Εκθρέψαμε τέρατα για μια θέση στο ελληνικό πάνθεον του «τίποτα» – Ο Ζαχαρίας Ρόχας καταγγέλλει τις «παρέες» στο θέατρο
Από τη Σίσσυ Μενεγάτου
Είναι χαμηλών τόνων αλλά με αξιοζήλευτη καριέρα 43 χρόνων στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ο Ζαχαρίας Ρόχας, χρόνια συνδικαλιστής, απερχόμενος πρόεδρος του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών -ξαναβάζει υποψηφιότητα στο ΤΑΣΕΗ και στο ΣΕΗ-, δεν ξέχασε ποτέ ότι είναι το σεμνό παιδί από τη Δραπετσώνα, αν και ο ίδιος μας εξήγησε πως ένιωσε ότι απέκτησε… πατρίδα όταν «έφυγε» η αδελφή του. Σε μια συνέντευξη-χείμαρρο μίλησε στην «ΟN time» για τα παιδικά του χρόνια στη Δραπετσώνα, τη μεγάλη του τύχη να παίξει με σπουδαία ονόματα, τη «Λάμψη» που τον απογείωσε και τα ατυχήματα από τα οποία γλίτωσε ως εκ θαύματος. Αναφέρθηκε στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τα κυκλώματα και τις «παρέες» στο θέατρο. Δεν δίστασε να ξεσπάσει με «βαρείς» χαρακτηρισμούς για το επάγγελμα του ηθοποιού σήμερα, ενώ μας αποκάλυψε γιατί δεν γνωρίζει πού έχει ταφεί η μητέρα του, η οποία «έφυγε» μέσα στην καραντίνα του κορωνοϊού.
Πού γεννήθηκες και πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Στη Δραπετσώνα. Οι γονείς μου ήταν Πειραιώτες. Όμως η μητέρα μου Αναστασία είχε καταγωγή από τη Σμύρνη και ο πατέρας μου Γιάννης από την Ισπανία, εξ ου και το Ρόχας, που σημαίνει «Κόκκινος». Έζησα στη Δραπετσώνα μέχρι έξι χρονών που μετακομίσαμε στα Πατήσια. Πρόλαβα τη Δραπετσώνα με το χωματόδρομο μπροστά από το σπίτι μας. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μπαίνει με το ταξί Σάββατο απόγευμα μέσα στο χωματόδρομο που σήκωνε σύννεφο σκόνης και να φωνάζουν τα πιτσιρίκια της γειτονιάς «Το ταξί, το ταξί». Με το ταξί μας έφερνε τρόφιμα αλλά ο πατέρας μου είχε την ευαισθησία να γεμίζει και μια σακούλα με σαλάμια, τυριά και άλλα τρόφιμα τα οποία μοίραζε στην πιτσιρικαρία. Οπότε ήταν ο Άγιος Βασίλης της γειτονιάς. Το δικό μας σπίτι ήταν το μοναδικό από τα χαμόσπιτα που είχε πλάκα γιατί ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος. Δίπλα μας στο μοναδικό διώροφο έμενε η αριστοκράτισσα της γειτονιάς κι όταν το απόγευμα βγαίναμε να παίξουμε, οι μανάδες μας κάποια στιγμή μας φώναζαν να πάμε να φάμε το κολατσιό μας -ψωμί με ζάχαρη ή με λάδι και ρίγανη- έβγαινε και η αριστοκράτισσα μητέρα κι έλεγε «Έχουμε ποικιλία». Αυτή ήταν η διαφορά: Οι πλούσιοι είχαν «ποικιλία» ενώ εμείς κολατσιό. Μέχρι που η θεία μου, γνωστή για τον καυστικό της λόγο, έβαλε το χέρι στη μέση της και της είπε «Άκου να σου πω, μωρή, εμείς τα αποφάγια στην οικογένειά μας τα λέμε ποικιλία!» (γέλια).
