Ο Πάνος Σουπιάδης σε μια σπάνια συνέντευξη
Ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του, την εποχή που έπαιζε ως έφηβος δίπλα στομ Νίκο Ξανθόπουλο και περιγράφει τις πολύ δύσκολες στιγμές που πέρασε
ΑΠΟ ΤΗ ΣΙΣΣΥ ΜΕΝΕΓΑΤΟΥ
Ο Πάνος Σουπιάδης σε μια σπάνια συνέντευξη . Έγινε κωμικός σταρ και αγαπήθηκε πολύ από τις cult ταινίες -τις βιντεοκασέτες, όπως τις αναφέρουν οι πιο πολλοί- της δεκαετίας του ’80, καθώς ξεχώρισε με το ταλέντο του, το ψιλόλιγνο φιζίκ του, το χιούμορ του και το στιλ του, τις ατάκες, τις μιμήσεις και τις κινήσεις του, ενώ πρωταγωνίστησε και στο θέατρο, δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς. Ο Πάνος Σουπιάδης, που έχει χαρίσει πολύ γέλιο στον κόσμο, ήρθε αντιμέτωπος με το σκληρό πρόσωπο της ζωής από πέντε χρόνων. Ένα φτωχό παιδί καπνεργατών, κατάφερε με την εργατικότητά του, το ταλέντο του και τη σπιρτάδα του να γράψει τη δική του καλλιτεχνική ιστορία. Ειλικρινής και χειμαρρώδης, υπερασπίστηκε τη χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας και μιλά στην «ΟΝ time» για εκείνα τα χρόνια, για τη φτώχεια που πέρασε, τη γνωριμία του με τον «πρίγκιπα» Νίκο Ξανθόπουλο, όπως τον αποκάλεσε, τις μεγάλες αμοιβές που πήρε από την πρώτη κιόλας τηλεοπτική του δουλειά, σε ηλικία δεκατριών χρόνων, κι αργότερα από τις βιντεοταινίες, τη σάτιρα και τα όριά της, τον Μάρκο Σεφερλή, αλλά και την ξαφνική εξαφάνισή του, ενώ ήταν στις μεγάλες του δόξες. Ακόμα μας αποκάλυψε τη σκληρή μάχη που έδωσε για να μείνει στον Αμπελώνα Λάρισας και άφησε το θυμό του να ξεχειλίσει για όλους εκείνους που βρίζουν και περιφρονούν τη δεκαετία του ’80.
Έχεις ποντιακή καταγωγή, αλλά γεννήθηκες στην Ξάνθη. Τι θυμάσαι έντονα;
Ακριβώς. Έχω ρίζες ποντιακές και είμαι πολύ υπερήφανος γι’ αυτό. Η γιαγιά μου, η Δέσποινα Σεφεριάδου, με τη Μικρασιατική Καταστροφή που έγινε, πήγε και εγκαταστάθηκε στη Δράμα και είχε επτά παιδιά. Ένα από αυτά ήταν η Σοφία Σεφεριάδου, η οποία παντρεύτηκε με προξενιό τον πατέρα μου Γιώργο Σουπιάδη στην Ξάνθη. Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν όταν ήμουν κοντά πέντε χρόνων, έτρεξα να μαζέψω την μπάλα καθώς παίζαμε έξω σε ένα χωματόδρομο κι ήρθε ένα φορτηγάκι από την αντίθετη πλευρά και με χτύπησε. Έμεινα δύο μήνες στο νοσοκομείο σε άθλια κατάσταση, ούτε το χέρι μου δεν μπορούσα να σηκώσω κι ούτε μιλούσα. Ο γιατρός είπε στη μάνα μου: «Πάρτε το παιδί σπίτι γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για την κατάστασή του». Είχα πάθει φοβερό σοκ. Με πήγε στο σπίτι μια γειτόνισσα γιατί ο πατέρας μου και η μάνα μου δούλευαν σε καπνεργοστάσιο και με το που μπήκα αγκάλιασα τα αδέλφια μου -τη δεκάχρονη Δέσποινα και τον επτάχρονο Κώστα- και εκείνη τη στιγμή κατάφερα να αρθρώσω την πρώτη μου λέξη μετά το ατύχημα. «Ήρθα», φώναξα. Έτσι συνήλθα και έπεσα στην αγκαλιά τους. Αργότερα, όταν ήμουν στη Β’ Δημοτικού, ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στην Αθήνα και μετακομίσαμε στον Βύρωνα.
