Καίτη Γκρέυ: Η πονεμένη ζωή μιας ανεπανάληπτης φωνής
Καίτη Γκρέυ: Οι μεγάλοι έρωτες, οι γάμοι, η κακοποίηση και η αποβολή
Η Καίτη Γκρέυ έφυγε σε ηλικία εκατό ετών, γνώρισε φήμη και δόξα, αλλά είχε και μια πονεμένη προσωπική ζωή. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε δύο γιους, τον Φίλιππο και τον Βασίλη. Μεγάλοι έρωτες της ζωής της ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Υπήρξε επίσης ζευγάρι με τον εφοπλιστή Νίκο Λαιμό, αλλά και με τον ηθοποιό Κώστα Καρρά.
Η θετή της μητέρα είχε πει ότι η ζωή της θα μπορούσε να γίνει ταινία. Το 1995, ο Κώστας Φέρρης υπογράφει συμβόλαιο με τον ΑΝΤ1 για τη μεταφορά στην οθόνη της ζωής της Καίτης Γκρέυ.
Τελικά, η προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε. Είχαν προγραμματιστεί 26 επεισόδια και ο προϋπολογισμός δεν έφτασε για όλα. Γυρίσματα έγιναν σε Ελλάδα, Τουρκία και Αίγυπτο, ενώ το τραγούδι της σειράς με τίτλο «Εγώ σε νίκησα, ζωή», με ερμηνευτή τον Γιάννη Πάριο, δεν βγήκε ποτέ στη δισκογραφία.
Γεννήθηκε στους Μυτιληνιούς της Σάμου, στις 14 Μαΐου 1924. Οι γονείς της Νικόλαος και Δωροθέα Γκιζίλη την ονόμασαν Αθανασία. Είχε άλλα τρία αδέλφια. Σύντομα υιοθετήθηκε από την οικογένεια Καλαϊτζή και μεγάλωσε στον Πειραιά, στην οδό Καισαρείας 14 στα Ταμπούρια, απ’ όπου είχε και τις πρώτες της εικόνες.
Οι θετοί της γονείς τη λάτρευαν. Παρόλο που ήταν φτωχοί άνθρωποι, φρόντιζαν να μην της λείπει τίποτα. Μέχρι μια Κυριακή που ο πατέρας της, εργάτης στις οικοδομές, έπεσε νεκρός. Είχαν φράξει οι πνεύμονές του από τα τσιμέντα. Η μητέρα της αναγκάστηκε να δουλέψει πλένοντας πιάτα τη νύχτα.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε η βιολογική της μητέρα, η οποία της αποκάλυψε όλη την αλήθεια. Τότε, έμαθε ότι την είχαν βαφτίσει Αθανασία και όχι Αγγελική και γνώρισε και τα τρία της αδέλφια. Ακολούθησε ο πόλεμος. Η θετή μητέρα της την έστειλε στη Σάμο για να γλιτώσει. Έμεινε όμως με μια θεία που την κακοποιούσε. Μάλιστα, την έταξε σε έναν από τους Ιταλούς κατακτητές, ενώ δεν ήταν ούτε έντεκα χρονών. Όσο η μικρή αρνιόταν, τόσο η θεία τη χτυπούσε.
Στους βομβαρδισμούς των Γερμανών η Κική σώθηκε, όταν κρύφτηκε σε ένα τζάκι. Ένας Ιταλός την έβαλε σε μια βάρκα για να περάσει απέναντι στην Τουρκία. Από εκεί με τρένο μεταφοράς ζώων και εμπορευμάτων έφτασε μέχρι τον καταυλισμό των πηγών του Μωυσή στην Αίγυπτο, κοντά στο όρος Σινά. Εκεί άρχισε να εργάζεται σφραγίζοντας τις κάρτες για το συσσίτιο. Ένας νεαρός, ο Στέφανος, την έβαλε σε ένα καράβι για τον Πειραιά, με την υπόσχεση να γυρίσει στην Ελλάδα και να την παντρευτεί.