Tι άλλο θυμάσαι;
Ήταν εργατούπολη η Δραπετσώνα, εκεί ήταν το περίφημο εργοστάσιο του τσιμέντου. Θυμάμαι τα καλοκαίρια που μας παίρνανε οι γυναίκες της γειτονιάς και κατεβαίναμε στο μεγάλο δρόμο που περνούσαν ανοιχτά φορτηγά, έκαναν autostop κι ανεβαίναμε πάνω στα φορτηγά και πηγαίναμε για μπάνιο στην παραλία στα Βοτσαλάκια και μετά μας έφερναν πάλι στα σπίτια μας. Θυμάμαι το σχολείο με την τεράστια αυλή και τις βρύσες, εκεί που είχα τον πρώτο μου πλατωνικό έρωτα, τη Μικέ, ένα κορίτσι με μακριές κοτσίδες. Θυμάμαι ότι ήμουν ένα ήσυχο παιδί. Τη γιαγιά μου την Καλλιόπη την αγαπούσα πολύ και την αγκάλιαζα κι εκείνη με έλεγε «ο φιλάκιας». Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου αυτό. Οι άνθρωποι παλιά δεν αγκαλιαζόντουσαν γιατί το θεωρούσαν αδυναμία. Όπως κι ο πατέρας μου πέθανε χωρίς να μου πει «Σ’ αγαπώ». Το θεωρούσε αδυναμία να μου το πει ενώ ξέρω ότι με λάτρευε. Θυμάμαι έπαιζα τον Ιππόλυτο στη «Φαίδρα» του Ρακίνα και σε μια πρεμιέρα εγώ που δεν χορεύω ζεϊμπέκικο, σηκώθηκα κι έκανα μια γυροβολιά και τον άκουσα να λέει «Πέτα, αγόρι μου, πέτα». Δηλαδή ήθελε να χορέψω ζεϊμπέκικο για να με καμαρώσει.
Δεν είναι δύσκολο για ένα παιδί να μην ακούσει από το γονιό του τη φράση «Σ’ αγαπώ»;
Εγώ τους έζησα πολύ αυτούς τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι μετά τον πόλεμο δεν την ήθελαν πολύ την αφή. Ο πατέρας μου αγαπούσε υπερβολικά τη μάνα μου και εμάς, αλλά του ήταν πιο εύκολο να ασπαστεί τη γνώμη ενός ξένου παρά τη δική μας. Το είχαν αυτό οι παλιοί. Να φανταστείς πως εγώ αποφάσισα να γίνω ηθοποιός, ενώ ο πατέρας μου έλειπε στην Τζέντα για να δουλέψει και τον έπεισε ο Γρηγόρης Βαλτινός που ήταν φίλος μου.
Ας πάμε όμως πάλι στα παιδικά σου χρόνια.
Ξαναγυρίσαμε, όταν πήγαινα στη Γ’ Δημοτικού, από τα Πατήσια για ένα διάστημα έξι μηνών στη Δραπετσώνα, γιατί έπρεπε να καταγραφούμε ως απόγονοι προσφύγων λόγω της μητέρας μου για να μπορούμε να δικαιούμαστε το σπίτι. Μέναμε όλοι οι συγγενείς μαζί σε αυτό το δυάρι -καμιά δεκαριά άτομα- και κοιμόμασταν στρωματσάδα. Ο πατέρας μου δούλευε σε οικοδομή, σε χυτήριο, σε δουλειές του ποδαριού. Δεν μας έλειψε τίποτα. Φαντάσου πως πέντε μέρες την εβδομάδα μέναμε σε αυτό το φτωχικό δυάρι με τους συγγενείς και το Σαββατοκύριακο παίρναμε τον ηλεκτρικό και επιστρέφαμε στο άλλο μας σπίτι στα Πατήσια και ζούσαμε στην απόλυτη χλιδή. Δυστυχώς «έχασα» τον πατέρα μου, την αδελφή μου και τελευταία τη μάνα μου μέσα στον κορωνοϊό. Έχω μόνο το μικρότερο αδελφό μου, τον Νικόλα.
Τραγικό. Από κορωνοϊό «έφυγε» η μητέρα σου;
Όχι. Ξαφνικά εμφάνισε ένα γλοιοβλάστωμα, δηλαδή καρκίνο στον εγκέφαλο, ο οποίος αναπτύχθηκε στο κέντρο λόγου και κίνησης εν μέσω της πανδημίας. Προφανώς τον ανέπτυξε από τη στεναχώρια της για τον εγκλεισμό γιατί ήταν πολύ δραστήριος άνθρωπος κι «έφυγε» μέσα σε τρεις μήνες! Η μάνα μου ήταν ένας φοβερός άνθρωπος. Συνεχώς σε κίνηση. Πριν τρία χρόνια «έχασα» και την αδελφή μου την Ελένη -ήταν ενάμιση χρόνο μεγαλύτερή μου- που είχε κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και παρουσίασε σοβαρό πρόβλημα με τις καρωτίδες. Με τον πατέρα μου που «έφυγε» πριν 15 χρόνια, επειδή είχε χρόνιο πρόβλημα υγείας λόγω του τσιγάρου, είχα εξοικειωθεί κάπως με την ιδέα ότι θα τον χάσουμε σύντομα. Φαντάσου ότι τόσο μανιώδης καπνιστής ήταν που με την μπουκάλα του οξυγόνου όπου με το ζόρι ανάπνεε στο νοσοκομείο, άναψε τσιγάρο και παραλίγο ν’ ανατιναχθεί!