Ο Πάνος Σουπιάδης μιλά για τη ζωή του
Πώς ήταν για ένα παιδάκι να φεύγει από την επαρχία, όπου έπαιζε στις αλάνες και τους χωματόδρομους, και να έρχεται στην Αθήνα;
Δεν ήμουν το παιδάκι που μόνο έπαιζα. Δούλευα από πολύ μικρός. Ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια τότε. Έξι χρόνων μοίραζα ψωμί στα σπίτια και βοηθούσα το γείτονα, τον κύριο Βαγγέλη, το φούρναρη. Πήγαινα με ένα μικρό ποδηλατάκι, είχα δύο πάνινες τσάντες και μοίραζα φραντζόλες ψωμί στα σπίτια των πελατών. Χτύπαγα ελαφρά με το πόδι μου την πόρτα και φώναζα: «Ήρθε το ψωμί. Ο φούρναρης!». Το έπαιρναν και το πλήρωναν κάθε βδομάδα στο φούρναρη. Πήγαινα από τις έξι το πρωί και τον βοηθούσα και στο φούρνισμα του ψωμιού. Σε ηλικία έξι χρόνων έβγαλα το πρώτο μου μεροκάματο. Κι είχα και φιλοδώρημα από τους πελάτες. Μέχρι τις εννιά το πρωί, το είχα μοιράσει όλο το ψωμί. Δούλευα από παιδάκι. Παντού βοηθούσα. Έβλεπα κάποιον να μετακομίζει, του έλεγα «να βοηθήσω» κι έπαιρνα χαρτζιλικάκι. Το κυνηγούσα το μεροκάματο. Μοίραζα το γάλα, έκανα θελήματα στη γειτονιά, πουλούσα πασατέμπο στους κινηματογράφους, περνούσα από ανθοπωλεία κι έπαιρνα καμιά γλάστρα για ασθενή σε νοσοκομείο, γιατί τότε σε αφήνανε να πας στο δωμάτιο, και έπαιρνα το πουρμπουάρ.
Και πώς σου μπήκε η ιδέα να γίνεις ηθοποιός;
Σε ηλικία οκτώ χρόνων, στο Β’ Δημοτικό Σχολείο Βύρωνα, είχα ένα δάσκαλο που λεγόταν Κουριάμπαλης και του άρεσαν πολύ τα δημοτικά τραγούδια. Μου έμαθε ένα δημοτικό τραγούδι για να το πω στη γιορτή του σχολείου την 25η Μαρτίου, ντύθηκα με φουστανέλα και τραγουδούσα το θρακιώτικο «Να ’μαν πουλί να πέταγα». Το 1972 ήμουν σερβιτόρος στον κινηματογράφο «Coronet», με είχε βάλει εκεί ο αδελφός της κυρίας Κικής, ο κύριος Κώστας, και το καλοκαίρι δούλευα στο Άλσος Παγκρατίου, που τη Δευτέρα είχε καραγκιόζη και τις άλλες μέρες θέατρο. Μου είχε πει ο κύριος Κώστας «θα σερβίρεις τους καλλιτέχνες και στο διάλειμμα ό,τι θέλουν οι θεατές, θα σου λένε και θα το πηγαίνεις, ένα ουίσκι, μια μπίρα, μια πορτοκαλάδα, ό,τι θέλουν». Τότε ήταν η «Ελεύθερη Σκηνή» με τον Σταμάτη Φασουλή, τον Μίμη Χρυσομάλλη, τη Νένα Μεντή, την Άννα Παναγιωτοπούλου… Η Σμαράγδα Σμυρναίου, επειδή θα έπαιζαν σε ένα σίριαλ με τίτλο «Τα αγρίμια» με τον Νίκο Ξανθόπουλο -τότε τους είχε διαλέξει ο σκηνοθέτης Μήτσος Λυγίζος-, μου είπε «θέλεις να σε πάω στο σκηνοθέτη να σε δει μήπως σε πάρει να παίξεις;». Κι έτσι έπαιξα τον Γαβρίλο, το παιδί στο αναμορφωτήριο και έκανα μεγάλη επιτυχία. Η Σμαράγδα Σμυρναίου με πήρε από το χέρι και με πήγε στην οντισιόν στη Σχολή Βαφιά στη Σόλωνος, όπου εκεί ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος και άλλοι. Κι ανάμεσα σε πενήντα παιδιά που έκαναν οντισιόν κέρδισα το ρόλο. Ήμουν τότε μόλις δεκατριών χρόνων. Εγώ μέσα σε ένα βράδυ έγινα φίρμα. Κάναμε τα γυρίσματα το ’73 και τότε έπαιρνα απίστευτα πολλά λεφτά. Φαντάσου ότι ένα μηχανάκι Garelli έκανε 13.000 δραχμές. Πληρώναμε 1.000 δραχμές ενοίκιο κάθε μήνα στο σπίτι κι εγώ έπαιρνα 1.800 δραχμές το επεισόδιο. Έπαιξα σε 25 επεισόδια, οπότε έβγαλα 45.000 δραχμές. Αυτά τα λεφτά τότε ήταν μια περιουσία.