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Όταν έφτασε στην Ελλάδα, η θετή της μητέρα λιποθύμησε από χαρά. Έπρεπε να εργαστεί για να επιβιώσει κι έτσι έγινε μοδίστρα. Ένας γείτονάς τους, ο Νίκος Ηλιάδης, τη ζήτησε σε γάμο. Η Κική δεν τον ήθελε, γιατί αγαπούσε πλατωνικά έναν άλλο νεαρό, τον Αριστείδη. Τελικά, στα δεκατέσσερα, την πάντρεψαν με τον είκοσι δύο χρόνια μεγαλύτερό της Νίκο. Ο Νίκος δεν δούλευε και τη ζήλευε παθολογικά. Την κακοποιούσε και τη χτυπούσε για το παραμικρό. Όταν το 1947 γεννήθηκε ο γιος τους Φίλιππος, ζήλευε ακόμα και το παιδί του.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο αδελφός της, ο Γιάννης. Σε μια κρίση ζήλιας, ο άντρας της προσπάθησε να τη σφάξει με ένα σπασμένο μπουκάλι και τότε εκείνη πήγε στο σπίτι του αδελφού της. Η γυναίκα του όμως δεν την ήθελε. Η δεκαεξάχρονη Αγγελική-Αθανασία, με ένα παιδί έντεκα μηνών στην αγκαλιά, έψαχνε μέρος για να μείνει. Λόγω των συνθηκών έμελλε να της πάρουν το παιδί. Όταν ζήτησε από τη βιολογική της μητέρα να πιάσουν μαζί ένα σπίτι, που θα το πλήρωνε η ίδια, για να έχει μια στέγη για το παιδί της, εκείνη την έδιωξε.
Το κορίτσι βρήκε καταφύγιο σε μια θεία της και άρχισε τη σκληρή δουλειά: Σε συσκευαστήριο ελιών, σε χρυσοχοείο, σε υφαντουργείο. Τα λεφτά τα έδινε στη θεία της κι εκείνη στον Γιώργο, ένα φαντάρο με τον οποίο είχε σχέση. Αυτός όμως άρχισε να γλυκοκοιτάζει και τη νεαρή Κική. Μια μέρα που βρισκόταν μόνη της στο σπίτι, εκείνος τη χτύπησε και τη βίασε κατ’ επανάληψη. Η Κική είπε στη θεία της τι συνέβη κι εκείνη τον έδιωξε αμέσως. Όμως, η ίδια είχε μείνει έγκυος.
Η θεία την έδιωξε από το σπίτι και η θετή της μητέρα την έστειλε στον Βόλο, σε μια συγγενή της. Το μωρό γεννήθηκε εφταμηνίτικο, αναιμικό και μπήκε στη θερμοκοιτίδα. Η Κική ορκίστηκε ότι το παιδί της θα ζούσε. Επέστρεψε λοιπόν στην Αθήνα και συνάντησε τον πατέρα του παιδιού. Αυτός της βρήκε δουλειά σε ένα σκοπευτήριο στην Πανεπιστημίου. Τα λεφτά τα έδινε σε εκείνον και αυτός τα έπαιζε στον Ιππόδρομο. Όσο για το μωρό, της είπε να το αφήσει σε καμιά πόρτα. Η Κική όμως το πήρε και πήγε να πέσει από την Ακρόπολη. Καθισμένη σε μια πέτρα με το παιδί στην αγκαλιά, τη βρήκε η αστυνομία. Στη συνέχεια ανάγκασε τον πατέρα να αναλάβει τις ευθύνες του. Εκείνος έκανε πως μετάνιωσε, αλλά μετά ήθελε να βγάλει την Κική στην πορνεία.
Η πορεία στο τραγούδι
Λίγο καιρό μετά, της πήραν το παιδί και το έβαλαν στο ορφανοτροφείο, απ’ όπου το έκλεψε και παντρεύτηκε το δεύτερο σύζυγό της, το χρυσοχόο Μιχάλη Παπαναστασόπουλο, ενώ κατάφερε να πάρει και τα δυο της παιδιά μαζί. Κι αυτός ο γάμος όμως έμελλε να μην κρατήσει.
