Καλεσμένος στην εκπομπή, Στούντιο 4, βρέθηκε ο τεράστιος μουσικοσυνθέτης Γιώργος Κατσαρός και μιλά για τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα και κάνει αποκαλύψεις για την Μαρινέλα και την Ρένα Βλαχοπούλου.
Όπως εξομολογήθηκε, ξεκίνησε από τα καμπαρέ όπου βίωσε πολλές περίεργες αλλά και ωραίες καταστάσεις με τους θαμώνες.
Όταν άλλαξε ρώτα στη μουσική και ερωτεύτηκε μια κοπέλα, ο πατέρας της τον «έδιωξε» αφού είχε το στίγμα του μουσικού των καμπαρέ.
Σε μια απολαυστική συνέντευξη μοιράζεται πράγματα για πρώτη φορά που αν μη τι άλλο έχουν τεράστιο ενδιαφέρον και μας ταξιδεύει σε μια εποχή που έχουμε ακούσει μόνο από διηγήσεις.
«Είναι τυχερό το πως έγινα εγώ συνθέτης. Συνθέτης έγινα από την ανάγκη κάποιου προγράμματος που με προτίμησε ως μαέστρο. Γινόσουν χωρίς να το θέλεις ή να δυσκολευτείς, συνθέτης.
Τη δεκαετία του ’50, μόλις τελείωσα το σχολείο και ήρθα στην Αθήνα υπήρχε το καφενείο των μουσικών στην Πανεπιστημίου και μαζευόμασταν για να βρούμε δουλειά. Ερχόταν η παραγωγή και εκεί πήγα να βρω δουλειά και κάποιος φώναξε ότι θέλει σαξόφωνο για καμπαρέ. Το καμπαρέ είχε ξένες αρτίστες αλλά η μουσική ήταν επιπέδου. Δεν ξέραμε τα κομμάτια που θα παίζαμε, τα διαβάζαμε. Έπρεπε να είσαι μορφωμένος για να παίξεις σε καμπαρέ, να παίξεις σωστή μουσική. Και πήγα στην Τρούμπα σε πασίγνωστο καμπαρέ. Νομίζω ήταν το καμπαρέ που ο επιχειρηματίας σιδέρωσε την Σπυριδούλα.
Απέξω βόλτα τα κορίτσια και οι περισσότερες κοπέλες ήταν αρτίστες ξένες, χορεύτριες κυρίως. Γινόταν πρόγραμμα κανονικό, αξιοπρεπέστατο. Κατέληγαν στο καμπαρέ γιατί κλείναμε στις 5. Όταν ερχόταν ο στόλος γινόταν χαμός. Περιμέναμε πως και πως. Εγώ με τον στόλο έβγαλε σε μια βδομάδα τον μοτοσακό. Στην Τρούμπα έμεινα κανένα χρόνο. Μετά ανέβηκα στην Ομόνοια στο Rich. Οι ραγισμένοι άνθρωποι ήταν περισσότερο οι κοπέλες. Εγώ ήμουν νέος και ωραίος τότε. Μία φορά φοβήθηκα που μια κοπέλα που έκανε κονσομασιόν, φώναξε την ορχήστρα να της παίξουμε ένα τραγούδι. Αυτή η κοπέλα με είχε ερωτευτεί και εγώ απέφευγα, δεν ήθελα. Η δουλειά που κάναμε μας επιβάλλανε τι θα κάναμε. Απαγορευόταν να ερωτευτείς. Μία φορά ήταν μια Ελβετίδα τραγουδίστρια που με είχε ερωτευτεί, φώναξε την ορχήστρα στο τραπέζι και έπινε σαμπάνια και το “στην υγειά σας” και φορούσε ένα δαχτυλίδι που ήθελε να μου το χαρίσει. Το έκανε χοντρό. Έβαλε δύο λίρες και όταν ήρθε να τσουγκρίσει μαζί μου, και έσπασε το ποτήρι και γέμισα αίματα. Την άλλη μέρα την έδιωξαν. Είχαμε πολλά τέτοια, ήμασταν νέοι, ωραίοι».