Μίλησέ μου για τη γνωριμία σου με τον Νίκο Ξανθόπουλο.
Γνώρισα τον Ξανθόπουλο, έκανα κι άλλες γνωριμίες στο χώρο, οι προτάσεις για δουλειές έπεφταν βροχή. Ο Νίκος Ξανθόπουλος ήταν ένας πρίγκιπας. Τον ένιωθα σαν δεύτερο πατέρα μου. Υπέροχος άνθρωπος. Σοβαρός, διαβασμένος, ευγενής. Αυτός ήταν ηθο-ποιός, πατέρας, αδελφός, φίλος, πάντα με βοηθούσε, με πρόσεχε. Ήταν πάντα με τον καλό το λόγο και όπου μπορούσε με πρότεινε για να παίξω. Κι αυτόν τον τόσο σπουδαίο καλλιτέχνη, με το που βγήκε η ιδιωτική τηλεόραση, τον παραμερίσανε, όπως και όλους εκείνης της γενιάς.
Πώς ήταν για σένα τότε που ήσουν ένα δεκαπεντάχρονο παιδί να βγάζεις τόσα λεφτά;
Πολλά λεφτά έβγαζα. Την επόμενη χρονιά, το ’74, βρέθηκα σε μια παιδική παράσταση στο θέατρο «Ακάδημος», όπου γνώρισα τον Λευτέρη Λουκαδή, ο οποίος μου πρότεινε να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο. Μου έμαθε ένα ποίημα του Βάρναλη, τον «Ασυλλόγιστο» του Μολιέρου και ένα έργο του Σαίξπηρ, πήγαινα στο σπίτι του για πρόβες στον Κόκκινο Μύλο, έπαιρνα δύο λεωφορεία να πάω και δύο να γυρίσω. Στην επιτροπή όπου έδωσα εξετάσεις ήταν όλα τα «θηρία» του θεάτρου, η Μαίρη Αρώνη, ο Αλέξης Μινωτής κ.ά. Και όταν πήρα το πτυχίο μου, με εξέτασαν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, η Ελένη Χαλκούση και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Βγήκα ως εξαιρετικό ταλέντο το 1975 από το Εθνικό Θέατρο, γράφτηκα στη Δραματική Σχολή του Γρηγόρη Κωνσταντή Μασσαλά – άλλος «πατέρας» και σπουδαίος δάσκαλός μου. Η πρώτη δουλειά που έκανα ήταν να σκουπίζω τη σκηνή, αλλά μου έδινε κάποια κείμενα, με έβαλε γρήγορα στην κωμωδία και μου επαναλάμβανε: «Δεν θα πας στην πρόβα αν δεν ξέρεις καλά τα λόγια σου. Δεν πάμε στην πρόβα με το κείμενο στο χέρι». Επίσης, θυμάμαι την Πρωτοχρονιά του ’75 που με πήρε ο Νίκος Ξανθόπουλος στο «Κουίν Αν» στην εθνική οδό, όπου τραγουδούσε με τη Ρίτα Σακελλαρίου, και είπα τα κάλαντα. Με τα χρήματα που μάζεψα από τα κάλαντα πήρα το δεύτερο μηχανάκι μου. Με αγαπούσαν. Μου έδιναν πεντακοσάρικα.