Μεγάλες «πληγές». Τις ξεπέρασες;
Να ξέρεις εγώ είμαι εξοικειωμένος με το θάνατο. Έχω μια απίστευτη ψυχραιμία σε τέτοια φαινόμενα που καθορίζουν τη ζωή μας και δεν αφήνω να με πάρει από κάτω. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν πενθώ, αλλά δεν θρηνώ. Εγώ το θεωρώ σε όλα τα επίπεδα απελευθέρωση. Πέρασα πολύ άσχημα με την αρρώστια της αδελφής μου. Πήγαινα δύο φορές την ημέρα στην Εντατική, την έβλεπα για είκοσι λεπτά –ήταν σε κώμα. Κι όταν πέθανε, εγώ που δεν είχα «πατρίδα» δηλαδή φύγαμε από τη Δραπετσώνα δεν ήταν η «πατρίδα» μου, πήγαμε στα Πατήσια, καταλήξαμε στον Ν. Κόσμο, αλλά ένιωθα ότι δεν είχα «πατρίδα», ήταν σαν ξαφνικά μ’ έναν τέτοιο θάνατο να απέκτησα μία «πατρίδα». Ένα σημείο αναφοράς δηλαδή, κι αυτό ήταν ο τάφος της.
Πώς το εννοείς;
Όπως ακριβώς στο λέω. Ξαφνικά έπιασα τον εαυτό μου να γεμίζει οργή για πράγματα που δεν εξαρτιόντουσαν από μένα. Όπως π.χ. γιατί έβρεξε και κατέστρεψε τη γλάστρα στον τάφο, γιατί το περιστέρι λέρωσε τον τάφο. Γιατί ο ανιψιός μου δεν πήγε να δει τη μάνα του. Και σιγά σιγά κατάλαβα ότι το πρόβλημα δεν ήταν ο τάφος αλλά εγώ. Ξαφνικά απέκτησα μια «γη» δική μου και δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να ξανασυμβεί αυτό με τη μητέρα μου. Αρνήθηκα να μάθω πού είναι θαμμένη! Δεν ξέρω πού είναι το μνήμα. Δεν θέλω να μάθω. Για μένα η μάνα μου έχει πάει μια βόλτα στα νησιά με τις φίλες της και κάθε απόγευμα παίζουν κάπου μπιρίμπα! Ήταν υπέροχος άνθρωπος η μητέρα μου. Πανέξυπνη, με χιούμορ, υποστηρικτική στα παιδιά της, λάτρευε τη ζωή. Γι’ αυτό αρνούμαι ότι «έφυγε». Για μένα η μάνα μου αξίζει να ζει. Δεν είχα την αίσθηση ότι υπάρχει η έννοια «πατρίδα» μέχρι που πολύ αργότερα επέστρεψα σε αυτή την έννοια μέσα από το διάβασμα και την αγάπη που έχω για την Ιστορία και τους ανθρώπους λόγω του επαγγέλματός μου. Η ιστορική μου συνείδηση αναπτύχθηκε με το διάβασμα, με πνευματική διεργασία όχι συναισθηματική. Η εκτίμησή μου στην πατρίδα μου ήρθε μέσα από την πραγματικά σπουδαία θέση που κατέχει η ελληνική γλώσσα.