«Και στην Ομόνοια υπήρχαν γεγονότα διάφορα. Όταν έπιναν οι ναύτες είχαν μια διάθεση να πληρώνουν τους μουσικούς, αυτό το λέμε χαρτούρα εμείς. Και με την χαρτούρα βγάζαμε νυχτοκάματο καλό. Ήταν πολύ ωραίες εποχές τότε για τους μουσικούς. Καταρχήν υπήρχε δουλειά κάθε μέρα, όχι μόνο στα καμπαρέ αλλά και στα νυχτερινά κέντρα. Και μεσημέρια είχε, όχι μόνο βράδυ. Θυμάμαι στην Πανεπιστημίου υπήρχε ορχήστρα σε εστιατόριο το μεσημέρι που έτρωγε ο κόσμος. Για παράδειγμα, ο Κανελλίδης που ήταν βιολίστας. Είχε δική του ορχήστρα και έπαιζε στα κέντρα και εμείς ζητούσαμε από τους μαέστρους αυτούς να μας πάρουν για δουλειά.
Θυμάμαι ήταν ένας που κυνηγούσε μια κοπέλα από αυτές στο καμπαρέ. Και ένας άλλος την κυνηγούσε και θυμάμαι ότι δίπλα μου του έκοψε το αυτί. Και φωνάζαμε “Έκτορ, απόρτ” και πηγαίναμε στο γραφείο να κρυφτούμε. Ήταν κρίσιμα τα πράγματα γιατί έπιναν. Μόνο κράνος που δεν φορούσα.
Στους μουσικούς οι επιχειρηματίες είχαν έναν σεβασμό. Και οι καλλιτέχνες που ήταν κοπέλες νέες είχαν διάθεση να συμπεριφερθούν σωστά. Ο τρόπος που φώναζαν τους μουσικούς να παίζουν στο τραπέζι ήταν τρόπος συναδελφικός. Ήθελαν να πάρει τη χαρτούρα.
Είχε βγει ένας τραγουδιστής που έκανε μεγάλο ντόρο, ο Νίκος Γούναρης. Έμαθε ότι στο καμπαρέ υπάρχουν καλοί μουσικοί και ήθελε μια ορχήστρα να παίξουν στα Παναθήναια. Ένα κέντρο που είχε κοκορέτσι, αρνί σούβλας. Και είχαμε τότε κάθε μέρα 2000 ακροατές το λιγότερο. Τότε ήμουν μουσικός του Μαρκέα. Το πήρε χαμπάρι ο Γούναρης ότι παίζουν καλή μουσική στο καμπαρέ και μας έκανε πρόταση. Μου άλλαξε τη ζωή γιατί σταμάτησα να ξενυχτάω, είχε ωράριο κανονικό. Ήταν ρεστοράν με μουσική. Και έτσι άλλαξε η ροή η δική μου. Όταν ήρθα από την Κέρκυρα ήμουν φοιτητής στη Πάντειο και το Ωδείο Αθηνών και ήθελα να προχωρήσω στη μουσική.
Άλλαξε η ζωή και τόλμησα να ζητήσω μια κοπέλα που την ερωτεύτηκα και μου είπε ο πατέρας της “Καμπαρέ; Και θέλεις και την κόρη μου;”. Ήταν μια περίπτωση που δεν συνεχίστηκε το ειδύλλιο. Παρόλο που ήμουν παιδί οικογένειας!», αποκάλυψε ο Γιώργος Κατσαρός.
Γιώργος Κατσαρός: Η απίστευτη αποκάλυψη για τη Μαρινέλλα – «Μετά τον χωρισμό από τον Καζαντζίδη, δεν είχε λεφτά να πάει σπίτι της»
Ο γνωστός συνθέτης και μαέστρος μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην συνεργασία του με την Μαρινέλλα και τον Στέλιο Καζαντζίδη, ενώ αποκάλυψε πως την περίοδο που χώρισαν η τραγουδίστρια δεν είχε καθόλου χρήματα.
«Τους πήρα εγώ στο θέατρο, τότε ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν ήδη γνωστός και τραγουδούσαν μονό ένα ντουέτο μαζί. Κάποια στιγμή ακούω την Μαρινέλλα να τραγουδάει στο καμαρίνι της και τη λέω “θες να πεις ένα τραγούδι στην παράσταση;” και μου λέει “δεν θα σε αφήσει ο Στέλιος”, της απαντάω “μην σε νοιάζει θα του μιλήσω εγώ του Στέλιου”. Πάω στον Στέλιο το λέω και μου λέει “άστρο άλλη φορά”, μου το έλεγε γιατί ήξερε ότι θα την χάσει. Τελικά με αφήνει μια μέρα, βγαίνει να τραγουδήσει μόνη της και “σπάει” το θέατρο», είπε αρχικά ο Γιώργος Κατσαρός.