Νιώθεις ότι ήσουν ένα τυχερό παιδί;
Πολύ τυχερό.
Ο Πάνος Σουπιάδης μιλά για τη ζωή του μετά τη χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας
Πώς με τέτοιους δασκάλους δέχτηκες να κάνεις βιντεοταινίες; Μάλιστα, σε αποκαλούν «ο σταρ της βιντεοκασέτας του ’80». Το έχεις μετανιώσει;
Αυτό είναι λάθος. Εγώ έχω παίξει σε 55 ταινίες. Τι βιντεοκασέτες; Όλες βιντεοκασέτες γίνονται. Με αυτή τη συλλογιστική και το κλασικό έργο «Όσα παίρνει ο άνεμος» βιντεοκασέτα έχει γίνει. Είναι κακή λέξη, τη χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι αβέρτα και πρέπει να το κόψουν αυτό. Τηλεταινίες λέγονται και κινηματογραφικές ταινίες που έγιναν κάποτε βιντεοκασέτες. Σήμερα γίνονται DVD ή στικάκια. Γιατί δεν λένε τώρα «έπαιζε σε στικάκια αυτός»; Εγώ από το 1982 μέχρι το 1987 έπαιξα σε 55 ταινίες. Μικρούς ρόλους και μεγάλους ρόλους. Σε 37 ταινίες και τηλεταινίες είμαι πρωταγωνιστής. Τις έκανα γιατί έπρεπε να ζήσω, έπρεπε να πληρώσω το νοίκι μου. Θα ερχόντουσαν να μου το πληρώνανε αυτοί που με σχολιάζουν σήμερα; Τότε γιατί δεν ερχόντουσαν να μου τα πουν αυτά; Εγώ έπρεπε να ζήσω, αλλά διάλεγα τους μεγάλους ρόλους.
Έχεις μετανιώσει γι’ αυτές τις cult ταινίες που έκανες ή τις βιντεοταινίες;
Καθόλου. Ποιος θα με ήξερε εμένα αν δεν έπαιζα σε αυτές; Εγώ με αυτά τα λεφτά που πήρα από τις βιντεοταινίες έκανα οικογένεια, μεγάλωσα τα παιδιά μου, έφυγα από τα νοίκια, έζησα, να κάτσω τώρα να ζητάω και τα ρέστα; Αυτές τις ταινίες τις ευγνωμονώ. Κι αν γινόταν να γυρίσει ο χρόνος πίσω ή και τώρα, πάλι θα ξανάκανα. Και μην ξεχνάμε ότι εγώ και στο θέατρο έχω δουλέψει με τα μεγαλύτερα ονόματα. Ποιον να πρωτοαναφέρω; Βέγγο, Τσιβιλίκα, Πάντζα, Ρίζο, Παπαναστασίου, Ηλιόπουλο, Ψάλτη, Μουστάκα κ.ά. Μες σε πέντε χρόνια -από το ’82 έως το ’87- γύρισα 55 ταινίες. Ένα μηχανάκι ήμουν! Και το ’87 το καλοκαίρι έπαιξα «Τα εξ αμάξης» του Σουρή, με τη «Θεατρική Έξοδο Αιγαίου», δύο μέρες στον Λυκαβηττό, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, εξηνταμελή θίασο, μπαλέτα – έγινε χαμός. Ήμουν πρωταγωνιστής, υποδύθηκα τον Φασουλή, σε έμμετρο στίχο, τρεισήμισι ώρες ήμουν πάνω στη σκηνή. Ούτε μικρόφωνο είχα, ούτε βύσμα να μου λένε τα λόγια.
Και τι συνέβη ξαφνικά κι ενώ είχες αυτή την άνοδο και στο θέατρο, εξαφανίστηκες;
Εγώ επέλεξα να φύγω. Άρχισε να με κουράζει η δουλειά. Γιατί το να παίζεις σε τόσες ταινίες, να είσαι ταυτόχρονα και στο θέατρο και να τσακώνονται και κάθε τέσσερις-πέντε μέρες να αλλάζουν νούμερα -αλλάζανε τη σειρά, με βάζανε τρίτο, τέταρτο, σχεδόν κάθε φορά που πήγαινα το βράδυ στο θέατρο είχαν αλλάξει τη σειρά στα νούμερα-, με κούρασε. Κάποιοι νόμιζαν ότι αλλάζοντας τη σειρά θα είχε επιτυχία το νούμερό τους. Όχι, φίλε μου, εγώ αρέσω πιο πολύ, κι όπου κι αν με βάλεις, και στη γωνία να με βάλεις, εμένα θα κοιτάνε.