Πότε αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Δεν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Έγινε τυχαία. Στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου -δηλαδή σημερινή Γ’ Λυκείου- ήμουν στο 12μελές συμβούλιο και ψάχναμε να βρούμε λεφτά για να πάμε πενθήμερη εκδρομή. Τότε είχα γνωρίσει τον Γρηγόρη Βαλτινό και όλη την τάξη του (Γιάννης Βούρος, Λυδία Κονιόρδου, Σοφία Κακαρελίδου, Ελεονώρα Σταθοπούλου, Μαριαλένα Κάρμπουρη κ.ά.) που ήταν στο Γ’ έτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Τους ζήτησα να παίξουν μια παράσταση με το έργο «Τρόμος και Αθλιότητα του Γ’ Ράιχ» του Μπρεχτ. Το παίξαμε στο θεατράκι του σχολείου, συγκεντρώσαμε χρήματα και πήγαμε εκδρομή. Εκείνο το καλοκαίρι έπρεπε να δώσω Νομική. Δεν είχα προετοιμαστεί καλά, ήθελα να πάρω αναβολή στρατεύσεως, οπότε επειδή ήξερα κάποιους μονολόγους πήγα κι έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και πέρασα. Στο πρώτο έτος με είδε ο σκηνοθέτης Κώστας Μπάκας και με πήρε ως κομπάρσο να μεταφέρω κάτι βαλίτσες στο θίασο της Καρέζη στην παράσταση «Η Παναγία των Δολαρίων». Έτσι ξεκίνησα. Στη συνέχεια η Τζένη Καρέζη μου ζήτησε να μείνω στην «Πάπισσα Ιωάννα» κι εκεί με είδε ο Νίκος Κούνδουρος και μου έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του «1922». Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, χωρίς να κάνω κάποια προσπάθεια, παρά μόνο έχοντας μια απίστευτη καλοτυχία. Για μια δεκαετία το ένα καλό έφερε το άλλο χωρίς εγώ καν να κουνήσω το δάχτυλό μου. Ήμουν πολύ τυχερός γιατί εγώ έζησα και γνώρισα την τελευταία γενιά των μεγάλων δασκάλων του έθνους μας. Δηλαδή έχω παραβρεθεί σε ένα τραπέζι, μετά από μια παράσταση στο Ηρώδειο, που ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον οι: Γιάννης Ρίτσος, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Κούνδουρος, Μίκης Θεοδωράκης, Γιώργος Μανιώτης, Ματθαίος Μουντές, Σαπφώ Νοταρά, Χριστόφορος Χριστοφής, Δημήτρης Μητρόπουλος, Κώστας Γεωργουσόπουλος και άλλοι. Θυμάμαι και το θέμα της συζήτησης. Τσακωνόντουσαν ο Ρίτσος με τον Τσαρούχη για το ζεϊμπέκικο. Ο Ρίτσος έλεγε «εγώ το ζεϊμπέκικο τα 9/8 τα μετράω έτσι» και χτύπαγε το χέρι του στο τραπέζι κι ο Τσαρούχης τόνιζε «εγώ το χορεύω έτσι». Και χόρεψε. Δηλαδή ήταν η διαφορά στις δύο αντιλήψεις περί τέχνης. Ο Ρίτσος μιλούσε για την αισθητική του ήχου και ο Τσαρούχης για την ψυχή. Εγώ ήμουν στην άκρη του τραπεζιού και άκουγα… Έχω και χειρόγραφα ανέκδοτα από τη Διδώ Σωτηρίου που αναφέρονται στη Σμύρνη, θυμάμαι τον Γιάννη Τσαρούχη να δίνει συνεντεύξεις στο σπίτι του, τον Γιάννη Ρίτσο που έδωσε συνέντευξη στο σπίτι του ανάμεσα σε βότσαλα ζωγραφισμένα σε σπουδαίες εκδόσεις των βιβλίων του ανά τον κόσμο. Αυτός καθισμένος σ’ ένα υπερυψωμένο γραφείο κι εμείς σε κάτι χαμηλά σκαμπό να γράφουμε…
Εσύ που συναναστράφηκες αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους της Τέχνης και ενσάρκωσες σημαντικούς ρόλους στο θέατρο πώς έπαιξες στη «Λάμψη» και στο «Καλημέρα Ζωή» του Νίκου Φώσκολου; Μάλιστα η μεγάλη δημοσιότητά σου από εκεί προήλθε.
Με τον Νίκο Φώσκολο είχαμε μια επεισοδιακή πρώτη συνάντηση. Με ήθελε να παίξω έναν ρόλο σε μια ταινία, εγώ δεν μπόρεσα γιατί είχα πάθει ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Εκείνος είχε θυμώσει πάρα πολύ γιατί δεν δέχτηκα να κάνω το ρόλο όπως τον είχε φανταστεί και τον εξυπηρετούσε καθώς είχε παραμορφωθεί το πρόσωπό μου. Το αρνήθηκα γιατί δεν ήθελα κανείς -όχι μόνο ο Νίκος- να εκμεταλλευτούν αυτή την εικόνα μου. Και να φανταστείς ότι αυτός που δέχτηκε να παίξει το ρόλο που μου πρότεινε ο Φώσκολος έκανε τεράστια καριέρα. Κι αυτός είναι ο Γιάννης Μπέζος στη «Γυναίκα της Πρώτης Σελίδας» με τη Ζωή Λάσκαρη. Ο ρόλος ήταν ένας τρελός ο οποίος έσερνε έναν τσιμεντένιο σταυρό κι έλεγε διάφορα κείμενα πολύ περίεργα μέσα στους δρόμους της έρημης Αθήνας. Οπότε να είμαι «κομμένος» και με ράμματα και να τρέχουν αίματα, ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε για το ρόλο.