Κάποια μέρα βρέθηκε με μια φίλη της στο καφενείο «Πανελλήνιο», γνωστό τότε στέκι καλλιτεχνών, για να δει από κοντά τον Τζίμη Μακούλη, τραγουδιστή του ελαφρού τραγουδιού. Η εντυπωσιακή παρουσία της όμως τράβηξε την προσοχή του διάσημου χορευτικού ζευγαριού «Ντούο Ρεξ», συγκεκριμένα του κυρίου Ρεξ, που έψαχνε για παρτενέρ. Δοκιμάστηκε σε τραγούδια της Σοφίας Βέμπο και σε ένα μήνα δημιούργησε ένα ρεπερτόριο από περίπου σαράντα τραγούδια. Παράλληλα, το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών τής έδωσε άδεια ηθοποιού αναγνωρίζοντάς την ως εξαιρετικό ταλέντο. Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Το τραγούδι του πόνου», δίπλα στους Δάφνη Σκούρα και Νίκο Τζόγια. Συνολικά, έπαιξε σε δεκαεννέα ταινίες ως ηθοποιός και τραγουδίστρια.
Ο συνθέτης Γιώργος Μυρογιάννης την έφερε σε επαφή με καλλιτέχνες του χώρου, που της πρότειναν να ασχοληθεί με το λαϊκό τραγούδι και τότε απέκτησε νέο καλλιτεχνικό όνομα, το Καίτη Γκρέυ.
Από εκεί και πέρα ξεκίνησε η μεγάλη της πορεία. Η Καίτη Γκρέυ γνωρίστηκε με τον Λουκά Νταράλα, απ’ όπου προέκυψε η ερμηνεία της στο τραγούδι το «Βουνό», το οποίο εκτόξευσε τη δημοτικότητά της. Αρχικά η εταιρεία δεν πίστευε στο τραγούδι, όμως η επιμονή της τους έπεισε να το κυκλοφορήσουν.
Ο πρώτος δίσκος και η επιτυχία στα ραδιόφωνα δεν άργησαν να έρθουν. Στα στούντιο της Κολούμπια όλοι αγαπούσαν την Καίτη Γκρέυ, καθώς, εκτός των άλλων, ήταν και η τραγουδίστρια που ξόδευε το λιγότερο κερί εγγραφής για τους δίσκους, αφού έβγαζε τα κομμάτια μια κι έξω!
Η Καίτη Γκρέυ ηχογράφησε τραγούδια όλων των μεγάλων συνθετών της εποχής. Έχει ερμηνεύσει -σε πρώτη εκτέλεση- κομμάτια δημιουργών όπως οι: Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Κολοκοτρώνης, Βίρβος, Ζαμπέτας, Παπαγιαννοπούλου κ.ά.
Από συναδέλφους, συνεργάστηκε με ονόματα όπως οι: Εσκενάζυ, Παγιουμτζής, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Λίντα, Λύδια, Ρεπάνης, Διονυσίου, Γαβαλάς, Σακελλαρίου, Ζαγοραίος, αλλά και πιο σύγχρονους, όπως οι: Νταλάρας, Αλεξίου, Γαλάνη, Βιτάλη, Πρωτοψάλτη, Δάντης, Κορκολής, Εκείνος & Εκείνος και Αντώνης Βαρδής.
Μερικά από τα… αθάνατα τραγούδια της είναι: «Το μαράζι», «Το βουνό», «Το πες και το ’κανες», «Άναψε το τσιγάρο», «Τα ξένα χέρια». Η τελευταία μεγάλη επιτυχία της Καίτης Γκρέυ είναι το τραγούδι «Μια γυναίκα μόνο ξέρει» (1995).
