Μπρίτνεϊ Σπίαρς: «Ο πατέρας μου με έλεγε χοντρή, για δύο χρόνια δεν έτρωγα τίποτα, λιμοκτονούσα»
Μπορεί η δικαστική διαμάχη ανάμεσα στην Μπρίτνεϊ Σπίαρς και τον πατέρα της να έχει τελειώσει εδώ και αρκετό καιρό, ωστόσο η ίδια συνεχίζει να αποκαλύπτει πράγματα για την σχέση τους.
Η διάσημη pop star στα απομνημονεύματά της «The Woman in Me» μιλάει για τους γονείς της, ενώ περιγράφει όσα περνούσε καθημερινά επί χρόνια όσο ήταν υπό την κηδεμονία του πατέρα της.
Οι αποκαλύψεις της Μπρίτνεϊ Σπίαρς
Μεταξύ άλλων, στα τελευταία αποσπάσματα που έχουν κυκλοφορήσει στη δημοσιότητα, η Μπρίτνεϊ Σπίαρς αναφέρει πως ο πατέρας της πάντα της έλεγε ότι φαινόταν «χοντρή» και έτσι την υπέβαλε σε «αυστηρή δίαιτα», ελέγχοντας 100% τις διατροφικές της συνήθειες.
«Η ειρωνεία ήταν πως είχα μπάτλερ και τον ικέτευα για αληθινό φαγητό», είπε η τραγουδίστρια, αποκαλύπτοντας πως κατά περιόδους εκλιπαρούσε για ένα χάμπουργκερ ή για παγωτό. Όμως, ο μπάτλερ αγνοούσε τις εκκλήσεις της, λόγω των «αυστηρών εντολών» τους πατέρα της.
«Για δύο χρόνια, δεν έτρωγα σχεδόν τίποτα άλλο πέρα από κοτόπουλο και λαχανικά σε κονσέρβα. Είναι μεγάλο χρονικό διάστημα για να μην μπορείς να τρως ό,τι θέλεις, ειδικά όταν είναι το σώμα σου, η δουλειά σου και η ψυχή σου που βγάζουν τα χρήματα από τα οποία όλοι ζουν. Ένιωθα φοβισμένη, ήμουν δυστυχισμένη» εξομολογείται η Μπρίτνεϊ Σπίαρς στα απομνημονεύματά της».
Ωστόσο, η Μπρίτνεϊ Σπίαρς σημειώνει πως παρά το αυστηρό πρόγραμμα διατροφής και γυμναστικής, εξακολουθούσε να παίρνει βάρος και ότι η δίαιτα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που προσδοκούσε ο πατέρας της.
«Παρότι δεν έτρωγα τόσο πολύ, με έκανε να νιώθω άσχημη και ανεπαρκής. Ίσως επειδή αυτή είναι η δύναμη των σκέψεών σου: γίνεσαι αυτό που νομίζεις ότι είσαι.
Το σώμα μου ήταν αρκετά δυνατό για να κυοφορήσει δύο παιδιά και για να εκτελέσει κάθε χορογραφία στη σκηνή. Και μου μετρούσαν κάθε θερμίδα, ώστε να συνεχίσουν να πλουτίζουν από το σώμα μου», λέει σε άλλο σημείο.
Μάλιστα, επικρίνει την οικογένειά της, αναφέροντας πως εκείνοι ζούσαν στο σπίτι που η ίδια της είχε αγοράσει και κάθε ημέρα απολάμβαναν νόστιμο φαγητό, «ενώ εγώ λιμοκτονούσα και δούλευα».