Πώς είναι για έναν ηθοποιό που δουλεύει με την εικόνα του να βιώνει μια ακραία παραμόρφωση, όπως αυτό που έπαθες εσύ στη μια πλευρά του προσώπου σου μετά από το σοβαρό τροχαίο;
Όσο κι αν σου φανεί περίεργο, το είχα δει στον ύπνο μου το προηγούμενο βράδυ. Ακριβώς όπως συνέβη. Ήμασταν στην Κρήτη, παίζαμε στο Φεστιβάλ του Αναγεννησιακού Θεάτρου το «Κρίμα που είναι πόρνη» κι είδα εφιάλτη ότι παθαίνω το τροχαίο ατύχημα, παραμορφώνομαι και λέω «γιατρέ, κάνε κάτι γιατί το Σάββατο παίζουμε στον Λυκαβηττό». Επειδή το είχα δει στον ύπνο μου, ήμουν σχεδόν θεατής σε αυτό που συνέβη με πολύ μεγάλη ψυχραιμία. Δεν με ενόχλησε γιατί το πήρα σαν θεϊκό σημάδι. Τότε είχα παίξει τον Χριστό, στην τηλεοπτική σειρά «Η 14η Νιζάν», η πολιτική δίκη του Χριστού, από το βιβλίο του Άγγελου Βλάχου. Τότε ήμουν πολύ όμορφος και με ζητούσαν για θιασαρχικές δουλειές, περιοδείες. Τότε αναρωτήθηκα τι θέλω να κάνω. Να γίνω πρωταγωνιστής και να παίξω αυτό το παιχνίδι που μου ζητάνε, δηλαδή να συνδέσω την καριέρα μου με το ταμείο ή να γίνω πρωταγωνιστής που θα παίζω ρόλους; Ήταν σαν να μου έστειλε μήνυμα ο Θεός- έτσι το πήρα- ότι αυτό το όμορφο πρόσωπο με τα μακριά μαλλιά και τα φλογισμένα μάτια θα το στερηθείς. Μπορείς να κάνεις κάτι άλλο χωρίς αυτό; Κι έτσι αποφάσισα να κάνω το δεύτερο. Ο γνώμονάς μου στην επιλογή από κει και πέρα ήταν μόνο οι ρόλοι. Κι ας τακτοποιήθηκε το θέμα με το πρόσωπό μου κάνοντας πλαστική επέμβαση. Κατάλαβα ότι η ομορφιά είναι μέσα μας, βρίσκεται στο κείμενο, στη σχέση που έχεις μ’ αυτό, στο πώς δονείται η ψυχή σου. Με έβαλε σε σκέψεις, τότε είχα πολύ έντονες ανησυχίες, πήγαινα συχνά στο Άγιον Όρος. Κι είμαι υπερήφανος γιατί από τους 150 ρόλους που έχω παίξει στο κλασικό ρεπερτόριο, ούτε ένας απ’ αυτούς δεν είναι δεύτερος ρόλος. Είναι όλοι σπουδαίοι ρόλοι.
Όμως ο Νίκος Φώσκολος επέμεινε. Πώς σε έπεισε;
Παρόλα αυτά όμως κάθε τρεις και λίγο μου έκανε προτάσεις για να παίξω στη «Λάμψη» και κάποια στιγμή μου άρεσε ένας ρόλος και αποφάσισα να το κάνω γιατί με ενδιέφεραν και τα χρήματα.
Εκείνη την περίοδο της «Λάμψης» απογειώθηκε η δημοτικότητά σου.
Ναι, είχε «τρελές» θεαματικότητες και θυμάμαι πως μου έκανε ο Νίκος τις προτάσεις. Κάθε φορά που άλλαζε η Τατιάνα στους Δράκους, στη «Λάμψη» φώναζε εμένα να κάνω μια ερωτική ιστορία. Έφτασε μέχρι να με κάνει πρίγκιπα σ’ ένα ευρωπαϊκό κράτος που ερωτεύομαι την υπηρέτρια των Δράκων. Και όταν του είπα «Ποιος θα το φάει αυτό το παραμύθι;» μου απάντησε «Οι πάντες. Το κοινό συνεργάζεται στην απάτη».