Η σχέση με τον Καζαντζίδη
Με τον Στέλιο Καζαντζίδη ήταν ζευγάρι για πέντε χρόνια. Η Καίτη Γκρέυ ήταν ήδη φίρμα και δούλευε στον «Ζέφυρο», στο Νέο Ηράκλειο. Εκεί πήγαινε η μάνα του Καζαντζίδη, η κυρα-Γεσθημανή, συνήθως Σάββατο, και ο μαέστρος και συνθέτης Γεράσιμος Κλουβάτος τής έδινε λεφτά. Στην ερώτηση της Γκρέυ, απάντησε πως ήταν μια φτωχή γυναίκα με το γιο στη Μακρόνησο και της έδινε λεφτά να του πάρει τσιγάρα. Έτσι, κάθε φορά που πήγαινε η γυναίκα, η Καίτη Γκρέυ την κερνούσε ένα μεζέ και της έδινε χρήματα. Στο επισκεπτήριο των φυλακών η κυρα-Γεσθημανή έλεγε στον Στέλιο ότι η κοπέλα που τραγουδούσε το «Βουνό» ήταν πολύ όμορφη και της έδινε λεφτά.
Η Καίτη Γκρέυ δεν είχε γνωρίσει το γιο της κυρα-Γεσθημανής, μέχρι που ένα βράδυ, αφού αποφυλακίστηκε, ήρθε και ο Στέλιος στο μαγαζί μαζί με τη μάνα του, κάποια ξαδέλφια, αλλά και μια κοπέλα, την Ελένη. Ήταν Παρασκευή βράδυ του 1953. Ο Στέλιος την ευχαρίστησε για τη βοήθεια και κάποια στιγμή αργότερα της ζήτησε να χορέψουν κι ένα ταγκό. Μετά την κάλεσαν για φαγητό στο σπίτι τους. Έγιναν ζευγάρι, ενώ ο Στέλιος υπηρετούσε ακόμη. Όταν πήρε μετάθεση για τα Τρίκαλα, απαίτησε η Καίτη Γκρέυ να μείνει με τη μητέρα του. Και από τη μητέρα του ζήτησε να τη συνοδεύει κάθε βράδυ στη δουλειά.
Η Καίτη Γκρέυ συνέχισε να δουλεύει ακόμα και όταν έμεινε έγκυος στο παιδί του Στέλιου Καζαντζίδη. Ο Στέλιος τής είχε πει να προσέχει να μην το χάσει, γιατί θα τη χώριζε. Ένα βράδυ η κυρα-Γεσθημανή ήταν άρρωστη και την Καίτη Γκρέυ συνόδευσε στο μαγαζί ο αδελφός του Στέλιου, ο Στάθης. Εκείνο το βράδυ συνέβη η αποβολή. Η Καίτη Γκρέυ διαψεύδει όλους εκείνους που λένε ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν μπορούσε να κάνει παιδιά γιατί τον είχε χτυπήσει ένα μουλάρι στο στρατό.
Τα σύννεφα στη σχέση τους είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται πριν από την εγκυμοσύνη. Όταν όμως ετοιμάζονταν να παντρευτούν, η μητέρα του Στέλιου αποφάσισε να τους χωρίσει. Φαίνεται ότι δεν ήθελε καμία γυναίκα στο πλευρό του γιου της, καθώς, ακόμα και όταν ετοιμαζόταν να παντρευτεί τη Μαρινέλλα, η κυρα-Γεσθημανή έστειλε μια φίλη της, την κυρα-Ελισσώ, να πει στην Καίτη Γκρέυ να πάρει τον Καζαντζίδη από τη Μαρινέλλα.