Η πρώην γυναίκα σου, η Βάσω, δεν είναι ηθοποιός. Χωρίσατε έπειτα από είκοσι χρόνια γάμου.
Τη Βάσω την έκανα εγώ ηθοποιό -γιατί μετά που μεγάλωσαν τα παιδιά- φεύγαμε, εγώ, η γυναίκα μου και δύο ηθοποιοί και κάναμε παιδικές παραστάσεις σε σχολεία σε όλη την Ελλάδα. Επειδή εγώ την είχα κάνει αυτή τη δουλειά με το παιδικό θέατρο από το 1975 -με άδειες από το υπουργείο Πολιτισμού παίζαμε στα σχολεία-, ασχολήθηκα με αυτό. Ήμασταν φίσκα. Κάναμε πέντε παραστάσεις την εβδομάδα. Είχα έδρα την Πάτρα, που ήταν στην Ακράτα το σπίτι μας, τον Ωρωπό και τη Λάρισα. Η Βάσω με βοήθησε πάρα πολύ. Κι έχουμε και δύο υπέροχα παιδιά, τον Γιώργο και τη Σοφία, που είναι είκοσι πέντε χρόνων. Έχουμε διατηρήσει πολλή αγάπη και σεβασμό με τη Βάσω.
Πάλεψες και με τον καρκίνο. Πότε σου παρουσιάστηκε;
Το 2008 ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή μου, καθώς διαγνώστηκα με καρκίνο του παχέος εντέρου. Ήταν ένα μαρτύριο. Δεν ζήτησα βοήθεια από κανέναν. Είδα τη γυναίκα μου να κλαίει και της είπα: «Γιατί κλαις; Ο γιατρός το είπε, δεν το είπε ο Θεός. Όταν το πει ο Θεός, τότε θα είναι δύσκολο». Σε μένα δεν το είχαν πει, ότι ήταν πολύ σοβαρά τα πράγματα. Στη γυναίκα μου είχαν πει: «Πάρτε τον. Είναι πολύ σοβαρά τα πράγματα». Μέσα στην ατυχία μου ήμουν τυχερός. Δεν είχε μεταστατικό χαρακτήρα. Έκανα μια σοβαρή επέμβαση, με «ανοίξανε» όλο, έκανα και χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, τα πάντα. Ήταν πολύ δύσκολο. Κι εγκαταστάθηκα εκεί που ήταν ο γιατρός μου, στη Θεσσαλονίκη. Βασανίστηκα πολύ (η φωνή του «σπάει»). Και το μετά είναι δύσκολο, αλλάζει η ψυχολογία σου.
Πότε χώρισες;
Με το που ολοκλήρωσα τις θεραπείες μου, ο ογκολόγος μου ήρθε στη Λάρισα, αναγκάστηκα και ήρθα εδώ για να με παρακολουθεί, οπότε κάπως έτσι χώρισα. Δούλεψα στο θέατρο δειλά δειλά, έκανα πολλές παραστάσεις στη Λάρισα. Ανέβασα και πρωταγωνίστησα στο έργο «Ζητείται ψεύτης» του Δημήτρη Ψαθά. Μεγάλη επιτυχία. Εδώ έκαναν δέκα-δώδεκα παραστάσεις το χρόνο, εγώ τις έφτασα στις 67, συνολικά ανέβασα πέντε θεατρικά έργα και 280 παραστάσεις στην ίδια σκηνή. Κι εκεί που άρχισα να κερδίζω, προσφέροντας τόσο πολλά με το θέατρο, δεν με έπαιρναν τηλέφωνο ούτε στη γιορτή μου. Με έβγαλαν νομίζοντας ότι, αν το κάνουν αυτοί, θα πάρουν εκείνοι τα λεφτά. Δυστυχώς, έτσι είναι οι άνθρωποι, όταν βλέπουν ότι πετυχαίνεις. Αυτή είναι, δυστυχώς. η μοίρα του καλλιτέχνη. Όλοι τα ίδια τραβάμε.
