πέσει πάνω στο ταψί. Είχε μαυρίσει μυρμηγκικό οξύ, σηκώνεται ο Μάνος και το είδε και δεν είπε τίποτα».
Ο Μάνος Λοΐζος εμπνεύστηκε από αυτό το ατυχές γεγονός και άλλαξε στίχους από ένα τραγούδι που έγραφε εκείνη την περίοδο για μια θεατρική παράσταση: «Έγραφε τότε τη μουσική για το “Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” του Λόρκα και άλλαξε το τραγούδι και έλεγε “οι μυρμηγκάδες τώρα φτάσανε στο μοσχαράκι το κριθαρωτό!”».
«Η σύζυγός μου ήταν μαθήτρια όταν με επισκέφτηκε στην φυλακή»
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, αναφερόμενος στις πολιτικές διώξεις που υπέστη, ο Σαββόπουλος περιέγραψε το σοκ της σύλληψής του και την αντίδραση της οικογένειάς του, που τον πλήγωσε βαθιά. Ο Διονύσης Σαββόπουλος φυλακίστηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας το 1967, λόγω των αντιδικτατορικών του πεποιθήσεων. Κατά την περίοδο εκείνη, η χούντα επέβαλε αυστηρή λογοκρισία και δίωκε όσους θεωρούσε πολιτικά επικίνδυνους ή αντικαθεστωτικούς. Ο Σαββόπουλος, με τους στίχους και τη μουσική του, εξέφραζε ιδέες που δεν συμβάδιζαν με το καθεστώς. Ο συνθέτης είπε συγκεκριμένα: «Οι γονείς μου τρόμαξαν, γιατί φώναξαν αμέσως τον αδερφό μου στην ασφάλεια και φοβήθηκαν ότι θα χάσει τη δουλειά του. Έκαναν πως δεν κατάλαβαν και με πείραξε πολύ, δεν έστειλαν ούτε ένα μήνυμα». Παράλληλα, οι φίλοι του εξαφανίστηκαν, φοβούμενοι τις συνέπειες: «Πήγαν στο Λονδίνο και τη Ρώμη».
Αντίθετα, η σύζυγός του Άσπα, που τότε ήταν ακόμα μαθήτρια, στάθηκε στο πλευρό του με εντυπωσιακή αποφασιστικότητα. «Έκανε τον κόσμο άνω-κάτω, έμαθε πού είμαι και πήγε στην ουρά με τους συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων». Η εικόνα της, όπως τη θυμάται, ήταν εντελώς διαφορετική από των υπόλοιπων γυναικών που περίμεναν: «Οι άλλες ήταν σαν χήρες και ορφανά από τον Εμφύλιο, με κάτι τσεμπέρια, και η δικιά μου έλαμπε με μεταξωτά χειλάκια, μωβ μάτια και μίνι φούστα».
Η παρουσία της δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τους ασφαλίτες, με τον Σαββόπουλο να θυμάται πως ο διαβόητος βασανιστής Ευάγγελος Μάλλιος της συμπεριφερόταν βάναυσα. «Της έριχνε κάτι μπάτσες και της έλεγε “Εσύ είσαι μικρό κορίτσι, τι δουλειά έχεις με αυτούς;”». Ολοκληρώνοντας, ο Διονύσης Σαββόπουλος αναφέρθηκε στη σημασία της αγάπης, τονίζοντας πως η σύζυγός του δεν φοβόταν τίποτα. «Η αγάπη σε κάνει ατρόμητο», είπε, κλείνοντας.
Όλα τα viral βίντεο εδώ