Πώς ήταν για σένα εκείνη η εποχή με την απόλυτη δημοσιότητα που άλλαξε τη ζωή σου;
Δεν ήμουν πάντα φαν της δημοσιότητας. Νομίζω ότι έχω μια πολύ παιδική αντιμετώπιση με τη δημοσιότητα. Δηλαδή παθαίνω αυτό που παθαίνουν όλα τα παιδάκια που κάνουν τα πάντα για να επιζητήσουν την επιβεβαίωση και το «μπράβο» κι όταν έρθει αυτό, αισθάνονται άσχημα που το ακούνε! Έτσι είμαι κι εγώ. Δηλαδή θα ’θελα να μου λένε πόσο καλός και σπουδαίος είμαι, αλλά όταν μου το λένε, αισθάνομαι άσχημα και κοκκινίζω! Ήταν η εποχή των αντιστάρ τότε που εγώ έκανα τις μεγάλες επιτυχίες κι ήταν λίγο ντροπή να παραδεχτείς ότι είσαι σταρ. Το αφήναμε λίγο έτσι. Εξάλλου δεν με ενδιέφερε κιόλας. Και πιστεύω ότι το κοινό πρέπει να ξέρει για τον καλλιτέχνη πολύ λίγα πράγματα για να μπορεί ο καλλιτέχνης να αντλεί από διαφορετικές, σκοτεινές πτυχές του εαυτού του τους μεγάλους ρόλους. Αν τα βγάζεις όλα στον αέρα, παύει να υπάρχει γοητεία. Γιατί να ξέρουν τα προσωπικά μου; Σε τι τους βοηθάει;
Έχεις κινδυνέψει σοβαρά και δεύτερη φορά στη ζωή σου όταν σε μαχαίρωσαν Κούρδοι μέσα στην πολυκατοικία σου.
Ναι. Ήταν ολόκληρη ομάδα, καμιά εικοσαριά Κούρδοι. Κατέβηκα να τους πω να κάνουν ησυχία και μου επιτέθηκαν. Κι αυτή είναι η τέταρτη ή η πέμπτη φορά κι όχι η δεύτερη που έχω γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια. Έχω κινδυνέψει και σε γυρίσματα με τον Γιώργο Μιχαηλίδη να σκοτωθώ, να πάθω ηλεκτροπληξία… Έχω κινδυνέψει πάρα πολύ. Είναι γιατί έχω ενθουσιασμό, ορμάω και μετά συνειδητοποιώ τους κινδύνους.
Κι έφυγες από το σπίτι σου στην Κουμουνδούρου μετά από αυτό;
Ναι, μου είπε η Αστυνομία να φύγω γιατί είχα στοχοποιηθεί. Κι επέστρεψα μετά από δύο χρόνια που άλλαξε η κατάσταση στην περιοχή και στην πολυκατοικία λόγω του Airbnb. Πλέον είναι μια πολυκατοικία που έχει αναβαθμιστεί, με απόλυτη ησυχία, καθαριότητα και παροχές. Μέχρι αυτόματο μηχάνημα πώλησης ειδών τροφίμων έχουμε.
Ζεις δίπλα στην Πρώτη μας Κρατική Σκηνή και είσαι και «παιδί» του Εθνικού Θεάτρου. Πώς νιώθεις μετά από 43 χρόνια στο θέατρο με το σάλο που έχει δημιουργηθεί με τις καταγγελίες για σεξουαλικές κακοποιήσεις; Μάλιστα ήδη συνάδελφοί σου έχουν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη για να κριθούν.
Είχα την τύχη να έχω δάσκαλο τον Τάσο Λιγνάδη, τον πατέρα του Δημήτρη. Ήταν από τους ανθρώπους που πίστεψαν σε μένα και μου έχει γράψει καταπληκτικές κριτικές. Τον Δημήτρη τον ξέρω από 16 χρονών. Έχω ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θέλω να μιλάω καθόλου για θέματα στα οποία έχει επιληφθεί η Ελληνική Δικαιοσύνη. Όταν κάτι φτάνει στο δικαστήριο, δεν ωφελεί να πω εγώ αν τον ξέρω ή δεν τον ξέρω, αν πέρασα καλά ή άσχημα, δεν έχει κανένα νόημα. Γι’ αυτό δεν καταλαβαίνω τους/τις συναδέλφους που βγαίνουν πότε υπερασπίζοντας τον Λιγνάδη και πότε καταβαραθρώνοντάς τον, για ποιο λόγο το κάνουν. Το όνομα για μένα είναι ένα όνομα. Σημασία έχουν οι κακοποιητικές πράξεις οι οποίες αν έχουν συμβεί, θα επιληφθεί γι’ αυτές και θα τις τιμωρήσει η Ελληνική Δικαιοσύνη. Εκείνο που πρέπει να δηλώσουμε μόνο είναι ότι είμαστε α πριόρι υπέρ των θυμάτων. Γιατί όταν μιλάει ένα θύμα πρέπει να γίνεται απόλυτα σεβαστό και να μην ξανακακοποιείται με τις δικές μας δηλώσεις. Οπότε δεν μιλώ ούτε για τον Δημήτρη Λιγνάδη ούτε για τον Πέτρο Φιλιππίδη, ούτε για κανέναν που οδηγείται στην Ελληνική Δικαιοσύνη.