Όμως έμεινες στον Αμπελώνα. Σου αρέσει αυτή η ζωή;
Ναι. Πάρα πολύ. Έχω πολύ καλή ποιότητα ζωής. Είμαι μέσα στη φύση και έχω ηρεμία. Το σπίτι το οποίο επισκεύασα και μένω στον Αμπελώνα ήταν της γιαγιάς, της Βάσως. Ερχόμασταν συχνά όταν ζούσε. Η μητέρα της και η γιαγιά της ήταν από εδώ. Κι ήταν το τυχερό να εγκατασταθώ εδώ. Άλλωστε, όταν είχαμε τις παραστάσεις στα σχολεία, ερχόμασταν και στις γύρω περιοχές. Με τη Βάσω έχουμε άριστες σχέσεις. Αγαπιόμαστε πάντα. Της χρωστάω πολλά. Έχω δουλέψει πάρα πολύ. Το θέατρο δεν χαρίζει. Δανείζει. Και το μόνο που σου αφήνει είναι ζάχαρο, πίεση και διάφορες άλλες αρρώστιες. Μέρα και νύχτα δουλειά. Κι εμένα με χτύπησε στην υγεία μου. Ευτυχώς, είμαι καλά. Το ξεπέρασα και νιώθω πολύ δυνατός. Δεν ήθελα τότε να γραφτεί κάτι. Το πέρασα μόνος μου με αξιοπρέπεια. Εδώ και δεκατρία χρόνια είμαι μια χαρά. Θηρίο ανήμερο (γέλια). Δεν μ’ ενδιαφέρει ένα γκεστ στην τηλεόραση. Το να πάρω όμως ένα ρόλο σε ένα σίριαλ που να αξίζει τον κόπο με ενδιαφέρει. Και φυσικά να μην είναι ψίχουλα τα λεφτά, γιατί αυτό συνηθίζουν τώρα. Με έχουν φωνάξει για γκεσταριλίκια, αλλά δεν πήγα. Επίσης, με είχαν φωνάξει για βασικό ρόλο σε σίριαλ, αλλά δεν έγινε γιατί δεν προχώρησε στα κανάλια. Όλους εμάς εκείνης της γενιάς ήταν σαν να μας πήγαν στην κρεαταγορά και να μας κρεμάσανε στο τσιγκέλι. Εγώ δεν έχω σταματήσει να παίζω. Είμαι ενεργός. Αν μου προτείνει κάποιος να παίξω, θέλω να είναι ένας καλός ρόλος και να πληρώνομαι. Μου έχουν «φάει» λεφτά και δεν έχω πληρωθεί για δουλειές που έχω κάνει. Δεν θέλω να μου συμβεί το ίδιο. Και απ’ ό,τι ακούω συμβαίνει.
Πώς νιώθεις σήμερα;
Πλήρης. Ευτυχισμένος. Πλασαρίστηκα μάνι μάνι και το καθάρισα το τοπίο από την αρχή. Έπαιξα με όλους τους πρωταγωνιστές, ήμουν και πρωταγωνιστής, την τίμησα την κωμωδία. Δεν έπαιξα σε δράμα γιατί ήταν επιλογή μου η κωμωδία. Μου άρεσε να βλέπω τους άλλους να γελάνε. Έκανα την οικογένειά μου. Βλέπω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν υπέροχα. Έχω ζήσει ωραίες στιγμές. Έχω κάνει έναν πολύ καλό κύκλο. Τίμιο, ηθικό, με σωστό παιχνίδι, όχι μπουνιά κάτω από το στομάχι , ούτε πισώπλατες «μαχαιριές». Εγώ κοιτούσα μόνο τη δουλειά μου. Δεν έχω απωθημένα. Μια χαρά τα πήγα. Θυμώνω μόνο γιατί βρίζουν τη δεκαετία του ’80. Εμένα μου είχαν προτείνει και τότε -και μετά- πολλοί σκηνοθέτες να παίξω. Όμως, ήθελα πάντα κάτι που να μου ταιριάζει ως ρόλος και να μου αρέσει. Να σου αποκαλύψω, δε, ότι και ο Νίκος Φώσκολος μου είχε προτείνει να παίξω στη «Λάμψη» και θα είχα βγει στον αφρό. Αλλά εγώ δεν ήθελα.
Όλα τα viral video εδώ.