Γιώργος Γεωργίου: Μέσα σε 40 ημέρες έχασα πατέρα και μανα
Γιώργος Γεωργίου: Δεν πρόλαβα να κάνω τα σαράντα της μάνας μου και έκανα την κηδεία του πατέρα μου
Γιώργος Γεωργίου: Δεν πρόλαβα να κάνω τα σαράντα της μάνας μου και έκανα την κηδεία του πατέρα μου. Είναι θεατρίνος με ρόλους μιας ζωής – καθόλου τυχαίος δεν είναι ο τίτλος στην αυτοβιογραφία του, καθώς έκλεισε 50 χρόνια στο θέατρο. Υπάρχουν, πράγματι, κάποιοι σημαντικοί θεατρίνοι, όπως ο Γιώργος Γεωργίου, που μπορεί να μην έγιναν πρωταγωνιστές στη μαρκίζα ή στο σανίδι, αλλά κατάφεραν με το ταλέντο τους να γίνουν πρωταγωνιστές στις καρδιές του κόσμου και να γράψουν τη δική τους ιστορία στον καλλιτεχνικό χώρο.
Γιώργος Γεωργίου: Δεν πρόλαβα να κάνω τα σαράντα της μάνας μου και έκανα την κηδεία του πατέρα μου
Ο Γιώργος Γεωργίου, ηθοποιός αλλά και σημαντικός θεατρικός συγγραφέας, καθώς έχει γράψει τα νούμερα σπουδαίων ηθοποιών της παλιάς γενιάς με τους οποίους και συνεργάστηκε στο σανίδι, στην επιθεώρηση και την κωμωδία, σε μια συνέντευξη… έκρηξη ψυχής μάς αποκάλυψε όλα τα τραγικά αλλά και τα ωραία που τον σημάδεψαν. Η ζωή του θα μπορούσε να είναι μια παλιά ελληνική ασπρόμαυρη ταινία με πολλά δάκρυα αλλά και γέλιο, όταν η ψυχή αγγίζει ό,τι αγαπάει και νιώθει ζεστασιά. Ο ίδιος μίλησε στην «Οn time Σαββατοκύριακο» για το οικογενειακό του δράμα, τις σπουδαίες συνεργασίες του, τις «ψυχούλες» του θεάτρου, τις τραγικές απώλειες του, το θάνατο που τον… πλησίασε και το θαύμα που βίωσε, το φύλακα-άγγελό του και το μεγάλο του όνειρο, ενώ ξέσπασε αναφερόμενος σε αυτούς που τον πολέμησαν, τους οποίους έχει συγχωρέσει.
Πού γεννήθηκες; Μίλησέ μου για το πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια, την οικογένειά σου.
Γεννήθηκα το 1949 στην Αθήνα. Ζούσαμε στην Πλατεία Βικτωρίας, στην οδό Σμύρνης, σε μια αυλή, όπως ήταν «Οι κυρίες της αυλής» στην ασπρόμαυρη ελληνική ταινία του 1966 με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τη Νόρα Βαλσάμη. Εποχές μεγάλης φτώχειας μετά τον Εμφύλιο, αλλά δεν μου έλειψε τίποτα από τους αγαπημένους μου γονείς, όμως το σπίτι είχε ποντίκια κι εγώ τούς είπα: «Θα σταματήσω να τρώω αν δεν φύγουμε από εδώ». Τα σιχαίνομαι μέχρι σήμερα τα ποντίκια. Θυμάμαι, δύο μέρες δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, οπότε οι γονείς μου αποφάσισαν να μετακομίσουμε στα Νέα Λιόσια, το σημερινό Ίλιον. Οι γονείς μου ήταν η Βιργινία (από το Ευγενία) και ο Αναστάσιος. Εκείνη από την Κεφαλονιά κι εκείνος Μικρασιάτης. Γνωρίστηκαν στο Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών στην Πειραιώς, όπου ο πατέρας μου ήταν θυρωρός και η μητέρα μου δούλευε στα πλυντήρια. Ήταν η πρώτη σχέση και των δύο, ερωτεύτηκαν και αγαπήθηκαν πάρα πολύ, τόσο που, όταν «έφυγε» η μανούλα μου στις 21 Απριλίου του 1988, μόλις 62 χρόνων, στον ύπνο της από ανακοπή, στις 19 Μαΐου την ακολούθησε και ο πατέρας μου, που ήταν στην ίδια ηλικία. Δεν πρόλαβα να κάνω τα σαράντα της μάνας μου και έκανα την κηδεία του πατέρα μου. Πέρασα τραγικές στιγμές. Εγώ τότε ήμουν τριάντα χρόνων κι ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.