«Μετά από αρκετό καιρό βρίσκομαι μια μέρα στην Σταδίου και βλέπω την Μαρινέλα και μου λέει “Έφυγα από τον Στέλιο”. Τότε εγώ την πήρα σε μια μεγάλη περιοδεία στη Ρωσία. Όταν χώρισε με τον Καζαντζίδη δεν είχε καθόλου χρήματα, ούτε να πάει στο σπίτι της δεν είχε», συμπλήρωσε κλείνοντας ο Γιώργος Κατσαρός.
Γιώργος Κατσαρός: «Ψάχναμε τη Ρένα Βλαχοπούλου στα γυρίσματα γιατί πήγαινε για ψάρεμα»
Ο τεράστιος και επιτυχημένος μουσικοσυνθέτης μοιράστηκε ιστορίες από τα γυρίσματα των ταινιών της Ρένας Βλαχοπούλου και τα αστεία περιστατικά που βίωσε.
Με καταγωγή και οι δύο από την Κέρκυρα «κούμπωσαν» αμέσως με τη φιλία τους να είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
«Γνωρίζομαι με τη Ρένα Βλαχοπούλου και γινόμαστε κολλητοί. Βγαίνουμε μαζί, η Ρένα ήταν υπέρ της σκορδαλιάς μονίμως. Η Ρένα είναι αυτή που βλέπουμε στις ταινίες. Δεν κόλωνε πουθενά. Όταν κάναμε την Κόμισσα της Κέρκυρας ήταν και το αποκορύφωμα της φιλίας. Όταν τελειώσαμε τα γυρίσματα είχαμε ραντεβού στον Φίνο και βλέπουμε την ταινία για να δούμε τι ακόμα θέλουμε να προσθέσουμε μουσικά. Λέει ο Φίνος ότι δεν έχουμε γράψει τραγούδι των τίτλων της αρχής. Μου λέει “πες μου μερικές λέξεις”. Δεν υπήρχε το τραγούδι και το κάναμε στο μοντάζ. Το χορευτικό είναι το πετινάρι. Γυρίστηκε εκ νέου η σκηνή και έγινε το τραγούδι αυτό που το θεωρούν παραδοσιακό ενώ δεν είναι. Το χορευτικό είναι που δείχνει και το Ποντικονήσι.
Εκείνο το καλοκαίρι χάναμε τη Ρένα γιατί πήγαινε για ψάρεμα. Δεν αργούσε ποτέ στα γυρίσματα. Είχε βρει έναν βαρκάρη κάτω από το ξενοδοχείο και του έλεγε “Θα έρθεις στις 6 να πάμε για ψάρεμα”. Την έβλεπα κάθε φορά να έρχεται με ψάρια και νόμιζα ότι τα αγόραζε. Και μου λέει ο ψαράς ότι τα ψαρεύει. Έλεγε “εδώ θα ψαρέψουμε”. Εάν δεν έπιανε ψάρια εκεί που του έλεγε, άλλαζε μέρος. Αλλά κάθε φορά έπιανε ψάρια. Και μετά ερχόταν για γύρισμα. Όταν ήρθε στην Αθήνα ψάρευε πάλι στη Βάρκιζα, είχε και εδώ ψαρά.
Η Βλαχοπούλου επειδή την έζησα πολύ στο θέατρο ήταν αυτό που της πήγαινε την ορισμένη στιγμή, αυτοσχεδίαζε και πετυχημένα. Ιδιαίτερα όταν τραγουδούσε μπλουζ. Έλεγε ότι είχε πρόταση να μη γυρίσει στην Ελλάδα και να συνεχίσει την καριέρα της στο εξωτερικό. Αλλά δεν ήθελε, ήθελε την Ελλάδα. Οι γονείς της πέθαναν με τους πρώτους βομβαρδισμούς», κατέληξε ο Γιώργος Κατσαρός.