Διονύσης Σαββόπουλος: «Μου αφαίρεσαν μισό πνευμόνι»
Σιωπηρά και με πείσμα, ο «θείος Νιόνιος» νίκησε τον καρκίνο – Ο Διονύσης Σαββόπουλος περιέγραψε τη μάχη του στην αυτοβιογραφία του
Μπορεί η σοβαρή περιπέτεια της υγείας του να ξεκίνησε στα μέσα του 2020, ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος, ωστόσο, επέλεξε να συνεχίσει κανονικά τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες δίχως να κάνει καμία απολύτως δημόσια αναφορά στον αγώνα που έδινε για τη ζωή του.
Με έναν εξαιρετικά γενναίο αλλά και βαθιά ανθρώπινο τρόπο θέλησε να μοιραστεί, για πρώτη φορά, ο Διονύσης Σαββόπουλος τη μάχη που έδωσε τα τελευταία χρόνια με τον καρκίνο.
Σήμερα, πέντε χρόνια σχεδόν μετά, μοιράζεται με τον κόσμο, μέσα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, τα γεγονότα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα εκείνης της δύσκολης περιόδου η οποία μάλιστα συνέπεσε με την πανδημία του κορωνοϊού.
«Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας» γράφει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του που μόλις κυκλοφόρησε περνώντας ένα δυνατό μήνυμα ελπίδας σε όσους παλεύουν με την ασθένεια
Ήταν κάπου εκεί στα τέλη Μαρτίου του ‘20, της εποχή της πρώτης καραντίνας λόγω κορωνοϊού, κι αφού είχε μόλις ολοκληρώσει τις επιτυχημένες ζωντανές εμφανίσεις του με τον Μανώλη Μητσιά, στο «Άλσος», ο Διονύσης Σαββόπουλος έλαβε τη διάγνωση:
«Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν – ο μη γένοιτο – σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός.
Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλη αδυναμία» εξομολογείται ο ίδιος.
Αντλώντας δύναμη από την αγάπη και τη στήριξη της οικογένειάς του αλλά και από το ασίγαστο πάθος του για δημιουργία αναλάμβανε τη μία αποστολή μετά την άλλη. «Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας» περιγράφει ο ίδιος, ποιητικά, στο βιβλίο του.
Κατάστρωσε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση το οποίο, παρότι ενθουσίασε την Επιτροπή, δεν κατέστη εφικτό να υλοποιηθεί λόγω πανδημίας. Έδωσε συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης με αφορμή την ίδια επέτειο.
Έστησε, μετά από πρόσκληση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, μια εξαιρετική έκθεση για τα 100 από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία παρουσιάστηκε σε όλη την Ελλάδα, ταξίδεψε στην Κύπρο για μια σειρά συναυλιών αφιερωμένων επίσης στην καταστροφή της Σμύρνης…
Είχαν συμπληρωθεί ήδη δύο χρόνια από την ημέρα της επίσημης διάγνωσης της ασθένειάς του και οι θεραπείες του συνεχίζονταν. Μέχρι που ο εφιάλτης του κορωνοϊού χτύπησε και τη δική του πόρτα, σε μια χρονική στιγμή που ο οργανισμός του ήταν αδύναμος, εξασθενημένος:
«Εκεί κατά την άνοιξη (2022), φαίνεται πως την πάτησα. Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν μού ήταν δυνατό ν΄ αρνηθώ….Πήραμε όλες τις προφυλάξεις και κατεβήκαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο νησί. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα…Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό. Φωνάξαμε γιατρό. «Γρήγορα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο!» διέταξε. Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο, διότι τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων, και να το αποτέλεσμα.»
Η διήγηση ενός περιστατικού που συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσιμης εκείνης νοσηλείας του είναι πραγματικά συγκλονιστική. Γιατί αποτυπώνει σε λέξεις, που γεννούν νοερές αλλά πολύ δυνατές εικόνες, τα συναισθήματα ενός ανθρώπου, ανέκαθεν ισχυρού στα μάτια των άλλων, που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την αδυναμία του, το φθαρτό της ύπαρξής του. Και αποδεικνύει, περίτρανα, πως, σε τέτοιες δύσκολες στιγμές ένα ανθρώπινο άγγιγμα, μια καλή κουβέντα από έναν άγνωστο αποτελούν το πιο πολύτιμο δώρο:
«Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix.
Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.
Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
– Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
– Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να ‘φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
– Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».