Διάβασε επίσης:
Γιώργος Γεωργίου: Έχασα και τα δυο αδέλφια μου από ναρκωτικά
Μέσα από αυτούς τους ανθρώπους αγάπησα πολύ τον κόσμο και τον αγαπώ. Κι ας έζησα μέσα στη φτώχεια, σε ένα σπίτι φτιαγμένο με πλίνθους, φως από λάμπα πετρελαίου -έτσι διάβαζα- και νερό από το δήμο. Είχα δύο μικρότερα αδέλφια, που τα έχασα δυστυχώς από τη μάστιγα των ναρκωτικών. Ο Βαγγέλης, με τον οποίο είχαμε πέντε χρόνια διαφορά ηλικίας, «έφυγε» 41 χρόνων, μία μέρα μετά τη γιορτή της Παναγίας, στις 16 Αυγούστου του 1995, και ο Θεμιστοκλής, ο πιο μικρός -είχαμε δεκαοκτώ χρόνια διαφορά- πέθανε το 2011, μόλις έκλεισε τα 44 του. Τα έμπλεξαν τα αδέλφια μου και δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από αυτή την εξάρτηση που είχαν. Άλλος μεγάλος πόνος αυτός, να βλέπεις τα αδέλφια σου να «φεύγουν» από τα ναρκωτικά. Όμως, θα σου πω ότι έχουν περάσει 37 χρόνια από τότε που έχασα τους γονείς μου κι όμως πολλές φορές τα βράδια κλαίω. Πριν κοιμηθώ, προσεύχομαι για τις ψυχούλες τους, τους λάτρευα τους γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν μέγας θεατρόφιλος. Με έτρεχε στα θέατρα, στο αναψυκτήριο του Γιώργου Οικονομίδη, στο «Green Park» με τον Όμηρο Αθηναίο. Με πρωτοπήγε στο θέατρο όταν ήμουν δέκα ετών και είχαμε δει τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Εγώ μαγεύτηκα από το έργο, αλλά ήταν στην κρητική διάλεκτο και, όταν βγήκαμε από το θέατρο, είπα: «Πολύ ωραίο ήταν, μπαμπά μου, αλλά την άλλη φορά να με πας σε θέατρο που να μιλάνε ελληνικά» (γέλια).
Μίλησέ μου και για τον Σκρουτζ, το ρόλο σου σε αυτή την υπέροχη παιδική ιστορία, που συνεχίζεται κάθε Κυριακή μέχρι το τέλος του μήνα στο θέατρο «Αυλαία» του Πειραιά, σε σκηνοθεσία Γιώτας Τζουάνη. Πώς είναι να παίζεις για τα παιδιά;
Υπέροχο. Είναι το πιο απαιτητικό και ταυτόχρονα αγαπησιάρικο κοινό. Είναι μια υπέροχη, προσεγμένη παράσταση με σπουδαίους συνεργάτες, νέα παιδιά – η Γιώτα Τζουάνη, που έχει κάνει τη διασκευή και τη σκηνοθεσία, με πόση ευαισθησία έχει αγγίξει τα παιδιά, έδωσε όλη την ψυχή της γι’ αυτό. Τη λάτρεψα αυτή την παράσταση. Και τα παιδιά, οι μικροί θεατές, είναι αριστούργημα. Το έζησα για πρώτη φορά το 1979 στην Παιδική Σκηνή του Δημήτρη Ποταμίτη με τις «Ιστορίες του παππού Αριστοφάνη». Με τον Δημήτρη Ποταμίτη συνεργαστήκαμε υπέροχα, κάναμε μαζί και «Θέατρο της Δευτέρας» στην ΕΡΤ, ήταν σπουδαίος, με όραμα για το θέατρο, πολύ ταλέντο, μορφωμένος και γλυκός άνθρωπος.
Η συνέχεια στην “OnTime Σαββατοκύριακο”.