Ο έρωτας με τον Μπάρκουλη
Η πρώτη φορά που η Καίτη Γκρέυ συναντήθηκε με τον Ανδρέα Μπάρκουλη ήταν το 1959. Τότε και οι δύο δούλευαν στη Θεσσαλονίκη. Ήρθε μια μέρα ο ηθοποιός Κώστας Κακκαβάς στο ξενοδοχείο όπου μένανε και τη ρώτησε αν είχε δεσμό με τον Μπάρκουλη. Η Καίτη Γκρέυ το αρνήθηκε και θυμωμένη τού είπε να πει στον Μπάρκουλη ότι δεν είναι άντρας με αυτή τη συμπεριφορά. Το επόμενο βράδυ την πλησίασε ένας σερβιτόρος του μαγαζιού και της είπε ότι την περίμενε έξω ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Εκείνη πήγε και τον ρώτησε γιατί λέει ψέματα. Ο Μπάρκουλης, μιλώντας της στον πληθυντικό, της ζήτησε να μπει στο αυτοκίνητο να μιλήσουν. Μόλις μπήκε, ξεκίνησε το αυτοκίνητο και φύγανε. Όταν έφτασαν σε ένα ερημικό μέρος, ο Μπάρκουλης εξομολογήθηκε για πρώτη φορά τον έρωτά του για εκείνη. Λίγες μέρες μετά, η Καίτη Γκρέυ έπρεπε να φύγει για την Αθήνα. Ο Ανδρέας Μπάρκουλης την έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και της έλεγε πως την ήθελε κοντά του. Λίγο καιρό μετά τής είπε ότι θα πάει να τη ζητήσει από τη μητέρα της, όπως και έκανε. Κι έτσι αρραβωνιάστηκαν κι έμειναν μαζί δύο χρόνια.
Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια από το χωρισμό τους και ο Ανδρέας Μπάρκουλης δεν την είχε ξεχάσει. Όταν εκείνη γύρισε από το εξωτερικό, την πλησίασε και πάλι και της ζήτησε να παντρευτούν. Η απάντησή της ήταν ότι τώρα πια θα έπρεπε να ρωτήσει τα παιδιά της, που είχαν πια μεγαλώσει. Εκείνα συμφώνησαν, καθώς ο Ανδρέας Μπάρκουλης ήταν ο μόνος άντρας που είχαν αγαπήσει και δέχονταν στο πλευρό της μάνας τους. Έτσι, περίμεναν να βγει το διαζύγιο του Μπάρκουλη για να παντρευτούν. Κουμπάροι τους θα ήταν ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή.
Μέχρι που ένα βράδυ ο Ανδρέας Μπάρκουλης συνελήφθη στο θέατρο όπου έπαιζε, μετά το τέλος της παράστασης. Αιτία ήταν μια μικροποσότητα χασίς που βρέθηκε στην κατοχή του με συνέπεια την προφυλάκισή του. Η Καίτη Γκρέυ σοκαρίστηκε. Ήξερε πια ότι δεν μπορούσε να μείνει μαζί του.
Τα χτυπήματα της μοίρας
Η Καίτη Γκρέυ έχασε την αγαπημένη, θετή της μητέρα το 1978. Τότε ένιωσε ότι έμεινε μόνη στον κόσμο. Ένιωθε πως αυτή ήταν η πραγματική μάνα για εκείνη. Μόνο ο χαμός της κυρα-Ευρύκλειας την πόνεσε πραγματικά.
Το τελευταίο χτύπημα της μοίρας για την Καίτη Γκρέυ ήρθε το 2021. Τον Νοέμβριο έφυγε από τη ζωή ο γιος της, ο Βασίλης Ηλιάδης. Τους πρώτους μήνες, κανείς δεν είπε κάτι στην 98χρονη τραγουδίστρια. Όμως, εκείνη τον ζητούσε συνέχεια και απορούσε γιατί ο Βασίλης της δεν είχε πάει να τη δει. Ακόμα και η κόρη του Βασίλη και εγγονή της, η τραγουδίστρια Αγγελική Ηλιάδη, η μικρή της Αγγελικίτσα, η αδυναμία της, δεν είχε βρει το κουράγιο να της το πει. Τέλη Απριλίου του 2022, όμως, λίγους μήνες μετά το θάνατο του παιδιού της, ο μεγάλος της γιος, ο Φίλιππος, λέγεται ότι ανέλαβε να την πληροφορήσει για το τραγικό γεγονός. Από τη στιγμή που έμαθε το χαμό του παιδιού της κατέρρευσε.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ONtime Σαββατοκύριακο (25/1)