Εσύ έχεις δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση στο θέατρο;
Βέβαια, ποιος δεν έχει δεχτεί; Το καταλάβαινα και για ένα πολύ μεγάλο διάστημα έκανα τον χαζό, ότι δεν καταλαβαίνω, αλλά υπήρχαν φυσικά και όρια. Κι εννοώ την αίσθηση του φλερτ κι όχι το χυδαίο πέσιμο. Χυδαίο πέσιμο δεν αντιμετώπισα.
Για το # ΜeToo τι έχεις να πεις;
Το #ΜeToo είναι μια ιστορία που καλώς έγινε και βγήκε σε μια σοφή στιγμή που τα θέατρα ήταν κλειστά, οπότε δεν μπορούσε κανένας θιασάρχης, κανένα κύκλωμα να πιέσει τους ανθρώπους και να τους πει «κρατήστε τα στόματά σας κλειστά γιατί κινδυνεύουν οικογένειες να μείνουν χωρίς δουλειά» -καθώς αυτός ήταν ο βασικός παράγοντας για τον οποίο δεν μιλούσαν μέχρι τότε στο θέατρο- οπότε άνοιξαν τα στόματα… Δεν πρόκειται να γίνει καμιά θεαματική αλλαγή. Έλεγε ο Μιχαηλίδης ότι «τα μεγάλα θαύματα στην Ελλάδα κρατούν τρεις μέρες, τα πολύ μεγάλα τέσσερις», θέλοντας να δηλώσει με αυτό ότι εμείς ως λαός ξεχνάμε πάρα πολύ εύκολα. Η κακοποιητική συμπεριφορά υπήρχε πάντα. Περάσαμε και μια εικοσαετία την οποία την έζησα εγώ στο πετσί μου όπου το να είσαι χειριστικός, προσβλητικός, ελεεινός στη συμπεριφορά σου ήταν μαγκιά. Εκθρέψαμε λοιπόν τέρατα, γιατί όπως λέει ο Αισχύλος «Ύβρις γεννά τυράννους» -εκθρέψαμε εμείς τους ίδιους τους αφανιστές μας- για μια θέση στο ελληνικό πάνθεον του «τίποτα». Λες και είμαστε εμείς ένα Χόλιγουντ που θα μείνουμε αξέχαστοι για την προσφορά μας στο ελληνικό θέατρο. Μπούρδες και κουραφέξαλα. Η ελληνική αγορά είναι πάρα πολύ μικρή, τα συμφέροντα και η διαπλοκή στο θέατρο είναι τεράστια, δεν σημαίνει τίποτα αν τα καταφέρεις στο ελληνικό θέατρο. Κάποτε είχε πει κάποιος πολύ επώνυμος -και συμφωνώ απόλυτα- ότι στο ελληνικό θέατρο δεν υπάρχει κύκλωμα, υπάρχουν παρέες. Βεβαίως δεν υπάρχει κύκλωμα γιατί το κύκλωμα προϋποθέτει μεγάλη αγορά. Παρέες διοικούν. Το θέμα είναι πώς θα μπεις σε αυτή την παρέα κι αν αυτή η παρέα θα σου κόψει ή όχι τα φτερά να δουλέψεις. Γιατί δεν μπορεί εγώ στα είκοσι, στα είκοσι πέντε, στα τριάντα, στα τριάντα πέντε, στα σαράντα να κάνω επιτυχίες τη μία πίσω από την άλλη και ξαφνικά στα εξήντα να μην μπορώ. Να μην παίζω στα μεγάλα θέατρα. Δεν σημαίνει ότι έχασα το ταλέντο μου. Τη διασύνδεση έχασα γιατί πήρα μια απόσταση απ’ αυτό που συμβαίνει. Για όλα υπάρχουν εξηγήσεις. Η υποκριτική κατά τη γνώμη μου είναι η σπουδαιότερη των Τεχνών γιατί έχει να κάνει με την ψυχή, με τις εποχές, με τους ανθρώπους, με τα αισθήματα και από την άλλη μεριά ως επάγγελμα το θέατρο; Είναι το πιο αναξιοπρεπές και διαπλεκόμενο επάγγελμα που υπάρχει στον πλανήτη.
