Νίκος Σταγόπουλος στην έντυπη “OnTime”: “Αποχαιρέτησα τη Μαίρη Χρονοπούλου βάζοντας τη βέρα μας στο χέρι της”
Ο Νίκος Σταγόπουλος και η Μαίρη Χρονοπούλου υπήρξαν ζευγάρι από το 1992 μέχρι το 2002. Μάλιστα, αρραβωνιάστηκα μέσα σε εκκλησία. Ο Νίκος Σταγόπουλος μίλησε στην Σάσα Σταμάτη και στην έντυπη OnTime.
Νίκος Σταγόπουλος: “Τις βέρες τις είχαμε παραγγείλει στον Νίκο Πατσέα – είναι παιδικός μου φίλος”
Ο ίδιος αποκαλύπτει για ποιο λόγο την ημέρα της κηδείας τής έβαλε στο χέρι τη βέρα: “Όταν πήγα να την αποχαιρετήσω, είχα στην τσέπη μου τη βέρα και την έβαλα κάτω από το χέρι της. Το έκανα σαν μια κίνηση αποχαιρετισμού. Έκλεισε έτσι αυτό το μεγάλο κεφάλαιο”. Ο γνωστός ηθοποιός μιλάει και για το χωρισμό τους: “Η σχέση μας έληξε το 2002. Είχαν αρχίσει κάποια προβλήματα στη σχέση μας, η φθορά του χρόνου, η διαφορά ηλικίας, όλα μαζί”.
Γνωρίστηκαν τη δεκαετία του ’90. Συγκεκριμένα, στα τέλη του 1991. Ήταν Χριστούγεννα και η Μαίρη είχε πάει στα εγκαίνια του θεάτρου «Πανελλήνιο» του σκηνοθέτη Μίνωα Βολανάκη, το οποίο μόλις είχε λειτουργήσει. Εκεί, ο Νίκος Σταγόπουλος συνάντησε πρώτη φορά τη Μαίρη Χρονοπούλου.
Ο ίδιος περιγράφει εκείνες τις στιγμές: “Ήμουν έξω στο πεζοδρόμιο και περίμενα να έρθει μια φίλη μου, η Σίσσυ, και της είχα πει “θα σε περιμένω έξω”. Εκεί που περιμένω, ξαφνικά έρχεται ένα τζιπ και με φόρα ανεβαίνει το πεζοδρόμιο. Σταματάει πλάι μου, ανοίγει η πόρτα, βγαίνει μια γυναικεία σιλουέτα φορώντας μια γούνα με φόρμα από μέσα και αθλητικά από κάτω! Μέσα στη γούνα είχε χωμένο το κεφάλι της. Παρατάει το τζιπ, κατεβαίνει, αλλά δεν κατάλαβα ποια ήταν. Το μόνο που διέκρινα ήταν η φόρμα και τα αθλητικά παπούτσια. Στη συνέχεια ήρθε η φίλη μου και μπήκαμε μέσα. Όπως μιλούσαμε, μας σύστησαν και συνειδητοποίησα ότι αυτή η γυναίκα που είχε παρατήσει το τζιπ ήταν η Μαίρη Χρονοπούλου. Εκεί τη συνάντησα για πρώτη φορά. Τελείωσε το πάρτι και φύγαμε”.
Ο Νίκος Σταγόπουλος περιγράφει στη συνέχεια: “Το καλοκαίρι του 1992, η Μαίρη έπαιζε με τη Μάρω Κοντού επιθεώρηση στο “Δελφινάριο” και με είχαν καλέσει στην πρεμιέρα, παραγωγών Μαροσούλη. Πήγα, είδα την παράσταση και μετά ακολούθησε δεξίωση στο Πασαλιμάνι. Ήταν καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι… Στο τελείωμα της βραδιάς είχε γίνει ένα πηγαδάκι με επίκεντρο τη Μαίρη και μετά σιγά σιγά αρχίζαμε να φεύγουμε. Κουρασμένη η Μαίρη, προχωρήσαμε προς τα αυτοκίνητά μας. Τη ρώτησα: “Πού μένετε;”. Μου λέει: “Παιανία”. Της είπα: “Να σας πάω; Θέλετε να αφήσετε το αυτοκίνητό σας εδώ;”. Μου λέει: “Όχι, θα πάω μόνη μου”. Τελικά, δέχτηκε να την ακολουθήσω μέχρι ένα σημείο με το αυτοκίνητό μου. Ανεβαίνοντας σιγά σιγά, συνομιλούσαμε στα παράθυρα. Τελικά, την πήγα μέχρι το σπίτι της. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ο τρόπος που οδηγούσε… Ήταν ριψοκίνδυνη, σε σημείο να δυσκολεύομαι να την ακολουθήσω, να φανταστείς, ήμουν και οδηγός αγώνων. Φτάσαμε σπίτι. Με ευχαρίστησε και μου είπε: “Θες να έρθεις για ένα ποτό;”. Τελικά, ήπιαμε το ποτό στην πισίνα, χαλαρώσαμε κι έφυγα.
Φεύγοντας μου πρότεινε αν θέλω να πάω την επόμενη μέρα που είχε καλέσει φίλους στην πισίνα για μπάνιο. Πήγα την επόμενη το μεσημέρι, καθίσαμε, φάγαμε, κολυμπήσαμε με όλη την παρέα. Μετά το φαγητό είχαμε χαλαρώσει, ώσπου ξαφνικά ακούμε ένα ουρλιαχτό. Είχε περάσει η ώρα και είχε διπλή παράσταση, ήταν Σάββατο. Την είχε πιάσει ένας πανικός και άρχισε να τρέχει, να φύγει για το θέατρο. Της είπα: “Μη σε νοιάζει, θα είμαστε σε δεκαπέντε λεπτά στο θέατρο”. Την έβαλα μέσα στο αυτοκίνητο και με την εμπειρία και την ωριμότητα των αγώνων ανέλαβα τη μεταφορά. Της είπα: “Δέσου, κρατήσου και φύγαμε”. Δεν αφήσαμε φανάρι για φανάρι, όλα κόκκινα. (Γέλια) Φτάσαμε στο παραπέντε στο “Δελφινάριο”, σώοι και αβλαβείς. Πρόλαβε στο τσακ να βγει στη σκηνή και μετά πήγα και την πήρα, μόλις τελείωσε, για να την επιστρέψω στο σπίτι. Πήγαμε για φαγητό σε μια ψαροταβέρνα. Την επέστρεψα στο σπίτι και από εκείνη την ημέρα άρχισε μια φιλία. Μια παρέα μηνών. Πέρασε κανένα τρίμηνο που κάναμε παρέα μέχρι να εξελιχτεί σε σχέση”.
Στην ερώτηση πώς αισθάνεται τώρα που η Μαίρη Χρονοπούλου έφυγε από τη ζωή, ο Νίκος Σταγόπουλος λέει: “Ακόμα δεν έχω πιστέψει ότι η Μαίρη έφυγε. Τέτοιες προσωπικότητες και με τέτοιο έργο και πορεία, ακόμα και αν φεύγουν από τον κόσμο, είναι τόσο έντονη η παρουσία τους, που θα αισθανόμαστε πάντα ότι είναι εδώ”.’
Της Σάσας Σταμάτη