Ως απερχόμενος πρόεδρος του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών θέλω να μου πεις, πόσο μεγάλη είναι η λίστα των ηθοποιών που είναι σε ένδεια και έχουν ανάγκη να τους δίνετε τρόφιμα;
Κάποια είδη διατροφής και απορρυπαντικά τα έχουμε σε μόνιμη βάση και μπορεί όποιος θέλει, ακόμα κι αν δεν είναι συνεπής στις συνδρομές του, να τα προμηθευτεί, αν δηλώσει ότι τα έχει ανάγκη. Από κει και πέρα είναι γύρω στα 100 με 200 άτομα -με τις οικογένειές τους- που ευκαιριακά ή σε μόνιμη βάση έχουν ωφεληθεί από τις δράσεις του ΤΑΣΕΗ.
Εσύ πέρασες ποτέ ως ηθοποιός ένδεια; Να μην έχεις να πληρώσεις το ρεύμα σου;
Ο Θεός με βοήθησε να μην έχω βρεθεί σε τέτοια θέση. Από το θέατρο και την τηλεόραση έζησα πολύ καλά όλα αυτά τα χρόνια, απέκτησα ένα σπίτι και μια οικονομική άνεση ώστε να μην τρελαίνομαι, αλλά κι όταν για μικρό διάστημα είχα δυσκολίες με στήριξε η οικογένειά μου. Πήρα πολύ καλές αμοιβές κι από το θέατρο και από την τηλεόραση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω τις μεγάλες δυσκολίες που πέρασαν και περνούν συνάδελφοι.
Τα καλλιτεχνικά σου σχέδια ποια είναι;
Φέτος ετοιμαζόμαστε να κάνουμε στο Ηρώδειο την παράσταση του ΣΕΗ «Ο Μεγάλος Ξεριζωμός» που θ’ αναφέρεται στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Το έργο θα το σκηνοθετήσω και το έχω γράψει εγώ. Στηρίζεται πάνω στη δράση του Αμερικανού πάστορα Έιζα Τζένιγκς που έσωσε 1.000.200 Έλληνες από τις σφαγές των Τούρκων. Εγώ το έγραψα πριν τρεις μήνες και πριν λίγο καιρό έμαθα ότι ετοιμάζεται ταινία στο Χόλιγουντ για τη δράση του Τζένιγκς με πρωταγωνιστή τον Τζον Μαλκοβιτς. Έπαιξα στο Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κέρκυρας στην κωμωδία «Μπανκέρο» των Ιγνάθιο Ντεμοράλ και Ερνέστο Καμπαγιέρο, όπου δύο ζευγάρια απάγουν το μεγαλύτερο τραπεζίτη της χώρας (τον οποίο υποδύθηκα εγώ) για να εκβιάσουν την κυβέρνηση για τα «κόκκινα» δάνεια, αλλά στο τέλος τους μένει αμανάτι ο τραπεζίτης. Η παράσταση θ’ ανέβει ξανά στην Αθήνα στα τέλη Σεπτεμβρίου. Επίσης είναι προς έκδοση ένα βιβλίο μου με τίτλο « Μικρές Ιστορίες Αγγέλων», έκανα μια διασκευή του «Μάκβεθ» για πέντε ηθοποιούς, καθώς επίσης τη μετάφραση και δραματουργική επεξεργασία στο έργο «Πελεκάνος» του Άουγκουστ Στρίντμπεργ το οποίο θα ανέβει τον Οκτώβριο στο «Μικρό Broadway», με τη Γωγώ Ατζολετάκη, σε σκηνοθεσία δική μου.
Την προσωπική σου ζωή προσπάθησες και προσπαθείς να τη διαφυλάξεις;
Δεν κρύβω κάτι, αλλά ούτε κι επιβεβαιώνω κάτι. Αποφεύγω τους χώρους όπου τα πράγματα γίνονται εμφανή, βγαίνω πάντα μόνος μου ή με παρέα φίλων κι όχι με τη σχέση μου, όταν υπάρχει. Δεν μου αρέσει να προβάλλω τα προσωπικά μου. Για ποιο λόγο να το κάνω;
Είσαι ευτυχισμένος;
Ναι. Είμαι ήρεμος. «Χορτασμένος».
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΝ ΤΙΜΕ Σαββατοκύριακο στις 18/6